"Μαζί τα φάγαμε". Η ρήση που κυριάρχησε στην αρχή των χρόνων της οικονομικής κρίσης. Καθώς ο κλοιός στένευε και τα μαύρα σύννεφα στην πολιτική σκηνή πλησίαζαν απειλητικά, αυτή ήταν μια άτεχνη προσπάθεια να πειστεί ο λαός πως φταίει. Να νιώσουμε πως είμαστε όλοι στην ίδια βάρκα και μάλιστα πως φταίμε εξίσου που βουλιάζει, ενώ στην πραγματικότητα οι μεν είναι σε μια βάρκα που βουλιάζει, οι δε σ' ένα κρουαζιερόπλοιο που πλέει αμέριμνο τριγύρω και οι μακάριοι ταξιδιώτες του τρώνε χαβιάρι κοιτώντας αδιάφορα τους ναυτιλομένους. Η ρήση αυτή κοροϊδεύτηκε όσο λίγες αλλά έγινε και κτήμα του Έλληνα όσο λίγες. Γιατί όμως έπιασε τόπο;
Επειδή ο Έλληνας αγαπά τη γενίκευση. Του αρέσουν οι απλές, οι εύκολες λύσεις. Όταν θέλει να βγάλει ένα συμπέρασμα, θα πει "όλοι μας", "μαζί", "πάντα" ή "ποτέ". Οι περιπτώσεις, οι υποπεριπτώσεις, η διαίρεση, η εξέταση, η ενδελεχής σκέψη που βγάζει ζόρικα αλλά καίρια συμπεράσματα, αυτά είναι σπορ για άλλους. Στην περίπτωση του "μαζί τα φάγαμε" η λέξη-κλειδί είναι το "μαζί". Δεν ορίζεται επακριβώς: υπονοείται πως ΟΛΟΙ μαζί φταίνε, κάτι που είναι πέρα για πέρα λάθος. Δε φταίνε όλοι μαζί. Φταίνει πολλοί, όχι όμως όλοι. Αυτό κάνει τη διαφορά.
Ποιο θα ήταν το πρόβλημα στο "πολλοί μαζί τα φάγαμε" αντί του "όλοι μαζί τα φάγαμε"; Μα φυσικά ότι στην τωρινή περίπτωση, όποιος νιώθει ενοχή νιώθει και την ανακούφιση του πλήθους. Μπορεί να φταίω, σκέφτεται, όμως φταίνε το ίδιο και οι υπόλοιποι. Άρα όλα καλά. Αν η απληστία και η κακοδιαχείριση ετών συνοψιζόταν στο "πολλοί μαζί τα φάγαμε" κάποιοι ανάμεσά μας θα έβγαιναν αθώοι. Φυσικά αυτή είναι η αλήθεια. Υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί αθώοι, τίμιοι, εργατικοί, ανιδιοτελείς Έλληνες. Υπήρχαν πριν την κρίση, στα παλιά και καλά χρόνια, υπάρχουν και σήμερα, παρά τα όποια ζόρια. Αυτοί χαλάνε την κλίκα.
Η μεγαλύτερη μερίδα του ελληνικού πληθυσμού νιώθει ενοχές. Το πλήθος έχει μάθει να δείχνει με το δάχτυλο τον φταίχτη πριν κοιτάξει τον εαυτό του αλλά βαθιά μέσα του ξέρει πως φταίει. Οπότε κάνει πως αυτοί που δεν έφταιξαν δεν υπάρχουν. Με αυτό το τρικ αποποιείται το μερίδιο ευθύνης που ξέρει πως του αναλογεί και κάνει τον ανήξερο σχετικά με όσους ποτέ δεν έβαλαν το χέρι στο βάζο με το μέλι. Έτσι νιώθει καλύτερα.
