Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

Συνεντεύξεις συγγραφέων - Ευαγγελία Γιάννου

 

Με την Ευαγγελία γνωρίστηκα τυχαία, σε μια παρουσίαση βιβλίου της, στην Καβάλα. Με κέρδισε με την ευγένεια ψυχής και την ακεραιότητα του χαρακτήρα της. Κι αν αυτές οι εκφράσεις σας φαίνονται ξύλινες, για εμένα είναι η απόλυτη ειλικρίνεια. Αλλά ας την αφήσω να τα πει η ίδια. Καλή ανάγνωση!

1. Πες μας για αρχή δυο λόγια για εσένα.

Ονομάζομαι Ευαγγελία και κατοικώ στην πόλη της Καβάλας. Κάθε πρωί ξυπνάω αργοπορημένη, τρέχω στη δουλειά, επιστρέφω κουρασμένη κι εκνευρισμένη από την ουρά στο μάρκετ και στην τράπεζα, φροντίζω το σπίτι και την οικογένειά μου. Ακριβώς όπως κι εσείς, ακριβώς ό,τι κι εσείς. Αγαπάω τους φίλους μου, γελάω, κλαίω, χαίρομαι, θυμώνω. Εάν γνωρίζετε τον εαυτό σας, τότε γνωρίζετε κι εμένα. Με μια μικρή –ελάχιστη– διαφορά. Τα βράδια, όταν κλειδώνω την πόρτα μου, ανοίγω ένα λευκό φύλλο χαρτιού κι εκεί πάνω ζωγραφίζω κόσμους με λέξεις. Αυτό δε με κάνει διαφορετική από εσάς. Μόνο λίγο πιο κουρασμένη και πάντα αργοπορημένη στη δουλειά μου.


2. Ποια είναι τα έργα που έχεις εκδώσει;

Εκτός από τη συμμετοχή μου σε συλλογή διηγημάτων («20+1 Ιστορίες», εκδόσεις Καστανιώτη, 2000) υπάρχουν δύο ακόμη βιβλία. Το «Άγριες Ανεμώνες» (2018) και το «Κλεμμένος Κόσμος» (2021). Αυτά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Λιβάνη. Είναι μυθοπλασία και θα τα χαρακτήριζα ψυχολογικά θρίλερ – με τη διευρυμένη έννοια του όρου. Το πρώτο έχει να κάνει με τον τρόπο που διαχειρίζεται κάποιος τις εμμονές του και την ήττα από τον ίδιο του τον εαυτό –δοσμένο μέσα από μια δυνατή, όσο και παράξενη, ιστορία– και το δεύτερο με τον τρόπο που οι άλλοι χειρίζονται εσένα, πλάθοντας και διαμορφώνοντας την αντίληψή σου για τον κόσμο κατά το δοκούν, κι αυτό ξεδιπλώνεται μέσα από μια αστυνομική ιστορία πολλαπλών επιπέδων.

3. Τι ξεχωρίζεις στο κάθε έργο σου, αλλά και στη γραφή σου;

Νομίζω πως δεν είμαι το πλέον κατάλληλο άτομο να μιλήσω γι’ αυτό, καθώς κάθε έργο μου, και σίγουρα η γραφή μου –για μένα– είναι ιδιαίτερα. Με όση αποστασιοποίηση μπορώ να δείξω, θα ξεχώριζα τον τρόπο με τον οποίο οι ήρωες αντιλαμβάνονται τον κόσμο και την εκάστοτε –διαφορετική– πραγματικότητα, όπως και τη μοναδική σχέση τους με τον χρόνο, καθώς τους βλέπουμε να κινούνται με άνεση στο παρόν και στο παρελθόν. Όλα αυτά δοσμένα μέσα από απλή γραφή, καθώς κάποιες φορές η επιθυμία να περάσουμε κάτι, χάνεται στην προσπάθεια να το κάνουμε με φανταχτερό τρόπο, μένοντας στον τύπο και ξεχνώντας την ουσία, που είναι ακριβώς αυτό, να δώσουμε πράγματα που θα γίνουν κατανοητά από όλους, ανεξάρτητα του επιπέδου στο οποίο κινείται ο καθένας.

4. Ποιες είναι οι συγγραφικές προσδοκίες σου για τα επόμενα χρόνια;

Να γράφω. Μόνο αυτό.

Ποτέ δε δημιουργούσα με γνώμονα την άποψη, τη μόδα, τις τάσεις και τα ενδιαφέροντα των άλλων, ούτε και προσδοκούσα κάποιο αποτέλεσμα, που καλώς να έρθει, αλλά ως επιστέγασμα και όχι αυτοσκοπός. Αυτό με καθιστά ελεύθερη από κάθε συμβιβασμό αλλά ταυτόχρονα και δέσμια των προσωπικών δαιμόνων μου που επιζητούν την ενσάρκωση, ανεξάρτητα των επιθυμιών ή των ιδιαίτερων αναγκών μου. Δεν νομίζω πως θα μπορούσα να γράψω κατά παραγγελία – θα μπορούσα δηλαδή, αλλά τότε το αποτέλεσμα θα ήταν ψεύτικο και ίσως να πληρούσε τις προϋποθέσεις και να ικανοποιούσε τους άλλους, όμως σε καμιά περίπτωση εμένα.

5. Ως αναγνώστρια, ποια βιβλία θα πρότεινες και γιατί; Έχεις ανάλογες επιρροές;

Ας ξεκινήσουμε από τις επιρροές. Η ανάγνωση προϋπάρχει της συγγραφής. Έτσι είναι εντελώς αδύνατο να μη δεχτεί κάποιος επιρροές, συνειδητά ή ασυνείδητα. Άλλωστε, όπως όλοι ξέρουμε, στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση. Η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται συνεχώς. Κι εκεί ακριβώς έγκειται το ταλέντο του κάθε δημιουργού, να μπορεί με τα ίδια υλικά να σου παρουσιάζει κάθε φορά ένα ιδιαίτερο, μοναδικό και άκρως ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Ας μην ξεχνάμε πως το ίδιο βιβλίο είναι διαφορετικό στα μάτια του κάθε αναγνώστη, ακόμη και στα μάτια του ίδιου αναγνώστη σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Ας διαβάσει ο καθένας ό,τι του αρέσει, ό,τι τον ικανοποιεί, τον κάνει να χάνεται στις σελίδες του, να ξεχνά τον χρόνο. Αν του αρέσει, είναι καλό. Αν δεν του αρέσει, τότε είναι καλό για κάποιον άλλον, διαφορετικό από εκείνον. Δεν προτείνω βιβλία. Προτείνω ανάγνωση.

                                         

6. Είναι απαραίτητα τα φανταστικά στοιχεία στα έργα σου; Ή απλώς επιθυμητά;

Βαγγέλη, η λογική σε πάει από το Α στο Β. Η φαντασία σε πάει παντού.

Όπως προείπα, τα βιβλία μου είναι προϊόν μυθοπλασίας. Αυτό για μένα σημαίνει τα φανταστικά στοιχεία πως δεν είναι απλώς επιθυμητά, αλλά απολύτως αναγκαία. Πάντα περασμένα μέσα από το φίλτρο της πραγματικότητας και της επαφής με τον κόσμο που βιώνουμε, αφήνοντας όμως μικρές ρωγμές απ’ όπου μπορούν να εισβάλουν πράγματα άλλων επιπέδων, όποια μορφή και υπόσταση κι αν έχουν αυτά.

7. Ποια είναι τα αγαπημένα σου μοτίβα, τα οποία θα συναντήσει ο αναγνώστης στα βιβλία σου;

Έχω μια εμμονή με τον τόπο και τον χρόνο. Είναι σχεδόν σύγχρονα αλλά πάντα αόριστα, αφήνοντας τη φαντασία του καθενός να βάλει τα δικά του πλαίσια. Επίσης με τα ονόματα, που στις περισσότερες των περιπτώσεων ορίζουν τον χαρακτήρα των ηρώων, όμως έρχεται μόνο του στην πορεία της συγγραφής, καθώς ο κάθε ένας που εμφανίζεται στο προσκήνιο έχει επιλέξει ήδη το όνομά του, σαν μια ιδιαίτερη πρόσκληση-πρόκληση προς εμένα να το διερευνήσω και να ξεδιπλώσω τις κρυμμένες πτυχές. Ένα ακόμη στοιχείο –ίσως προσωπική εμμονή– είναι η απουσία κινητών τηλεφώνων και διαδικτύου. Χωρίς ιδιαίτερο λόγο, όμως είναι γεγονός.

8. Ποιες δυσκολίες συνάντησες κατά τη συγγραφή, έκδοση και τη μετέπειτα σχέση με τα έργα σου;

Κατά τη συγγραφή καμία, καθώς θεωρώ ότι για μένα αυτό είναι το εύκολο κομμάτι. Και χωρίς να μιλώ προσωπικά, θα έλεγα πως, γενικά, το ταλέντο από μόνο του δεν είναι αρκετό. Θα πρέπει να υπάρχει και τύχη, έτσι ώστε να βρεθούν τα κατάλληλα άτομα που θα αξιολογήσουν το έργο σου και θα πιστέψουν σ’ αυτό, όποια μορφή κι αν έχει. Όσον αφορά εμένα, το δύσκολο κομμάτι έρχεται από την έκδοση και μετά, καθώς το βιβλίο από τη στιγμή που έφυγε από την επιμέλεια, έχει αποκτήσει ανεξάρτητη οντότητα. Δεν μπορώ να του προσφέρω τίποτε περισσότερο, μόνο να ελπίζω πως του έδωσα όσα έπρεπε ώστε να μπορεί να σταθεί από μόνο του, χωρίς να χρειάζεται οποιασδήποτε μορφής προώθηση. Είναι κάτι που απορροφά τον χρόνο μου, και δεν διαθέτω καθόλου από αυτόν, και με αποσπά από την επόμενη δημιουργία. Η συγγραφή είναι μια δυναμική και εξαιρετικά απαιτητική ασχολία, καθώς επάγγελμα δε θα τη χαρακτήριζα με τίποτε, τουλάχιστον στη χώρα μας και στο επίπεδο που κινούμαι εγώ.

9. Τι θα άλλαζες στο εκδοτικό, συγγραφικό ή αναγνωστικό τοπίο της Ελλάδας;

Τον τρόπο αντιμετώπισης ή και εκμετάλλευσης των δημιουργών. Είναι σκληρή και ιδιαίτερα ψυχοφθόρα η χρονοβόρα διαδικασία να περιμένεις μήνες για αξιολόγηση έργου που έχεις υποβάλει, κι αν είσαι τυχερός και σου απαντήσουν, να μη σου δίνουν ούτε έναν λόγο απόρριψης. Αυτό κάνει πολλούς να στρέφονται προς τη συνέκδοση ή την αυτοέκδοση, όμως εδώ η παγίδα είναι να μην αξιολογηθεί σωστά ή και καθόλου το έργο και να βγει προς τα έξω κάτι που ίσως δεν είναι ακόμη έτοιμο ή ώριμο, δίνοντας μια λανθασμένη εικόνα του δημιουργού και κάνοντας αρνητική εντύπωση στους αναγνώστες. Οι αναγνώστες θα σε κρίνουν, όπως και να έχει. Και πολλοί θα το κάνουν με αυθόρμητο, ενθουσιώδη, όσο και ευγενικό τρόπο. Η εμπάθεια δε χαρακτηρίζει έναν πραγματικό αναγνώστη και βιβλιόφιλο. Αλλά θα έπρεπε να διαχωρίζουν και να βάζουν σαφή όρια πού σταματά το βιβλίο και πού ξεκινάει ο άνθρωπος.

10. Αν είχες μια συμβουλή για νέους ή επίδοξους συγγραφείς, ποια θα ήταν;

[Αν όταν γράφετε δεν πιστεύετε πως γράφετε το «Έγκλημα και Τιμωρία», τότε καλύτερα να τα παρατήσετε. Όμως όταν τελειώσετε, αν εξακολουθήσετε να πιστεύετε πως είστε ο Ντοστογιέφσκι, τότε καλύτερα να επισκεφτείτε έναν ψυχίατρο…]

Να πατάτε γερά στα πόδια σας και μην αφήσετε κανέναν να σας πείσει ότι σας ξέρει. Κανείς δεν σας ξέρει καλύτερα από τον εαυτό σας, κανείς δεν γνωρίζει ποιο είναι το δικό σας καλό, κανείς δε θα κλάψει, δε θα πονέσει, δε θα χαρεί μαζί σας. Είστε μόνοι σας εκεί, να το θυμάστε πάντα.  Μην περιμένετε τίποτε, μην αναλώνεστε σε αμφιβολίες. Είστε εσείς. Κι όσο παραμένετε αυθεντικοί, όλα θα πάνε καλά για εσάς. Ακόμη και αν δεν έχετε ευρεία επιτυχία ή αναγνώριση, θα έχετε τον εαυτό σας, κι αυτό είναι το σημαντικό. Η αρμονία και η ισορροπία μαζί του.

Βαγγέλη, ήταν χαρά μου η συζήτηση μαζί σου.

Ευχαριστώ πολύ. Καλή τύχη, σε όλους τους τομείς.

Από την παρουσίαση δικού μου βιβλίου,
όπου η Ευαγγελία έκανε την επίσκεψη-έκπληξη.



Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2021

Η Γλώσσα των Νέων

   Η περίφημη γλώσσα των νέων είναι ένα θέμα που ενδιαφέρει το εκπαιδευτικό σύστημα. Το ενδιαφέρει τουλάχιστον σε βαθμό που κάνει αρκετές αναφορές σε αυτήν, με θεματικές ενότητες (κυρίως στη Γ' Γυμνασίου, ίσως και στις πρώτες τάξεις του Λυκείου), που προσπαθούν να την αποκρυπτογραφήσουν, να τη σχολιάσουν, να καταδείξουν το χάσμα των γενέων που διαφαίνεται και στη γλώσσα. Ποια είναι τελικά αυτή η γλώσσα των νέων;

   Πρώτα απ' όλα, δεν είναι γλώσσα αλλά συγκεκριμένες γλωσσικές επιλογές. Το να την αποκαλούμε γλώσσα είναι από μόνο του αφοριστικό και γκετοποιεί τους νέους, λες και δεν είναι μέρος των φυσικών ομιλητών της ελληνικής. Τώρα, το θέμα των γλωσσικών επιλογών των νεότερων ηλικιών είναι υπαρκτό, αλλά οι αλλαγές έρχονται με έναν τρόπο δυσδιάκριτο και αργό, όπως και σε κάθε γλώσσα. Γενιά με τη γενιά, χρόνο με τον χρόνο, κάποιες εκφράσεις παλιώνουν κι άλλες παίρνουν τη θέση τους. Δεν μπορούμε να κόψουμε σε κομμάτια αυτές τις αλλαγές ούτε να ορίσουμε χρονικές περιόδους. Πολύ χονδρικά μπορούμε να μιλάμε για δεκαετίες αλλά και πάλι ξεφεύγουμε. Πάντως οι συνθήκες αλλάζουν, μαζί με τον τρόπο ζωής κι έτσι δε γίνεται να μείνει η λεγόμενη γλώσσα των νέων ανεπηρέαστη. 

   Υπάρχει όμως κάτι που μένει ανεπηρέαστο. Η στάση του εκπαιδευτικού συστήματος απέναντι σε αυτήν και τα αντίστοιχα κείμενα. Είναι απαρχαιωμένα, όχι σε βαθμό που ένας νέος 15-16 ετών να μην τα αναγνωρίζει αλλά ένας άνθρωπος λίγο πάνω από τα 30, όπως εγώ, να αδυνατεί να αναγνωρίσει το νόημά τους πολλές φορές. Κι αν πολλά θέματα στο μάθημα της γλώσσας είναι διαχρονικά και τα κείμενα που γράφτηκαν μισό αιώνα πριν ίσως να αρκούν, δεν ισχύει φυσικά το ίδιο για τη γλώσσα των νέων. Είναι ένα θέμα που πρέπει να παραμένει φρέσκο, με παραδείγματα από τη γενιά που θεωρείται αυτή τη στιγμή νέα. Αλλιώς διδακτικά το έχουμε χάσει το παιχνίδι. Περισσότερα γι' αυτό παρακάτω. Ώρα να αναφέρω το προσωπικό μου ταξίδι στα αχαρτογράφητα αυτά νερά.

   Πριν χρόνια, έπιασα τον εαυτό μου να ψάχνει λέξεις και εκφράσεις νεανικές, που να πιάνουν τον παλμό της εποχής. Όσα έλεγα με τους συμφοιτητές μου, όπως "λολ", "ομιτζί" κλπ. ήταν παντελώς άγνωστα στην πλειονότητα των μαθητών μου. Εκφράσεις όπως "Τι λέει;", "Σπάσ'το και ξαναρίχ' το" και άλλες παρόμοιες, με κάνουν να μοιάζω εξωγήινος. Ή παππούς, ακόμα χειρότερα. Οπότε ήταν ένα ζήτημα που με ταλάνιζε: αν δεν μπορώ να ανιχνεύσω τις γλωσσικές επιλογές των νέων στα τριαντακάτι μου, πώς θα το κάνω αργότερα;

   Πήρα μια βαθιά ανάσα και το έριξα στην έρευνα. Σκόνταψα σε αρκετά προβλήματα. Για παράδειγμα, ακόμα κι αν έρχομαι σε επαφή με αρκετούς νέους και μάλιστα διαφόρων ηλικιών, πώς είμαι σίγουρος ότι το δείγμα είναι αρκετό; Επίσης, πώς μπορώ να βεβαιωθώ ότι μια έκφραση που ακούω συνεχώς από κάποιον χαρακτηρίζει τη γενιά ολόκληρη κι όχι εκείνον τον ίδιο; Ας είναι. Με τα χρόνια και τη συνεχή παρακολούθηση, πιστεύω πως κάτι ψάρεψα και αξίζει τον κόπο να το παραθέσω.

   Το θέμα είναι πως η σημερινή γενιά δεν έχει τόσο τις εξόφθαλμες αμερικανικές λέξεις και εκφράσεις που είχε η δική μου. Αυτό που τη χαρακτηρίζει είναι μια αντιδραστικότητα καλυμμένη με ένα πέπλο διακριτικής ειρωνείας. Κατά τ' άλλα, παρά τις ιδιομορφίες τους, οι εκφράσεις τους είναι σε καλά ελληνικά. Ίσως και γι' αυτό να είναι τόσο δυσδιάκριτες. Άλλη μια βαθιά ανάσα και πάμε.

   Μια επιλογή έχει να κάνει με τη συμφωνία. Το "Ισχύει" το χρησιμοποιώ πολύ αλλά βλέπω πως δεν το κάνω μόνο εγώ αλλά και πολλοί νεότεροί μου. Είναι από τις προσφιλέστερες επιλογές τους. Αλλά αυτό είναι ένα ήπιο παράδειγμα. Σε σχέση με την προαναφερθείσα ειρωνεία, μια πολύ αγαπημένη είναι το "Καλά, θα πάει αυτό" ή "Καλά, πήγε αυτό". Προφανώς χρησιμοποιείται ειρωνικά και χαρακτηρίζει κάτι που απέτυχε οικτρά ή πρόκειται να αποτύχει. Είναι ένα από τα καλύτερα δείγματα σαρκασμού προς τους γύρω αλλά και αυτοσαρκασμού. 

   Ένα άλλο είναι το "Τι, όχι;" Συνήθως ακολουθεί μια δήλωση του λέγοντος προτού ο συνομιλητής προλάβει να απαντήσει και σκοπό έχει να δείξει πόσο ατυχής ήταν αυτή η δήλωση. Συνηθίζεται σε δηλώσεις που γίνονται εξαρχής ειρωνικά. "Στις επόμενες εκλογές θα σωθούμε. Τι, όχι;" 

   Μια γλωσσική επιλογή που φαίνεται απλή αλλά φανερώνει πολλά είναι το "Ευχαριστώ!" με έμφαση. Δείχνει την ανακούφιση μετά τα λόγια κάποιου που συμφωνεί μαζί μας. Ισοδυναμεί με το "Επιτέλους, κάποιος το είπε" ή με το "Κάποιος κατάλαβε όσα λέω", αλλά σε σύντομη εκδοχή. 

   Δύο τελευταία παραδείγματα σχετίζονται με τον κόσμο των μιμς, αν και έχουν ξεφύγει από εκείνο το πλαίσιο και πλέον χρησιμοποιούνται ως ανεξάρτητες γλωσσικές επιλογές. Είναι τα "Ναι, τι;" ή απλούστερα "νετι" και "Αχ, ναι!" ή απλούστερα "αχνε". Μην μπερδευτούμε με κάτι αχνό, το νόημα είναι ξεκάθαρο και οι συντομότερες εκδοχές δίνουν μεγαλύτερη έμφαση. Στην πρώτη περίπτωση, έχουμε μια απάντηση σε μια δήλωση του συνομιλητή, η οποία θεωρείται άκυρη, άκαιρη ή ελλιπής. Ισοδυναμεί με το "Και τι θέλεις να πεις με αυτό;". Η δεύτερη θεωρητικά φανερώνει έντονη ευχαρίστηση ή απόλαυση από κάτι. Πρακτικά όμως, δείχνει ακριβώς το αντίθετο. Ότι αυτό που είδε ή άκουσε αυτός που χρησιμοποιεί την έκφραση δεν κατάφερε να τον κερδίσει ή να τον διεγείρει και γενικώς ήταν πλήρως αποτυχημένη.