Οπότε δεν είναι επόμενο να αγαπάει ρήσεις σαν την επίμαχη; Φυσικά, αφού στηρίζουν τη σαθρή του νοοτροπία. Ανακουφίζουν τις ενοχές του. Τον κάνουν να νιώθει ένοχος μέσα στους ενόχους, άρα αθώος. Αφού οι άλλοι κλέβουν, σκέφτεται, μπορώ να κάνω κι εγώ το ίδιο χωρίς ενοχές. Μπορώ να συνεχίσω να κάνω ό,τι κάνω. "Μαζί τα φάγαμε" σκέφτεται και το πιστεύει "και μαζί θα συνεχίσουμε να τρώμε ό,τι υπάρχει". Εδέσματα, ψίχουλα ή αποφάγια. Δεν έχει σημασία. Η κακή νοοτροπία και η έλλειψη ήθους δεν αλλάζουν με τις εποχές. Υπάρχουν στις εποχές ευμάρειας, υπάρχουν και σε περιόδους κρίσης.
Ένας ακόμα τρόπος να καθησυχάσει ο φταίχτης το αίσθημα ενοχής του είναι να νιώσει μέρος μιας ακόμα ευρύτερης ομάδας. Να τη χρησιμοποιήσει ως προτείχισμα προς οποιονδήποτε προσπαθήσει να του πει την αλήθεια, πως είναι ένα άξεστο και άπληστο πλάσμα χωρίς ηθική. Αφού έχει φροντίσει λοιπόν να πείσει τον εαυτό του για τα παραπάνω, έπειτα θυμάται τον πατριωτισμό. Ή μάλλον τον ψευτοπατριωτισμό. Προσπαθεί να χτίσει μια έννοια ιερότητας και μοναδικότητας για την πατρίδα του. Στηρίζεται σε γλωσσικούς μύθους, σε λαοπλάνους και φανφαρολόγους. Τελικά πείθεται πως η ομάδα στην οποία ανήκει είναι άγια, αξίζει τα πάντα και της φταίνε όλοι οι υπόλοιποι (το όλοι πιάνει τόπο φυσικά).
Πατριώτης όμως δεν είναι όποιος πιστεύει πως η πατρίδα του είναι ένα τέλειο κι αλάνθαστο δημιούργημα. Η Ελλάδα δεν είναι διαφορετική από τις άλλες χώρες. Είναι ένα κράτος, μια οργάνωση όπως όλες οι άλλες: έχει τους πολιτικούς της, τους εργάτες της, τους υπαλλήλους της. Έχει τους κλέφτες της, τους άπληστους και τους τυχοδιώκτες της. Με το να εξωραΐζουμε και να εκθειάζουμε φεύγουμε ακόμα μακρύτερα απ' την πραγματικότητα. Ποιος είναι ο πατριώτης λοιπόν;
Πατριώτης είναι όποιος αγαπάει την Ελλάδα παρά τα λάθη της. Αυτός που τα καταδεικνύει αντί να τα κρύβει και σκοπό έχει να τα αλλάξει. Σε αντίθεση με τον ψευτοπατριώτη, που τάχα ξεχνά τα λάθη με πραγματικό σκοπό να τα διαιωνίσει, ο πατριώτης κοιτάζει κατάματα το πρόβλημα, δέχεται την κριτική και ψάχνει τρόπους (πρώτα ο ίδιος) να αλλάξει και να αλλάξει μαζί του τους υπόλοιπους προς το καλύτερο. Δε μας φταίνε οι Γερμανοί ή οι Γάλλοι ή οι Αμερικάνοι για την οικονομική κατάσταση. Ναι, υπάρχουν και Γερμανοί και Γάλλοι και Αμερικάνοι φταίχτες. Όχι όλοι όμως, όχι σαν σύνολο. Επίσης υπάρχουν ΚΑΙ Έλληνες φταίχτες, πάλι όμως συγκεκριμένοι, όχι συνολικά.