   Έχοντας αναφέρει αυτά τα παραδείγματα, να τονίσω πως είναι πολύ πιθανόν να πέφτω έξω. Ίσως όλα αυτά να μην απαντώνται τόσο στα νεανικά στόματα όσο σε αυτό που εγώ νομίζω πως είναι γλωσσικές επιλογές των νέων. Σίγουρα όμως είμαι πολύ πιο κοντά από όσους ακόμα δίνουν στα παιδιά φυλλάδια με γελοιογραφίες τέτοιου τύπου: 


   Κι όμως, αυτή η γελοιογραφία ακόμα δίνεται, μαζί με κριτήρια αξιολόγησης, σε μαθητές Γ' Γυμνασίου, προκειμένου να αναδείξει το υποτιθέμενο πρόβλημα της γλώσσας των νέων. Λοιπόν, για να κλείσουμε με το θέμα. Η νέα γενιά δεν έχει ελλιπή κατανόηση των ελληνικών. Αντιθέτως, τα καταφέρνει μια χαρά. Κολλάει σε εκφράσεις παλιομοδίτικες αλλά αυτή είναι η φυσική ροή των πραγμάτων. Φανταστείτε νεκροταφεία λέξεων και εκφράσεων, τα οποία φιλοξενούν ξεχασμένες και παρωχημένες λέξεις και εκφράσεις, οι οποίες δε χρειάζονται ανάσταση, ίσως ούτε καν ευχέλαιο. Επίσης, οι γλωσσικές επιλογές των νέων δεν είναι πρόβλημα προς ανάδειξη αλλά φυσική εξέλιξη της γλώσσας. Τέλος, αν ξαναδώ να διδάσκεται κείμενο που να περιγράφει τη γλώσσα των νέων ως "ιδίωμα που έχει επηρεαστεί από τη ροκ μουσική" και έχει παραδείγματα τύπου "ο γέρος μου" και "δικέ μου", θα έρθω να σας σπρεχάρω δυο φωνήεντα (σικ). Μπούμερς, ε μπούμερς.

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021

Όσοι μας αποδέχτηκαν

Όσοι μας αποδέχτηκαν, πληρώνουν το τίμημα. Πληρώνουν για όλες μας τις αποτυχίες. Γεύονται όλα μας τις πίκρες, χωρίς να ξέρουν το γιατί. Τους βαραίνουν τα βάρη που δεν μπορέσαμε να σηκώσουμε. Εκείνα για τα οποία δε ζητήσαμε βοήθεια. Ίσως θα ήθελαν να μας βοηθήσουν, αλλά δεν τους δίνουμε την ευκαιρία. Ίσως θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν, αλλά δεν πιστέψαμε σ' εκείνους.

Κουβαλάμε μέσα μας το βάρος των αποτυχιών μας. Τα πρόσωπα είναι χαραγμένα στην πόρτα με φωτιά και δάκρυα, τα λόγια τους αντηχούν στην ερημιά σαν μαινόμενα πνεύματα, ζητώντας λύτρωση. Τα δικά μας λόγια, όσα θα θέλαμε να πούμε και δεν είπαμε ποτέ, είναι αόρατα, αμίλητα στοιχειά. Μόνο τα χνάρια τους φαίνονται στο κοκκινόχωμα.







Θα ήθελαν, όσοι μας αποδέχτηκαν, να έρθουν σ' αυτόν τον υπέροχο, απαίσιο κόσμο. Να κατέβουν σαν άγγελοι, να ράνουν με τη φροντίδα τους το στεγνό χώμα, να ξορκίσουν τα ουρλιαχτά, να παρηγορήσουν τα ανείπωτα.

Δεν τους αφήνουμε. Το κλειδί για τα λάθη μας το κρατάμε μόνο εμείς. Όταν μας το ζητάνε, υποκρινόμαστε πως δεν το έχουμε πια, πως το χάσαμε, πως δεν το είχαμε ποτέ. Μπορούμε να πούμε τα πάντα για να μην παραδεχτουμε αυτόν τον κόσμο εντός μας. Προτιμάμε να τον κρατάμε ζωντανό, κρύβοντάς τον, παρά να τον αντιμετωπίσουμε και να τον αφήσουμε να ξεθωριάσει.

Αυτοί που μας αποδέχτηκαν θέλουν το κλειδί. Θέλουν απαντήσεις στις ερωτήσεις τους, ζητούν απόκριση στα βλέμματά τους. Είναι ήρωες που δε ζήτησαν να ζουν σαν ήρωες. Που ποθούν να ζήσουν γαλήνια κοντά μας. Δεν τους ανάβουμε το τζάκι, δεν παίζουμε μουσική γι' αυτούς, κουκουλωνόμαστε στα σκεπάσματα τάχα για το καλό τους, αφήνοντάς τους στο κρύο. Προτιμάμε να θρέφουμε όσα δε μας αποδέχτηκαν, τα στοιχειά του μυαλού μας. Γινόμαστε άδικοι.

                                     

Όσοι μας αποδέχτηκαν, πληρώνουν το τίμημα. Ζούνε μαζί μας το παρελθόν μας, χωρίς να το βλέπουν. Ζούνε χωρίς να το θέλουν μαζί με δεκάδες φαντάσματα, που μας ρουφάνε την ενέργεια, αντί να τη χαρίζουμε σ' εκείνους.

Δε χρειάζεται να τους χτίσουμε μνημεία. Μονάχα να βρούμε το θάρρος να τους δώσουμε το κλειδί, να τους οδηγήσουμε στις δικές μας ερημιές και να δώσουμε μαζί χρώμα. Δε θα φοβηθούν, δε θα δειλιάσουν. Μας αποδέχτηκαν γι' αυτό που είμαστε. Δε χρειάζεται άλλη απόδειξη.

                                 

Οι εικόνες φιλοτεχνήθηκαν από την καλλιτέχνιδα Χριστίνα Χάρμπαλη.


Σάββατο 21 Αυγούστου 2021

Συνέντευξη συγγραφέα – Έρικ Σμυρναίος

 Περιδιαβαίνοντας στον ξεχωριστό κόσμο του σύγχρονου ελληνικού λογοτεχνικού γίγνεσθαι, συνάντησα τον Έρικ Σμυρναίο. Έναν συγγραφέα που παρουσιάζει ξεχωριστή σκέψη, φαίνεται ανήσυχο πνεύμα κι έχει πολλά να πει. Του ζήτησα να κάνει ένα μικρό διάλειμμα από την αέναη αναζήτηση των αθέατων μυστικών και να μας πει δυο λόγια εδώ στις Σκυλοσοφίες. Μόλις άφησε το ταξιδιωτικό του σακίδιο κάτω, ξεπήδησαν βιβλία φαντασίας –επιστημονικής και μη– και το βραχώδες τοπίο γύρω μας βλάστησε απότομα, με τα δέντρα των νεραϊδών να μας αγκαλιάζουν με τον ίσκιο τους. Ιδανικό σκηνικό για μια τέτοια συνέντευξη, θα πω εγώ. Θα έχανα μια τέτοια ευκαιρία;




1.       Για αρχή, πείτε μας κάποια βασικά στοιχεία για εσάς.

Επιτρέψτε μου και μένα να σας ευχαριστήσω για την φιλοξενία. Ονομάζομαι Έρικ Σμυρναίος, είμαι κατά το ήμισυ Έλληνας και κατά το ήμισυ Φινλανδός και τις τελευταίες δυο δεκαετίες περίπου, ζω μόνιμα στην Ελλάδα. Από αρκετά μικρή ηλικία, από τα δεκαπέντε μου χρόνια δηλαδή, άρχισα ν’ ασχολούμαι με την λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα της επιστημονικής φαντασίας και του φανταστικού. Ξεκίνησα διαβάζοντας Arthur Clark, Isaac Asimov και Robert Heinlein, στη συνέχεια εξερεύνησα τα cyberpunk τοπία του William Gibson του Robert Zelazny ενώ κάποια στιγμή ανακάλυψα τον J.R.R.Tolkien, τον Lord Dunsany, τον H.P. Lovecraft και άλλους πολλούς. Παράλληλα, μου αρέσει ο κινηματογράφος του Φανταστικού, να διαβάζω βιβλία αστρονομίας και αστροφυσικής, ιδιαίτερα τα έργα εκλαϊκευμένης επιστήμης του Carl Sagan και γενικότερα, οτιδήποτε πίστευα –και πιστεύω ακόμα– ότι θα με βοηθήσει να κατανοήσω καλύτερα τον σημερινό κόσμο αλλά κυρίως τον κόσμο που έρχεται.


2.       Ποια είναι τα προσωπικά σας έργα; Υπάρχει κάποιο το οποίο ξεχωρίζετε;

Εκτός από μια πληθώρα διηγημάτων και άρθρων που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, έχω γράψει εννέα –μέχρι στιγμής– βιβλία τα οποία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Άλλωστε. Κατά χρονολογική σειρά είναι τα εξής: «Η Κυρά της Πόλης» μια συλλογή διηγημάτων που έχουν ως κεντρικό τους θέμα τον σύγχρονο αστικό μυστικισμό, «Δεσμοί Αίματος», μια δεύτερη συλλογή διηγημάτων που εξερευνούν τα μυστήρια της σύγχρονης Νεοελληνικής επαρχίας, «Η εκδίκηση της Κασσάνδρας», μια τρίτη συλλογή που αποτελείται από ιστορίες επιστημονικής φαντασίας αυτή τη φορά, οι οποίες απεικονίζουν τα τοπία ενός δυνητικού μέλλοντος. Ακολουθούν δυο Λαβκραφτικά μυθιστορήματα «σατυρικού τρόμου» όπως μου αρέσει να τα αποκαλώ, όπου οι Μεγάλοι Παλαιοί του Howard προσπαθούν να εισβάλλουν στην σουρεαλιστική –όπως όλοι γνωρίζουμε– νεοελληνική πραγματικότητα: «Κθούλου φτου-γκν» λοιπόν και «Χαστουρ-ιτσάκι Gate Μετά, πειραματίστηκα με το αντικείμενο της επανασυγγραφής κλασσικών παιδικών παραμυθιών στα οποία έδωσα μια σαρδόνια και αρκετά ενήλικη εκδοχή, ένα εγχείρημα που κατέληξε στο βιβλίο που έχει τον τίτλο «Και ζήσανε αυτοί καλά». Ύστερα, στράφηκα στον χώρο της σκληρής επιστημονικής φαντασίας και οραματίστηκα μια εκδοχή ενός όχι και τόσο μακρινού μέλλοντος όπου ο πλανήτης Άρης έχει μετατραπεί πλέον σε ένα ακμάζον έθνος, του οποίου οι κάτοικοι αντιλαμβάνονται ωστόσο ότι δεν είναι μόνοι «Οι μνήμες του Άρη». Το δεύτερο μέρος της ιστορίας «Τα παιδιά του Άρη» διαδραματίζεται σε μια απώτερη εποχή όπου ο κόκκινος πλανήτης έχει πλέον γεωδιαμορφωθεί σε έναν κόσμο φιλικό προς τους ανθρώπους. Ωστόσο, το μυστήριο που τον περιβάλλει εξακολουθεί να υφίσταται και να προκαλεί την ανθρωπότητα, η οποία ετοιμάζεται να πραγματοποιήσει ένα μεγάλο συνειδησιακό άλμα… Κάποια στιγμή, ανάμεσα σε όλα αυτά, έγραψα ένα βιβλίο έρευνας που έχει τον τίτλο «Τα μυστικά της Λέσχης των Ξωτικών», στο οποίο εξερευνώ τις πεποιθήσεις των Κέλτικων –αλλά όχι μόνο αυτών– φύλων ως προς την ύπαρξη μιας κρυμμένης φυλής υπερφυσικών πλασμάτων και το πώς αυτές επηρέασαν και σε κάποιο σημείο διαμόρφωσαν τον σύγχρονο κόσμο. Αν ενδιαφέρεστε να ρίξετε μια παραπάνω ματιά σε όλα αυτά, μπορείτε να κάνετε κλικ στον ακόλουθο σύνδεσμο: https://alloste.gr/13__%CF%83%CE%BC%CF%85%CF%81%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%82-%CE%AD%CF%81%CE%B9%CE%BA