Κλείνοντας, θα πω ότι πιστεύω στο μέλλον της Ελλάδας. Πρέπει όμως να γίνει η απαραίτητη καμπή: να πάψουμε να γενικεύουμε. Η γενίκευση είναι η αρχή του ψέματος, η αρχή της συγκάλυψης. Να σκεφτόμαστε πιο περίπλοκα κι ας είναι δυσκολότερο. Να αφήσουμε τις εύκολες λύσεις, αν δε θέλουμε να είμαστε οι εύκολες λύσεις τρίτων. Να κοιτάξουμε το πρόβλημα κατάματα, να αποδεχτούμε τα λάθη μας και να πάψουμε να κρυβόμαστε πίσω απ' το δάχτυλό μας. Όχι, δεν τα φάγαμε μαζί. Για το ποιος "τα έφαγε" ίσως είναι αργά πια να κάνουμε κάτι. Ό,τι έμεινε πρέπει να προστατέψουμε.
Επειδή ο Έλληνας αγαπά τη γενίκευση. Του αρέσουν οι απλές, οι εύκολες λύσεις. Όταν θέλει να βγάλει ένα συμπέρασμα, θα πει "όλοι μας", "μαζί", "πάντα" ή "ποτέ". Οι περιπτώσεις, οι υποπεριπτώσεις, η διαίρεση, η εξέταση, η ενδελεχής σκέψη που βγάζει ζόρικα αλλά καίρια συμπεράσματα, αυτά είναι σπορ για άλλους. Στην περίπτωση του "μαζί τα φάγαμε" η λέξη-κλειδί είναι το "μαζί". Δεν ορίζεται επακριβώς: υπονοείται πως ΟΛΟΙ μαζί φταίνε, κάτι που είναι πέρα για πέρα λάθος. Δε φταίνε όλοι μαζί. Φταίνει πολλοί, όχι όμως όλοι. Αυτό κάνει τη διαφορά.
Ποιο θα ήταν το πρόβλημα στο "πολλοί μαζί τα φάγαμε" αντί του "όλοι μαζί τα φάγαμε"; Μα φυσικά ότι στην τωρινή περίπτωση, όποιος νιώθει ενοχή νιώθει και την ανακούφιση του πλήθους. Μπορεί να φταίω, σκέφτεται, όμως φταίνε το ίδιο και οι υπόλοιποι. Άρα όλα καλά. Αν η απληστία και η κακοδιαχείριση ετών συνοψιζόταν στο "πολλοί μαζί τα φάγαμε" κάποιοι ανάμεσά μας θα έβγαιναν αθώοι. Φυσικά αυτή είναι η αλήθεια. Υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί αθώοι, τίμιοι, εργατικοί, ανιδιοτελείς Έλληνες. Υπήρχαν πριν την κρίση, στα παλιά και καλά χρόνια, υπάρχουν και σήμερα, παρά τα όποια ζόρια. Αυτοί χαλάνε την κλίκα.
Η μεγαλύτερη μερίδα του ελληνικού πληθυσμού νιώθει ενοχές. Το πλήθος έχει μάθει να δείχνει με το δάχτυλο τον φταίχτη πριν κοιτάξει τον εαυτό του αλλά βαθιά μέσα του ξέρει πως φταίει. Οπότε κάνει πως αυτοί που δεν έφταιξαν δεν υπάρχουν. Με αυτό το τρικ αποποιείται το μερίδιο ευθύνης που ξέρει πως του αναλογεί και κάνει τον ανήξερο σχετικά με όσους ποτέ δεν έβαλαν το χέρι στο βάζο με το μέλι. Έτσι νιώθει καλύτερα.
Οπότε δεν είναι επόμενο να αγαπάει ρήσεις σαν την επίμαχη; Φυσικά, αφού στηρίζουν τη σαθρή του νοοτροπία. Ανακουφίζουν τις ενοχές του. Τον κάνουν να νιώθει ένοχος μέσα στους ενόχους, άρα αθώος. Αφού οι άλλοι κλέβουν, σκέφτεται, μπορώ να κάνω κι εγώ το ίδιο χωρίς ενοχές. Μπορώ να συνεχίσω να κάνω ό,τι κάνω. "Μαζί τα φάγαμε" σκέφτεται και το πιστεύει "και μαζί θα συνεχίσουμε να τρώμε ό,τι υπάρχει". Εδέσματα, ψίχουλα ή αποφάγια. Δεν έχει σημασία. Η κακή νοοτροπία και η έλλειψη ήθους δεν αλλάζουν με τις εποχές. Υπάρχουν στις εποχές ευμάρειας, υπάρχουν και σε περιόδους κρίσης.
Ένας ακόμα τρόπος να καθησυχάσει ο φταίχτης το αίσθημα ενοχής του είναι να νιώσει μέρος μιας ακόμα ευρύτερης ομάδας. Να τη χρησιμοποιήσει ως προτείχισμα προς οποιονδήποτε προσπαθήσει να του πει την αλήθεια, πως είναι ένα άξεστο και άπληστο πλάσμα χωρίς ηθική. Αφού έχει φροντίσει λοιπόν να πείσει τον εαυτό του για τα παραπάνω, έπειτα θυμάται τον πατριωτισμό. Ή μάλλον τον ψευτοπατριωτισμό. Προσπαθεί να χτίσει μια έννοια ιερότητας και μοναδικότητας για την πατρίδα του. Στηρίζεται σε γλωσσικούς μύθους, σε λαοπλάνους και φανφαρολόγους. Τελικά πείθεται πως η ομάδα στην οποία ανήκει είναι άγια, αξίζει τα πάντα και της φταίνε όλοι οι υπόλοιποι (το όλοι πιάνει τόπο φυσικά).
Πατριώτης όμως δεν είναι όποιος πιστεύει πως η πατρίδα του είναι ένα τέλειο κι αλάνθαστο δημιούργημα. Η Ελλάδα δεν είναι διαφορετική από τις άλλες χώρες. Είναι ένα κράτος, μια οργάνωση όπως όλες οι άλλες: έχει τους πολιτικούς της, τους εργάτες της, τους υπαλλήλους της. Έχει τους κλέφτες της, τους άπληστους και τους τυχοδιώκτες της. Με το να εξωραΐζουμε και να εκθειάζουμε φεύγουμε ακόμα μακρύτερα απ' την πραγματικότητα. Ποιος είναι ο πατριώτης λοιπόν;
Πατριώτης είναι όποιος αγαπάει την Ελλάδα παρά τα λάθη της. Αυτός που τα καταδεικνύει αντί να τα κρύβει και σκοπό έχει να τα αλλάξει. Σε αντίθεση με τον ψευτοπατριώτη, που τάχα ξεχνά τα λάθη με πραγματικό σκοπό να τα διαιωνίσει, ο πατριώτης κοιτάζει κατάματα το πρόβλημα, δέχεται την κριτική και ψάχνει τρόπους (πρώτα ο ίδιος) να αλλάξει και να αλλάξει μαζί του τους υπόλοιπους προς το καλύτερο. Δε μας φταίνε οι Γερμανοί ή οι Γάλλοι ή οι Αμερικάνοι για την οικονομική κατάσταση. Ναι, υπάρχουν και Γερμανοί και Γάλλοι και Αμερικάνοι φταίχτες. Όχι όλοι όμως, όχι σαν σύνολο. Επίσης υπάρχουν ΚΑΙ Έλληνες φταίχτες, πάλι όμως συγκεκριμένοι, όχι συνολικά.
Κλείνοντας, θα πω ότι πιστεύω στο μέλλον της Ελλάδας. Πρέπει όμως να γίνει η απαραίτητη καμπή: να πάψουμε να γενικεύουμε. Η γενίκευση είναι η αρχή του ψέματος, η αρχή της συγκάλυψης. Να σκεφτόμαστε πιο περίπλοκα κι ας είναι δυσκολότερο. Να αφήσουμε τις εύκολες λύσεις, αν δε θέλουμε να είμαστε οι εύκολες λύσεις τρίτων. Να κοιτάξουμε το πρόβλημα κατάματα, να αποδεχτούμε τα λάθη μας και να πάψουμε να κρυβόμαστε πίσω απ' το δάχτυλό μας. Όχι, δεν τα φάγαμε μαζί. Για το ποιος "τα έφαγε" ίσως είναι αργά πια να κάνουμε κάτι. Ό,τι έμεινε πρέπει να προστατέψουμε.