             

3.       Ποια η εμπειρία σας με τα συλλογικά έργα; Θα συστήνατε σε άλλους συγγραφείς να συμμετέχουν;

Αν η επιλογή των έργων που θα συμπεριληφθούν σε κάποια συλλογή γίνει με αντικειμενικά και αξιοκρατικά κριτήρια, είμαι υπέρ. Διαφορετικά, ελλοχεύει ο κίνδυνος η χαμηλή ποιότητα κάποιων από τα επιλεγμένα διηγήματα να υποβαθμίσει την όλη προσπάθεια. Σε γενικές γραμμές πάντως, οι δικές μου εντυπώσεις είναι θετικές. Επιπρόσθετα, θεωρώ πως είναι μια καλή ευκαιρία για κάποιον συγγραφέα να προβάλει τους καρπούς των κόπων του σε ένα ευρύτερο κοινό και να γίνει περισσότερο γνωστός.

 

4. Βλέπω πολύ συχνά αναφορές σας στις νεράιδες. Ποια η σχέση σας με τη λαογραφία, ως λογοτέχνης αλλά και ως ερευνητής;

Όπως ανέφερα και προηγουμένως, έχω γράψει ένα βιβλίο έρευνας πάνω στο συγκεκριμένο θέμα «Τα μυστικά της Λέσχης των Ξωτικών», το οποίο εμπνεύστηκα κατά τη διάρκεια ενός εξερευνητικού ταξιδιού που έκανα στα Highlands της Σκωτίας. To συγκεκριμένο ζήτημα με συναρπάζει αρκετά και σκοπεύω να γράψω στο εγγύς μέλλον κάποια επιπρόσθετα βιβλία που θα εξερευνούν αυτές τις παραδόσεις για δυο λόγους. Καταρχήν γιατί όπως έχω ανακαλύψει, αυτές οι πεποιθήσεις δεν περιορίζονται στους Κέλτες ή στους Αγγλοσάξονες όπως πολλοί νομίζουμε. Αντίθετα, όλοι σχεδόν οι λαοί του κόσμου έχουν διατηρήσει δοξασίες για κάποια παράλληλη φυλή που ζει μέχρι σήμερα κρυμμένη από τα μάτια των ανθρώπων και αλληλεπιδρά μαζί τους. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι αυτές οι παραδόσεις αποτελούν ένα πρώτης τάξης παράδειγμα του πώς αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα την συνύπαρξή της με κάποια μη ανθρώπινη ευφυή φυλή, τα μέλη της οποίας διαθέτουν δυνάμεις που θεωρούνται «Υπερφυσικές». Υποψιάζομαι δε πως στο εγγύς μέλλον ίσως χρειαστούμε αυτές τις πληροφορίες προκειμένου να διαχειριστούμε καταστάσεις που στα μάτια των σημερινών «πεζών» ανθρώπων θεωρούνται αυτή τη στιγμή αποκυήματα μιας αχαλίνωτης φαντασίας…

 

5. Ποιες είναι οι βασικές λογοτεχνικές σας επιρροές; Ξεναγήστε μας στον αναγνωστικό σας κόσμο.

Οι βασικές λογοτεχνικές επιρροές που θεωρώ ότι διαμόρφωσαν την θεματική και το ύφος μου σε μεγάλο βαθμό, εκτός από τα ονόματα που ήδη έχω αναφέρει, είναι ο Ιούλιος Βερν και τα πρώιμα steampunk οράματά του, τα πανέμορφα βιβλία του Ray Branbury, το ερευνητικό και το συγγραφικό έργο του Γιώργου Μπαλάνου. Επίσης, ως λάτρης του κινηματογράφου του φανταστικού που μου αρέσει να πιστεύω ότι είμαι, θεωρώ ότι έχω επηρεαστεί πολύ από την ατμόσφαιρα του Blade Runner του Ridley Scott, από το Solaris του Andrei Tarkovsky και από το «2001: A Space Odyssey» του καταπληκτικού Stanley Kubrick.



6. Πώς οραματίζεστε το συγγραφικό σας μέλλον; Επίσης, αν είχατε μία ευχή για τον εαυτό σας ως λογοτέχνη, ποια θα ήταν;

Ελπίζω απλά να συνεχίσω να είμαι υγιής και δημιουργικός και να έχω τη δυνατότητα να αφιερώνομαι στις προσωπικές μου αναζητήσεις. Εξάλλου, τι άλλο αξίζει να ευχηθεί κανείς για το μέλλον;

 7. Τι είναι αυτό που θέλετε να μεταδώσετε μέσα από τις ιδέες και τα βιβλία σας;

Θα ήθελα να αντιληφθούμε όλοι μας ότι ζούμε σ’ έναν κόσμο πολύχρωμο, πανέμορφο και θαυμαστό, όπου το μυστήριο και η μαγεία εξακολουθεί να μας τυλίγει. Επίσης, αν και έχουμε την τάση να παρασυρόμαστε από τον αρνητικό και απαισιόδοξο ορυμαγδό των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, καλό θα ήταν να θυμόμαστε πότε-πότε ότι έχουμε το προνόμιο να ζούμε στην πιο συναρπαστική περίοδο ολόκληρης της ανθρώπινης ιστορίας. Το ανθρώπινο είδος ετοιμάζεται να πραγματώσει ένα θεμελιώδες εξελικτικό άλμα που θα το μεταμορφώσει εντελώς, συνειδησιακά και τεχνολογικά. Κατά κάποιο πολύ ουσιαστικό τρόπο, βρισκόμαστε σε ένα στάδιο χρυσαλλίδας και πολύ γρήγορα θα ανοίξουμε τα κρυστάλλινα φτερά που θα μας επιτρέψουν να γεφυρώσουμε το χάσμα που απλώνεται ανάμεσα από τ’ άστρα!

 

8. Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να αλλάξει στο εκδοτικό, συγγραφικό και αναγνωστικό τοπίο στη χώρα μας;

Θα ήταν πολύ ευχάριστο αν ζούσαμε σε μια χώρα με μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό, το οποίο θα έχει και πιο εκλεπτυσμένες απαιτήσεις. Θεωρώ ότι αυτή θα ήταν μια πολύ καλή αρχή.

 

9. Μια προσωπική μου επιθυμία είναι να κλείσει η συνέντευξη με ένα μαγευτικό ταξίδι στην ύπαιθρο. Έχετε κάποια προσωπική σας ιστορία να μας πείτε;

Έχω πολλές. Αλλά επιφυλάσσομαι να τις μοιραστώ μαζί σας σε κάποια μελλοντική συνέντευξη!

 

Ευχαριστώ πολύ που ήσασταν μαζί μου.

Και εγώ σας ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία!


Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

Μεμονωμένο Περιστατικό

 Ένα ακόμα μεμονωμένο περιστατικό. Έτσι το αποκαλείς. Όταν σε ρωτάω "γιατί;" μου απαντάς "έτσι είναι ο κόσμος".

Το λες με μια απίστευτη ηρεμία, καθώς ταυτόχρονα τρως, διαβάζεις, παίζεις. Το μεμονωμένο περιστατικό είναι μια μαγική λέξη, που ξόρκισε το κακό. Την ξεστόμισες κι όλα λύθηκαν. Δε χρειάζεται να αναλύσεις τίποτα, αίτια και λύσεις. Δεν ανησυχείς, δε φοβάσαι για το μέλλον, δε σκοτεινιάζει το μυαλό σου. Όλα είναι καλά.

Έχεις ήδη προετοιμαστεί. Ξέρεις για το επόμενο περιστατικό και απλά το περιμένεις να έρθει. Η αντίδραση θα είναι η ίδια. Πάντα είναι η ίδια. Ο κόσμος δεν αλλάζει. Είναι σάπιος, λες. 

Ο κόσμος μέσα σου δεν αλλάζει. Είναι σάπιος. Μόνο που δεν το καταλαβαίνεις. Όσο η σαπίλα σου αυτή σου παραλύει τα πόδια και σου παίρνει τη φωνή, όσο αναμιγνύεται με τη σαπίλα του κόσμου, θα έρχονται κι άλλα περιστατικά, πιο φρικαλέα από τα προηγούμενα. Μεμονωμένα; Φυσικά. Πάντα μεμονωμένα. 

Γιατί αν δεν ήταν, αν ενώναμε τις τελείες, θα σχηματιζόταν αυτό το πρόσωπο που τρέμεις να αντικρίσεις. Αυτό το πρόσωπο που θα σου θύμιζε πως όλα τα φρικαλέα εγκλήματα γεννήθηκαν από στόματα που επαναλάμβαναν αυτήν την ίδια, μονότονη, συνένοχη φράση.

Κυριακή 20 Ιουνίου 2021

Γιατί ενοχλεί ο όρος "Γυναικοκτονία"

   Γίνεται μεγάλη συζήτηση αυτό το διάστημα για τον όρο "γυναικοκτονία". Άλλοι τον δέχονται και στηρίζουν τη χρήση του, ενώ μια μερίδα συμπολιτών, συνήθως άνδρες, τον απορρίπτει εντελώς. Θεωρώ πως αυτή η απόρριψη αξίζει ανάλυση. Αλλά ας βάλουμε τον όρο στο μικροσκόπιο αρχικά.
   Γυναικοκτονία σημαίνει "το να θανατώνεται μια γυναίκα εξαιτίας του φύλου της". Η βασική ένσταση εδώ είναι ότι θα έπρεπε αντιστοίχως να υπάρχει κι ο όρος "Ανδροκτονία", για να υπάρχει ισότητα. Το ζήτημα βέβαια είναι πως ένας όρος δημιουργείται όταν υπάρχει λόγος να δημιουργηθεί. Στην περίπτωσή μας, βλέπουμε ότι, ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις, γυναίκες δολοφονούνται πολύ συχνότερα από άνδρες μετά από σεξουαλική παρενόχληση, κακοποίηση ή ενδοοικογενειακή βία.
   Οπότε εδώ δεν τίθεται ζήτημα ισότητας. Ο όρος αυτός αναδύεται για να περιγράψει ένα υπαρκτό φαινόμενο, να το κρατήσει στην επιφάνεια της συλλογικής μνήμης και να ευαισθητοποιήσει την κοινωνία υπέρ αυτού. Το οξύμωρο είναι ότι οι θιασώτες του όρου αυτού είναι αυτοί που θα ήθελαν να πάψει το φαινόμενο, άρα και η χρήση του όρου, ενώ οι πολέμιοι αυτού αδυνατούν να δουν το φαινόμενο ως πραγματικό, άρα διαιωνίζουν το ίδιο αλλά και την ανάγκη χρήσης του όρου.
   Το δεύτερο μεγάλο αντεπιχείρημα είναι πως ο όρος αυτός υποβιβάζει τις γυναίκες, διότι διαχωρίζει τη δολοφονία γυναικών από την ανθρωποκτονία. Φυσικά, αυτή η λογική είναι σαθρή: ο όρος "γυναικοκτονία" είναι υποσύνολο του γενικού όρου "ανθρωποκτονία" και δεν έρχεται σε αντίθεση με αυτόν. Αντίστοιχοι όροι, όπως "παιδοκτονία", "βρεφοκτονία", "πατροκτονία", "αδελφοκτονία" κλπ. χρησιμοποιούνται ανέκαθεν για να περιγράψουν εγκλήματα ειδεχθή, χωρίς ανάλογη συζήτηση. Κι αυτό φανερώνει πολλά.
 Φανερώνει για αρχή πως οι πολέμιοι του όρου θέλουν να δείχνουν ευαισθητοποιημένοι, μόνο που το κάνουν με ανάρμοστο τρόπο. Πρώτον, και μόνο αυτός ο ανηλεής και ατελείωτος πόλεμος με τον όρο δείχνει μια ενοχή. Ο πολέμιος του όρου στέκεται εξ ορισμού απέναντι στη γυναίκα, διότι δε θέλει να αναγνωρίσει το φαινόμενο. Όμως επειδή δε θα μπορούσε να κρίνει σαν ανύπαρκτο το φαινόμενο, πασχίζει να το κουκουλώσει. Κι αυτή η προαναφερθείσα ενοχή φανερώνει πως βλέπει τη γυναίκα σαν απειλή, φοβούμενος πως η αλλαγή της υπάρχουσας κατάστασης θα υποβιβάσει τη δική του θέση στην κοινωνία.
   Δεύτερον, η άρνηση του φαινομένου αυτού, ευθεία ή συγκαλυμμένη, δείχνει μια συνολική τάση της κοινωνίας να καλύπτει τη λερωμένη φωλιά της και μάλιστα με έναν τρόπο ακόμα πιο δύσοσμο. Γίνεται μια προσπάθεια ενοχοποίησης του θύματος, των χαρακτηριστικών του, των πράξεών του, των γραπτών του (μιας και δημοσιοποιούνται προσωπικές σημειώσεις ημερολογίου, πέρα από κάθε δημοσιογραφική δεοντολογία) αλλά και ταυτόχρονα ένα ξέπλυμα του θύτη, σε ρυθμούς συστηματικούς και μανιώδεις. Η ίδια η κοινωνία τάσσεται υπέρ του θύτη, όπως φανερώνουν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Κι επειδή αυτό δεν μπορεί να γίνει ανοιχτά (να ειπωθεί δηλαδή πως η δολοφονία αυτή είναι δικαιολογημένη και επικροτείται), υπάρχει η συνεχής τάση αντιστροφής των ρόλων, όπου ο θύτης βαφτίζεται θύμα και το θύμα θύτης. "Κάτι θα του έκανε, δεν μπορεί", "ήταν πολύ καλό παιδί και δεν είχε δώσει δικαιώματα", είναι λεγόμενα που συνηθίζονται σε τέτοιες περιπτώσεις. 
   Ολόκληρη η κοινωνία πέφτει διαρκώς από τα σύννεφα, συγκλονίζεται από τα συσσωρευμένα "μεμονωμένα περιστατικά" και κλαίει περισσότερο για τον θύτη παρά για το θύμα. Ο λόγος είναι απλός: στον θύτη βλέπει να καθρεφτίζεται ο εαυτός της κι αυτή την εικόνα θέλει να τη σβήσει από τη συλλογική μνήμη. Η κοινωνία προτιμά να αρνείται τις δολοφονίες γυναικών, για να μην ανασκαλευτούν τα αίτια που οδηγούν σε αυτές. Έχει περάσει όμως ο καιρός που οι όροι "έγκλημα πάθους" και "έγκλημα από αγάπη" μπορούσαν να ωραιοποιούν μια κατάσταση δύσοσμη και να γίνονται αποδεκτοί. Ο καθρέφτης της κοινωνίας πρέπει να μείνει εκεί, να δείχνει το άσχημο πρόσωπό της κάθε ώρα και στιγμή, μέχρι η ίδια η κοινωνία να κοιτάξει κατάματα το πρόβλημα, είτε το θέλει είτε όχι. Για να μείνει αυτός ο καθρέφτης υψωμένος, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως οι γυναίκες δολοφονούνται επειδή υπάρχουν, επειδή θεωρούνται ιδιοκτησία των ανδρών κι επειδή η συντηρητική τάση κυριαρχίας του ανδρικού φύλου πάνω στο γυναικείο είναι συνολικό φαινόμενο κι όχι μεμονωμένο περιστατικό. Οπότε θα λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Μέχρι να πάψουν να δολοφονούνται γυναίκες από παρενοχλητές, βιαστές, συζύγους και συγγενείς που τις θεωρούν κτήμα τους, θα μιλάμε για γυναικοκτονίες. Παράλληλα, θα ευχόμαστε να πάψει το φαινόμενο, για να πάψει και η ανάγκη χρήσης του όρου.

Σάββατο 5 Ιουνίου 2021

"Η αυτοέκδοση είναι μονόδρομος" - Συνέντευξη με τον συγγραφέα Γιάννη Τοτονίδη

Με τον Γιάννη Τοτονίδη είχα τη χαρά να γνωριστώ σε έναν πρωινό κυριακάτικο καφέ στη Θεσσαλονίκη. Από την αρχή μου έδωσε την εντύπωση ότι είναι ένας άνθρωπος κατασταλαγμένος, γαλήνιος και ανοιχτόμυαλος. Μη γελιέστε όμως! Τα Δέκα Διαταραγμένα Διηγήματα είναι από τις γνησιότερες ιστορίες τρόμου που έχω διαβάσει και παίζουν με τον εγγενή τρόμο, αυτόν που γεννιέται από τα πιο αρχέγονα ανθρώπινα ένστικτα. Όσο για το Ε.Μ.Ο., το νέο αυτό έργο είναι ακόμα ένα μυστήριο. Ας πάμε να λύσουμε αυτό αλλά και τα υπόλοιπα σε μια συζήτηση πολλά υποσχόμενη! 


1.       Γιάννη, σε καλωσορίζω στις Σκυλοσοφίες. Για αρχή, πες μας δυο λόγια για σένα.

Είμαι ένα multi ανήσυχο άτομο.


2.       Ποια είναι η μέχρι τώρα συγγραφική σου πορεία;

Φτωχότατη. Άργησα να το αποφασίσω.



3.       Γιατί επέλεξες/θέλησες τα Δέκα σου Διηγήματα να είναι Διαταραγμένα;

Δεν το επέλεξα/θέλησα εγώ, αλλά αυτά. Ήθελα να τα πω “Καταραμένα”, αλλά ευτυχώς, γιατί θα είχαμε πρόβλημα μεταξύ μας.

 

4.       Τι είναι το Ε.Μ.Ο; Ποια ανάγκη σε ώθησε να γράψεις γι’ αυτό;

Δε μου αρέσουν οι εφαρμογές κ προσπαθώ να μην έχω στο κινητό μου πέρα από τις απαραίτητες. Εκείνο που μου προκάλεσε τεράστια εντύπωση είναι το γεγονός ότι κάθε φορά που κατεβάζεις μία, ακόμη κ αν πρόκειται π.χ. για app μαγειρικής, σε ρωτάει το ίδιο ακριβώς: “επιτρέπεις στο app να έχει πρόσβαση στις Επαφές, στις Φωτογραφίες, στα Βίντεο, στο Μικρόφωνό σου;”. Είναι τόσο ανατριχιαστικό αυτό! Γιατί μια εφαρμογή, για να λειτουργήσει, πρέπει να έχει πρόσβαση στα προσωπικά μου αρχεία; Δεν έχω δει κανένα πρόγραμμα online στον υπολογιστή (και χρησιμοποιώ πάρα πολλά) να μου ζήτησε την παραμικρή πρόσβαση κάπου. Ήταν, λοιπόν, θέμα χρόνου να αναρωτηθώ: “τι θα γινόταν, αν μια εφαρμογή για να λειτουργήσει, ζητούσε πρόσβαση στην καρδιά κ στο μυαλό μας;”. Είμαι σίγουρος ότι θα της το επιτρέπαμε. Και τότε γεννήθηκε η ιδέα του Ε.Μ.Ο. που θα πρέπει να σημειώσω πως είναι νουβέλα.

 


5.       Γιατί προτίμησες την αυτοέκδοση; Τι έχεις δει στον ελληνικό συγγραφικό χώρο;

Η αυτοέκδοση είναι μονόδρομος. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι εγώ έχω την ιδέα, το κείμενο, εγώ πληρώνω τον εκδοτικό οίκο και τελικά να μου αναλογεί το ελάχιστο ποσοστό, ενώ το μεγαλύτερο το μοιράζεται αυτός με το βιβλιοπωλείο. Κυρίως, όμως, είναι μονόδρομος για τα δικαιώματα. Σε παραμυθιάζουν ότι τα πνευματικά δικαιώματα είναι δικά σου, αλλά αν προκύψει κάποια συμφωνία για ταινία ή τηλεόραση, έχουν κι από εκεί ένα σημαντικό ποσοστό, ενώ δεν κάνουν ΤΙΠΟΤΕ για να σε βοηθήσουν, ως προς αυτό. Εδώ δεν κάνουν τίποτε για να σε διαφημίσουν, όταν εκδοθεί το βιβλίο. Όπως θα έχεις διαπιστώσει κι ο ίδιος, η διαφήμιση γίνεται λίγο πριν και λίγο μετά την κυκλοφορία, γιατί έπονται τα επόμενα προϊόντα τους. Στην ουσία, τη διαφήμιση την κάνεις ο ίδιος με διάφορους τρόπους.

 

6.       Πώς διαφημίζεις και προωθείς το έργο σου;

Παλιά μου άρεσε ο διαφημιστικός χώρος και με μάγευαν τα μότο που χρησιμοποιούσαν οι διαφημιστές. Μια τόσο μικρή φράση να περιέχει το ουσιαστικό θέμα του προϊόντος! Ασχολήθηκα, χωρίς να εμπλακώ με το επάγγελμα, αλλά μου έμεινε. Τώρα, το χρησιμοποιώ για τον εαυτό μου. Σε διάφορες μορφές (γραπτές, βίντεο, φωτογραφίες).

 

7.       Ποιο είναι το πιο ενδιαφέρον σημείο σε μια συγγραφική δουλειά, κατά τη γνώμη σου;

Το ταξίδι μέχρι την ολοκλήρωσή της. Η μαγεία του να βυθίζεσαι στον κόσμο του ήρωά σου, να συμπάσχεις, να σκέφτεσαι, να απογοητεύεσαι, να παλεύεις, να ζεις και να σκέφτεσαι μαζί του. Για όσο διάστημα διαρκεί η συγγραφή δίνεις ένα μαγικό εισιτήριο στον εαυτό σου, να ζήσει και να συναναστραφεί με πρόσωπα κ καταστάσεις, που δε θα είχε ποτέ την ευκαιρία στον πραγματικό κόσμο. Προσωπικά, δε μου αρέσουν τα ταξίδια, οι διακοπές και όλα αυτά που ακούω να είναι ουσιαστικά για πολλούς. Μου αρέσει να χώνομαι στην “σπηλιά” μου και να γράφω ιστορίες.

 

8.       Τι είναι αυτό που σε προβληματίζει στον χώρο των συγγραφέων και των αναγνωστών;

Για να είμαι ειλικρινής, δε με προβληματίζει τίποτε. Είμαι ένας απλός παρατηρητής. Παρατηρώ ότι είναι πάρα πολλοί που γράφουν, που έχουν ωραίες ιδέες, ωραίες ιστορίες. Από τη μια είναι λογικό. Η τεχνολογία απλοποίησε καταστάσεις και τώρα εύκολα μπορείς να εκδώσεις με τη βοήθεια ενός εκδότη. Παλιά ήταν λιγότεροι οι εκδότες και πολύ πιο αυστηρά τα κριτήρια. Επίσης, οι συγγραφείς δε γράφουν μόνο, αλλά διαβάζουν. Άρα επηρεάζονται, φιλτράρουν και αφομοιώνουν τα θετικά στοιχεία είτε Ελλήνων είτε ξένων συγγραφέων. Το κακό είναι ότι οι αναγνώστες δεν είναι πολλοί και είναι δύσπιστοι ως προς τους νέους συγγραφείς. Είναι πολύ μικρό το ποσοστό ανάγνωσης βιβλίων, αλλά όσοι διαβάζουν, διαβάζουν αρκετά. Αυτά δεν είναι δικά μου συμπεράσματα, αλλά στυγνή στατιστική. Κι εάν σκεφτείς ότι ο χώρος που κινούμαι εγώ έχει πολύ μικρό μερίδιο ανάγνωσης, είμαι κατασταλαγμένος στον αριθμό των αντιτύπων που θα πουληθούν. Γι’ αυτό, οι κύριες προσπάθειές μου είναι το εξωτερικό. Είναι βέβαια δύσκολα, αλλά κανείς δε με εμποδίζει να έχω τέτοιους στόχους. Κάθε βιβλίο μου μεταφράζεται κ ανεβαίνει στο Άμαζον, ενώ συνοδεύεται κι από διαφημιστική εκστρατεία. Τελευταία, μια φίλη με βοήθησε και στοχεύω πλέον στην Αμερική, αφού οι ιστορίες μου έχουν πιο αναγνωρίσιμες συμβάσεις με αυτό το κοινό.

 


9.       Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια; Τι περιμένεις και τι ελπίζεις;

Πρόσφατα ολοκλήρωσα το μεταπτυχιακό μου στην κατεύθυνση “Σενάριο Κινηματογράφου & Τηλεόρασης”, στη Σχολή Καλών Τεχνών, Τμήμα Κινηματογράφου του Α.Π.Θ. Όπως καταλαβαίνεις, τα σχέδιά μου σχετίζονται άμεσα με αυτό. Ήδη έχω ετοιμάσει μια αστυνομική σειρά ενός καταξιωμένου Έλληνα συγγραφέα και μετά από διάφορες καταθέσεις προτάσεων σε εταιρείες παραγωγής, εδώ και καιρό, είμαστε πολύ κοντά σε συζήτηση με ένα τηλεοπτικό κανάλι. Είναι όλα πρώιμα, τίποτε τετελεσμένο, οπότε αυτό είναι σαν να μη γίνεται. Δεν είναι εύκολα τα πράγματα. Αντίθετα, θα έλεγα ότι στον τηλεοπτικό χώρο όλα είναι αμείλικτα. Όταν κάποιος επενδύει αρκετές χιλιάδες ευρώ, πρέπει το “προϊόν” σου να είναι ελκυστικό και να είναι σίγουρος ότι θα βγάλει από αυτό τουλάχιστον τα διπλάσια. Είναι εντελώς διαφορετική τεχνική το Σενάριο, αλλά με βοήθησε πολύ στη συγγραφική μου τεχνική και σκέψη.

 

10  Υπάρχει κάτι για το οποίο δε ρωτήθηκες αλλά θα ήθελες να μιλήσεις;

Θεωρώ πως όχι. Εξάλλου, μου αρέσει να μιλώ με πράξεις κι όχι τόσο με λόγια. Δράττοντας, όμως, την ευκαιρία θα ήθελα να σε ευχαριστήσω για τη σκέψη και την κίνηση γι’ αυτή τη συζήτηση. Αυτό που έχω να πω είναι ότι κατά διαστήματα διοργανώνονται κάποιοι διαγωνισμοί διηγημάτων, αλλά αυτοί οι διοργανωτές δεν έχουν προβάλει ποτέ, έστω τους νικητές. Κάποιοι εκδίδουν βιβλίο με τα νικητήρια διηγήματα, κάποιοι όχι. Το ζητούμενο είναι ότι θα έπρεπε με κάποιον τρόπο οι νικητές, που σημειωτέον είναι φερέλπιδες συγγραφείς, να προβληθούν, να τους γνωρίσει ο κόσμος. Προσωπικά, μέσα σε ένα χρόνο έλαβα μέρος σε εννιά διαγωνισμούς με οκτώ διηγήματα. Σε έναν δε διακρίθηκα κι εκείνο το διήγημά μου διακρίθηκε σε άλλον. Σε κάποια άλλη χώρα, κάποιος εκδότης θα έδειχνε ενδιαφέρον. Εδώ είμαι σίγουρος ότι ούτε καν ενημερώνονται για διαγωνισμούς και διακρίσεις. Χάρηκα, λοιπόν, πολύ που από μόνος σου είχες αυτήν την σκέψη και σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Εύχομαι πολλές καλές συνεντεύξεις στις Σκυλοσοφίες...



Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

Πάνος Βλάχος - Μαθήματα Ζωής

Πάνος Βλάχος

Υπάρχουν άνθρωποι πολυτάλαντοι. Όταν αφοσιώνονται στην τέχνη τους, το αποτέλεσμα είναι ξεχωριστό. Έπειτα, ανακαλύπτεις ότι έχουν περισσότερα ταλέντα από το ένα αυτό. Στο συγκεκριμένο τραγούδι και βίντεο, είδα τον Πάνο Βλάχο σε μια μοναδική ερμηνεία. Πέρα από ηθοποιός, είναι ικανοποιητικός και στα φωνητικά. Επίσης, οι χορευτικές του κινήσεις είναι αντιπροσωπευτικές του τι διαδραματίζεται και βγάζουν συναίσθημα. Σε συνδυασμό με τις εκφράσεις του προσώπου του, δημιουργούν ένα αποτέλεσμα ιδιαίτερο. Και μετά, μαθαίνεις πως έγραψε ο ίδιος τους στίχους. Νομίζω πως αξίζει ένα άρθρο γι' αυτούς, ακόμα κι αν η ερμηνεία μου πέσει έξω.

Ζωή

μπορώ να σου μιλήσω κάτι να σε ρωτήσω και θα σ’ αφήσω θέλω να μου κάνεις μαθήματα ζωής να μου μάθεις πώς να ζεις να μην με προσπερνά κανείς Αυτό θέλω να ερωτευτώ χωρίς να λερωθώ μην βαρεθώ και στεναχωρηθώ να ηγηθώ χωρίς να παρεξηγηθώ
Οι στίχοι ξεκινούν με μια προσωποποίηση. Η ίδια η Ζωή παρουσιάζεται σαν μια δασκάλα, στην οποία προστρέχει ο αδαής νεαρός για να λάβει μαθήματα. Διστακτικά, καθώς η Ζωή στο μυαλό του είναι μάλλον μια ντίβα που δε σηκώνει πολλά-πολλά. Η ίδια του η σκέψη και παρουσίαση, επιτρέπει τη σαρκαστική ερμηνεία, κάτι που φαίνεται καλύτερα παρακάτω. Τη σαρκαστική αυτή προσέγγιση θα την καταγράφω με διαφορετικό χρώμα, όπου την εντοπίζω να ξεχωρίζει από την κυριολεκτική ερμηνεία.. Οι επιθυμίες του συγκεκριμενοποιούνται αμέσως μετά. Ο νεαρός είναι φιλόδοξος (να μην με προσπερνά κανείς), ρομαντικός (Αυτό θέλω να ερωτευτώ) και ιδιαίτερα ευαίσθητος ή φυγόπονος (χωρίς να λερωθώ / μην βαρεθώ και στεναχωρηθώ). Τέλος, ένας ονειροπόλος ιδεολόγος, που θα ήθελε να ζει σ' έναν καλύτερο κόσμο (να ηγηθώ χωρίς να παρεξηγηθώ).

Μαντάμ θέλω να γλιτώσω απ' τα αισθηματικά σαρδάμ να γίνω σαμποτέρ σε ασανσέρ που πάει μόνο πάνω να μάθω να μην χάνω το πρωί θα 'μαι μποξέρ που ειδικεύεται στα χάδια μακιγιέρ θα 'μαι τα βράδια θα 'χω νεσεσέρ με κοντέρ που μετράει πληγές κρύβει μελανιές
Αμέσως μετά φανερώνει τις αδυναμίες του (θέλω να γλιτώσω απ' τα αισθηματικά σαρδάμ) και μέσα στον γρήγορο ρυθμό του, κοινοποιεί τους ευσεβείς πόθος του. "να γίνω σαμποτέρ σε ασανσέρ / που πάει μόνο πάνω", όπου φαντάζομαι πως εννοεί την αέναη και ανεξέλεγκτη (οικονομική άραγε; ) ανάπτυξη, καθότι μοιάζει τρομακτική. Αν το εκλάβουμε σαρκαστικά/ειρωνικά, μπορεί να φανερώνει τη ζηλοφθονία των ανθρώπων, που ενοχλούνται από την εξέλιξη των άλλων και βάζουν στόχο τους να καταστρέψουν κάποιον επιτυχημένο.
Η αθώα του σκέψη ακολουθεί (το πρωί θα 'μαι μποξέρ που ειδικεύεται στα χάδια), ενώ αμέσως παρακάτω αφουγκράζεται τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα της κακοποίησης, τα οποία θα ήθελε να σβήσει. Αλλιώς, ίσως υποδηλώνει πως οι άνθρωποι δεν έχουν πρόβλημα με την ίδια την κακοποίηση αλλά μόνο με τη δημοσιοποίησή της (κρύβει μελανιές για να γλιτώσει τις συνέπειες).

σωφέρ σε τρακτέρ χωρίς αμορτισέρ θέλω να γίνω μοντέρ να σε βάλω ζωή σε σειρά μια τελευταία φορά ν’ ακούσω κάτι που να μ’ αφορά
Εδώ φαίνεται η παιδική και ονειροπόλα του προσέγγιση (σωφέρ σε τρακτέρ χωρίς αμορτισέρ) καθώς οι ρίμες σε -έρ συνεχίζονται σ' ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο.
Η ιδέα του μοντέρ της ζωής είναι ιδιαίτερα γοητευτική, καθώς ο καθένας μας θα ήθελε να μπορεί να έχει τη ζωή (τη δική του ή γενικότερα) υπό έλεγχο. Ειρωνικά, μπορεί να δείχνει την απέλπιδη προσπάθεια του ανθρώπου να ελέγξει την ανεξέλεγκτη ζωή, προκειμένου να γευτεί για λίγο τον καρπό που θα θρέψει τον εγωισμό του (ν' ακούσω κάτι που να μ' αφορά).

Θέλω να με μάθεις να δίνομαι να γίνομαι το κάτι άλλο θέλω να κάνω σάλο να με λεν μεγάλο στη μικρή οθόνη ζωή πληρώνει αυτό που σε πληγώνει θέλω να 'μαι αυτό που με πορώνει ένα πιόνι στην αγχόνη που στο τέλος τη γλιτώνει
Η ανάγκη του να δοθεί κάποιος, χωρίς φρένα και στεγανά, παρουσιάζεται παρακάτω. Άνθρωποι που δεν έχουν μάθει να ζουν έτσι (άβγαλτοι ή καχύποπτοι, που έχουν μάθει να ζούνε με τον φόβο; ) αλλά και άνθρωποι που έχουν πληγωθεί και πρέπει να ξαναμάθουν να δίνονται, σε έναν αγώνα να χτίσουν ξανά την εμπιστοσύνη προς τους ανθρώπους.
Έπειτα, είναι η ανάγκη για μια θέση στον ήλιο (να γίνομαι / το κάτι άλλο / θέλω να κάνω σάλο / να με λεν μεγάλο στη μικρή οθόνη), η οποία παρουσιάζεται αφειδώς. Ειδάλλως, η ματαιοδοξία.
Τέλος, έχοντας συναίσθηση των παθών του, αναφέρεται στην ανάγκη μας να καταπιανόμαστε και να αναζητούμε πράγματα, ανθρώπους ή καταστάσεις που μας πληγώνουν (πληρώνει αυτό που σε πληγώνει). Στην επιθυμία του να γίνουμε η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας (θέλω να 'μαι αυτό που με πορώνει), αλλά και στο να αποφεύγουμε τα μοιραία λάθη και τα αδιέξοδα, παρά τις αδυναμίες μας (ένα πιόνι στην αγχόνη που στο τέλος τη γλιτώνει).

Θέλω να μου κάνεις μαθήματα ζωής να με καταλάβεις κι αλήθεια να μου πεις
Το ρεφρέν είναι στην ουσία μια παράκληση. Δείχνει αδυναμία, καθώς παρακαλάει για γνώση και κατανόηση, αλλά και δύναμη, μιας και είναι αποφασισμένος να μάθει την αλήθεια, χωρίς φίλτρα.
Άλα! Αλλά; Ζητάω πολλά; Θέλω να γίνω ποίηση χωρίς συνείδηση εύκολα, ξέκωλα ξεκόλλα κι άκου δεν μπορώ να μην σε σκέφτομαι δεν μπορώ και να σε σκέφτομαι
Το δεύτερο μέρος είναι αρκετά πιο βαθύ από το πρώτο. Θα έλεγα πως, μιας και το ίδιο το καλλιτέχνημα μιλάει για τη ζωή, όλη η ροή είναι η χρονική περίοδος της ζωής, από την αρχή προς το τέλος της. Εδώ βλέπουμε τα συναισθηματικά αδιέξοδα ενός νέου ενήλικα.
Σε μια ηλικία που βιάζεται και θέλει πολλά, που θέλει ποιότητα αλλά και απλότητα, που ζητά την αποστασιοποίηση από τη ζωή αλλά και την επαφή μαζί της. Εναλλακτικά, μπορούμε να δούμε τη νεότητα ως μια ηλικία με ροπή προς την έλλειψη ποιότητας και με τάσεις χυδαιότητας.
ναι σου ζητάω χάρη έχω διπλοπαρκάρει το εγώ μου στο άπειρο σε θέση για συναισθηματικά ανάπηρο

Οι επόμενοι στίχοι είναι πραγματική ποίηση, στα μάτια μου. Δύσκολα ερμηνεύσιμοι. Σε μια προσπάθεια ερμηνείας, θα έλεγα πως το διπλοπαρκάρισμα του εγώ στο άπειρο σημαίνει μια διαφορετική θέαση του εαυτού μας κατά τη διάρκεια της ενηλικίωσης, η οποία απαιτεί να πατάμε τα όριά μας, φτάνοντας μέχρι και την παραβατικότητα. Αυτό πολλάκις απαιτεί να μπούμε στη θέση όσων διαφέρουν από εμάς, προσπαθώντας να φτάσουμε στην αυτογνωσία (σε θέση για συναισθηματικά ανάπηρο).
Αλλιώς, ο συνεχής κι ανοιχτός αγώνας για την υπερίσχυση έναντι των άλλων (διπλοπαρκάρισμα), μια συνήθης τάση της νεότητας, απαιτεί εγωισμό, ίσως και αλαζονεία (το εγώ μου στο άπειρο). Αυτό προϋποθέτει ισχυρογνωμοσύνη αλλά και περιφρόνηση των απόψεων των άλλων, σε μια έξαρση επαναστατικότητας (σε θέση για συναισθηματικά ανάπηρο). τον κόσμο όλο γύρισα και μυρωδιά καμία στην Λαμία πότε θα 'ρθεις; στα κλαρίνα Αύγουστο μήνα πίσω απ’ την εκκλησιά θα στα μάθω ούλα ουρλιάζει η γουρουνοπούλα απάν στην Λαμαρίνα φίνα! έλα και με θέρισε η πείνα με κινόα κανείς δεν έκανε κομπίνα το δάκρυ πνίχτο και κρύφτο Ηλία ρίχτο και δεν θα το μάθουν στην Αθήνα
Στο σημείο αυτό δε χωράει παρερμηνεία. Κατακρίνει τα κακώς κείμενα της ελληνικής παράδοσης και την έλλειψη επιπέδου (κλαρίνα), χυδαιότητα (πίσω απ’ την εκκλησιά θα στα μάθω ούλα), καθώς και τη λαιμαργία, που στερεί τη ζωή από τα ζώα για να ικανοποιήσει τις ορέξεις μας (ουρλιάζει η γουρουνοπούλα, έλα και με θέρισε η πείνα / με κινόα κανείς δεν έκανε κομπίνα).
Τέλος, καταδεικνύει την αδιαφορία και την απάθεια των ανθρώπων προς τα κοινωνικά ζητήματα (το δάκρυ πνίχτο και κρύφτο).
Συνεχίζοντας, όμως, την ερμηνεία του έργου ως θέαση της ζωής, μπορώ να το ερμηνεύσω ως τη φάση της ηλικίας των τριάντα, όπου η επαναστατικότητα μετατρέπεται σε χαλάρωση, βόλεμα και μια επιστροφή προς την όποια παράδοση, ανάγκη για την οποιαδήποτε κοινωνικοποίηση και την ανάλογη απάθεια προς όποια ζητήματα έκαιγαν τον νεανικό εαυτό μας.
Μια τρελή θεωρία, η οποία δε νομίζω πως ήταν στο μυαλό του στιχουργού, είναι η εξής: πως, σε αυτή τη στιγμή γίνεται αναφορά στα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. 1: Οκνηρία (στα κλαρίνα / Αύγουστο μήνα). 2. Λαγνεία (πίσω απ’ την εκκλησιά θα στα μάθω ούλα). 3. Λαιμαργία (ουρλιάζει η γουρουνοπούλα). 4. Απληστία (με κινόα κανείς δεν έκανε κομπίνα). 5. Φθόνος (το δάκρυ πνίχτο και κρύφτο). 6. Οργή (Ηλία ρίχτο). 7. Υπεροψία (και δεν θα το μάθουν στην Αθήνα). Μάλλον παρατραβηγμένο αλλά άξιζε να το γράψω!
θα σου 'χω στην ποδιά πανέρια για να φύγει η μιζέρια ό,τι θέλεις θα σου δώσω δεν θα σε προδώσω ποτέ πότε;
Ακολουθούν τα τάματα προς την προσωποποιημένη Ζωή. Μεγάλα λόγια, κούφια μάλλον, που αρμόζουν πάλι στον φιλόδοξο νέο ενήλικα. Μαζί και η υπόσχεση που μάλλον δε θα τηρηθεί ποτέ. Αν ήταν να τηρηθεί, δε θα υπήρχε η ανάγκη να ειπωθεί ρητά.
Πότε-πότε θα σου γράφω και σουξέ ο λαός τραγούδι θέλει ψέματα και τσιφτετέλι θα χειροκροτήσω με αντρίλα την ξεφτίλα θα 'χω βάλει και αρβύλα ε, ρε νίλα μίλα με τόσο φως γιατί δεν φεύγει η μαυρίλα;
Η κατάκριση της ελληνικής νοοτροπία συνεχίζεται, πλέον ανοιχτά (ο λαός τραγούδι θέλει ψέματα και τσιφτετέλι). Τονίζεται η εμμονή με την αρρενωπότητα (θα χειροκροτήσω με αντρίλα την ξεφτίλα), τον μιλιταρισμό (την ξεφτίλα θα 'χω βάλει και αρβύλα) και την απέλπιδη προσπάθεια του συντηρητικού σαραντάρη να κατανοήσει γιατί όλα πάνε στραβά (ε, ρε νίλα / μίλα / με τόσο φως γιατί δεν φεύγει η μαυρίλα; ).
Θέλω να μου κάνεις μαθήματα ζωής να με καταλάβεις κι αλήθεια να μου πεις πιστεύω ναι πιστεύω στις φήμες στις εύκολες ρίμες πιστεύω και νηστεύω ληστεύω το σόι μου θα 'ταν αγένεια έξω από την οικογένεια λέω ψέματα για το μπόι μου εντάξει ζωή δεν είμαι ένα ενενήντα και μια φορά σε είπα Λίντα λάθος φταίει το πάθος που τα μπερδεύω και αγριεύω όχι στο αφεντικό σε κάνα νηστικό πακιστανό κάνω τον τρανό σανό δεν τρώω εγώ είμαι υπερήφανος που είμαι Ελλλοχίμ πριμ θα πάρω μοναχός μου που βγήκα δεύτερος κι άλλος κανείς δεν έτρεχε εμπρός μου Παρακάτω δίνεται η ακόμα μεγαλύτερη κατάπτωση του ενήλικα. Μου μοιάζει σαν να αναφέρεται στην ηλικιακή κατηγορία των πενήντα. Αναφέρεται στα κοινά μοτίβα της συνωμοσιολογίας (πιστεύω στις φήμες), της έλλειψης ποιότητας (στις εύκολες ρίμες), στη θρησκοληψία (πιστεύω και νηστεύω), στην κουτοπονηριά και μοχθηρία (ληστεύω το σόι μου), με την ανάλογη ειρωνεία (θα 'ταν αγένεια / έξω από την οικογένεια). Αναφέρει τα συμπλέγματα κατωτερότητας που εμφανίζονται (λέω ψέματα για το μπόι μου), την απάτη (και μια φορά σε είπα Λίντα / λάθος) με την ανάγκη συγκάλυψης (φταίει το πάθος). Έπειτα, σαρκάζει τον ρατσισμό, που έρχεται μαζί με δουλοπρέπεια προς τους δυνατούς (τα μπερδεύω και αγριεύω / όχι στο αφεντικό / σε κάνα νηστικό πακιστανό / κάνω τον τρανό). Ταυτόχρονα, κοροϊδεύει τη νοοτροπία του άμυαλου που νιώθει παντογνώστης (σανό δεν τρώω εγώ), του εθνικιστή που κρύβεται πίσω από την έννοια του πατριωτισμού (είμαι υπερήφανος που είμαι Ελλ...ηνας; ) και που στην πραγματικότητα πιστεύει στα πιο γελοία παραμύθια (Ελλλοχίμ) και ενώ κόπτεται για την ανωτερότητά του, στην ουσία γνωρίζοντας πως είναι κατώτερος, χρησιμοποιεί την κουτοπονηρία για να κερδοσκοπήσει (πριμ / θα πάρω μοναχός μου / που βγήκα δεύτερος).

τέτοια χώρα εγώ δεν είδα τέτοια όμορφη πατρίδα κι ο θεούλης ο δικός μου ο καλύτερος του κόσμου κι η καλύτερη η ράτσα η μελαχρινή μου φάτσα ταράτσα μπουγάτσα και ντρόγκα Ζητείται vegan παππάς για μαθήματα γιόγκα
Εδώ ενισχύεται η παραπάνω κατηγορία, καθώς τα συμπλέγματα κατωτερότητας υπερτονίζονται με τον τοπικισμό (τέτοια χώρα εγώ δεν είδα / τέτοια όμορφη πατρίδα, ), τη θρησκευτική ανάγκη του να νιώθουμε ο περιούσιος λαός (κι ο θεούλης ο δικός μου / ο καλύτερος του κόσμου) χωρίς φυσικά να υπάρχει δείγμα αυτοκριτικής ή αυτογνωσίας (κι η καλύτερη η ράτσα / η μελαχρινή μου φάτσα).
Η τρολιά που ακολουθεί ίσως είναι το αντιστάθμισμα για όλα τα παραπάνω. Δεν ξέρω για τον Πάνο Βλάχο, εγώ θα τη χρειαζόμουν πάντως.
Θέλω ένα τραγούδι χωρίς τραύμα μια συμμετοχή σε θαύμα θέλω να αλλάξω τον κόσμο αρκεί να μην αλλάξω εγώ. Ε, ας αλλάξει ο κόσμος Ζητείται διανοούμενος που θέλει να εφαρμόσει τις ιδέες του
Η νοοτροπία αυτή συνεχίζεται. Εδώ μου έρχεται στον νου η ηλικία των εξήντα, με την κακή ελληνική νοοτροπία να χειροτερεύει. Η αντιπροσωπευτική μουσική είναι ένας αδιάκοπος νταλκάς (Θέλω ένα τραγούδι χωρίς τραύμα), η θρησκευτική υστερία δεσπόζει (μια συμμετοχή σε θαύμα) και ο υπέρμετρος εγωισμός που δείχνει και μια έλλειψη επίγνωσης της πραγματικότητας (θέλω να αλλάξω τον κόσμο / αρκεί να μην αλλάξω εγώ. / Ε, ας αλλάξει ο κόσμος) έχει την τιμητική του. Παράλληλα, σαρκάζεται και η έννοια του διανοούμενου, που είναι πολύ καλός στη θεωρία αλλά δε διατίθεται να κάνει καμία πρακτική εφαρμογή (Ζητείται διανοούμενος που θέλει να εφαρμόσει τις ιδέες του).
Θέλω να μου κάνεις μαθήματα ζωής κι εγώ θα σε πληρώσω όσο-όσο να μου μάθεις για τον Osho, ωστόσο θέλω να διαλογιστώ με τον Χριστό, χτες απάτησα με τ’ αμάξι μια Αγία αδικία ή διαολεμένη συγκυρία σήμερα βρήκε ο Θεός να κάνει απεργία;
Είναι η σειρά της γεροντικής ηλικίας. Η απελπισμένη ανάγκη για σωτηρία οδηγεί στα μονοπάτια των σοφών (κι εγώ θα σε πληρώσω όσο-όσο / να μου μάθεις για τον Osho), αλλά πάντα με την ανάγκη του υπερήλικα να γίνονται όλα με τους δικούς του όρους (ωστόσο / θέλω να διαλογιστώ με τον Χριστό), αν και οι δικοί του όροι δεν είναι κάτι που πιστεύει ειλικρινά (χτες απάτησα με τ’ αμάξι μια Αγία). Η ευθυνοφοβία συμβαδίζει φυσικά και το φταίξιμο (μιας ζωής γεμάτης "αδικίες" ίσως; ) ρίχνεται σε έννοιες αόριστες (αδικία ή διαολεμένη συγκυρία / σήμερα βρήκε ο Θεός να κάνει απεργία; )
Δε φταίω εγώ το σύστημα φταίει κόβει και τα μοιράζει δικάζει διχάζει Δε φταίω εγώ ο άλλος όχι ο δικός μου ο κάλος θέλω να νικήσω το κατεστημένο, το κλεμμένο, το χαμένο, το καμένο
Εδώ, στο προτελευταίο σημείο του έργου, ανιχνεύω παράπονα και αξίες που διέπουν όλες τις ηλικίες. Από την άλλη, μοιάζει με τελικό απολογισμό καθώς ο άνθρωπος έρχεται πια αντιμέτωπος με την ίδια τη Ζωή στο τέλος της πορείας του. Η ανάγκη να αποδείξει κάποιος πως δε φταίει (Δε φταίω εγώ) διότι φταίει κάποια άλλη δύναμη, ανώτερη απ' τον ίδιο (το σύστημα φταίει / κόβει και τα μοιράζει / δικάζει / διχάζει), κάτι που δηλώνεται ρητά (Δε φταίω εγώ / ο άλλος / όχι ο δικός μου ο κάλος). Τέλος, μια πανίσχυρη ή ανίσχυρη οργή, που δίνεται πια σε όλο της το μένος (θέλω να νικήσω το κατεστημένο, το κλεμμένο, το χαμένο, το καμένο).
λυπάμαι Ζωή Ζωή φοβάμαι μην το κατεστημένο είναι καλύτερο από αυτό που περιμένω

Και πάνω στο τέλος, δίνεται η ίδια η αγωνία για το άγνωστο μέλλον. Εδώ νομίζω πως ο στιχουργός εκφράζει τον μεγαλύτερο φόβο του, χωρίς σαρκασμούς και ειρωνείες. Μια ζωή γεμάτη αγώνες, αντιπαραθέσεις και διαφωνίες, η οποία ίσως οδηγήσει σε μια κατάσταση χειρότερη. Η αντίδραση προς τη συνήθεια και το κατεστημένο ίσως οδηγήσει σε κάτι που δεν το φανταζόταν και αυτό είναι κάτι που γιγαντώνει τη λύπη και τον φόβο.

Συνολικά, ένα έργο με πολλά νοήματα και ερμηνείες. Σε άλλα σημεία του πιο υπαινικτικό, σε άλλα πιο ευθύ, χαρακτηρίζει μια ολόκληρη νοοτροπία και χαρακτηρίζεται από ευαισθησία, χιούμορ και καλαισθησία. Ως άνθρωπος και ως υπηρέτης της τέχνης, όπως τολμώ να αποκαλώ τον εαυτό μου, μπορώ να πω με σιγουριά πως ο Πάνος Βλάχος μου έδωσε μαθήματα ζωής. Ασχέτως του αν πραγματικά τα κατάλαβα.

Όσο για τον Όσσο που αναφέρθηκε, αξίζει να διαβάσει κανείς ρητά που του αποδίδονται, σε αυτόν τον σύνδεσμο: https://www.gnomikologikon.gr/authquotes.php?auth=2143