Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

Συνέντευξη: Τίμος Χαλκιάς και Στέλλα Τριανταφύλλου

 

Η παιδική λογοτεχνία απαιτεί, πέρα από αγάπη για τα παιδιά, και ένα υπόβαθρο από πλευράς των συγγραφέων. Στο βιβλίο «Ο Μάκης Οφθαλμάκης και ο δόκτωρ Οφθαλμύταρος» παρουσιάζονται στον χώρο δύο νέοι συγγραφείς, η Στέλλα Τριανταφύλλου και ο Τίμος Χαλκιάς, οι οποίοι, ως φιλόλογος/ειδική παιδαγωγός/φοιτήτρια ψυχολογίας και ειδικευόμενος οφθαλμολογίας αντίστοιχα, παντρεύουν τις επιστήμες τους για ένα κοινό αποτέλεσμα.
Η δική μου συνέντευξη ήθελα να είναι ενδελεχής και να κάνει μακροβούτι στις επιστήμες αυτές, όπως και στην οπτική τους γωνία για τη λογοτεχνία. Τι έχουν να μας πουν για τα παιδιά, τη λογοτεχνία και την ιατρική;

                                        

1) Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με τη λογοτεχνία και συγκεκριμένα με την παιδική;

Τίμος: Η αγάπη για τα βιβλία ήταν ανέκαθεν ένα κοινό μας σημείο, αλλά η ιδέα για συγγραφή δεν προέκυψε παρά μόνο μέσα από τη συζήτηση των προβληματισμών μου με τη Στέλλα σχετικά με τον καλύτερο τρόπο προσέγγισης ενός παιδιού στην κλινική εξέταση, μιας και εκείνη την περίοδο εκπαιδευόμουν στο παιδοφθαλμολογικό του ΑΧΕΠΑ. Η ίδια μοιράστηκε μερικές πολύ πρωτότυπες μεθόδους που το εκπαιδευτικό της υπόβαθρο την είχε βοηθήσει να επινοήσει και η φλόγα γεννήθηκε από μόνη της. Ειρωνικά, το είδος (παιδική λογοτεχνία) δεν καθοδήγησε τη θεματολογία αλλά το αντίστροφο!

 

2) Ποιο ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα/δυσκολία κατά τη δημιουργία ενός συνεργατικού έργου;

Τίμος: Έμαθα από τη Στέλλα να μη δένομαι έντονα με κάθε ιδέα και κάθε στίχο ή ακόμα και στροφή που γράφουμε, αλλά να κοιτάω πάντα το κείμενο με καθαρή ματιά και διάθεση για τροποποιήσεις και βελτιώσεις όπου πραγματικά χρειάζονται. Είναι κάτι που στη θεωρία το γνώριζα, αλλά συνειδητοποίησα ότι αντιμετώπιζα δυσκολία στην εφαρμογή του. Η Στέλλα είναι πολύ πιο μεθοδική και εγώ κλίνω προς τον αυθορμητισμό, ο οποίος είναι καλός σύμβουλος στη δημιουργική διαδικασία αλλά όχι στο «ραφινάρισμα». Ένα ακόμα σημείο στο οποίο αλληλοσυμπληρωνόμαστε!

Στέλλα: Από την πλευρά μου, επειδή βλέπω το κείμενο και με τη σκοπιά της φιλολόγου, γίνομαι πολλές φορές σχολαστική ως προς την έκφραση, τη σύνταξη, τη στίξη. Κάποιες φορές συναντάμε δυσκολία ως προς το ποιανού την ιδέα ή τον στίχο θα επιλέξουμε. Βέβαια, η ίδια δυσκολία αποβαίνει και πλεονέκτημα, καθώς δυο μυαλά πάντα λειτουργούν καλύτερα από ένα και η συνεργασία λειτουργεί πολύ καλά!

 

3) Με βάση την προσωπική σας άποψη και τη μέχρι τώρα επαφή με αναγνώστες, ποιοι διαβάζουν περισσότερο, παιδιά ή γονείς;

Τίμος/Στέλλα: Γονείς που διαβάζουν συνήθως μεγαλώνουν παιδιά που διαβάζουν. Όχι επειδή το επιβάλλουν αλλά επειδή το παιδί συνεχίζει να εκλαμβάνει την ανάγνωση ως μορφή ψυχαγωγίας μετά τη σχολική ηλικία. Οι γονείς αποτελούν τα αναγνωστικά πρότυπα για το παιδί. Μπορούν να εμφυσήσουν την αγάπη για το βιβλίο μέσα από την «από κοινού ανάγνωση», αλλά και με δραστηριότητες με αφορμή ένα βιβλίο. Η φιλαναγνωσία καλλιεργείται από μικρή ηλικία και συνοδεύει το παιδί σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Η έλξη ενός μικρού παιδιού για το βιβλίο, το οποίο είναι συνυφασμένο με την εξερεύνηση και τη νέα γνώση, είναι πρακτικά αντανακλαστική. Οτιδήποτε άγνωστο και καινούριο είναι συναρπαστικό για το παιδικό μυαλό. Δυστυχώς, αν τα ερεθίσματα από τους γονείς εκλείψουν και η μόνη εικόνα που τα παιδιά έχουν για το βιβλίο αργότερα είναι τα σχολικά εγχειρίδια, είναι σχεδόν αναπόφευκτο τελικά να καταλήξουν να απωθούνται από αυτό.

 

4) Ποια σημεία πρόσεξαν οι αναγνώστες περισσότερο; Ήταν αυτά που περιμένατε ή διαψευστήκατε;

Τίμος/Στέλλα: Τα πρώτα μας “test audiences” μας έδωσαν ιδιαίτερα εμψυχωτική ανατροφοδότηση και αυτό μας χαροποιεί ιδιαίτερα καθώς ένα παιδί, σε αντίθεση με έναν ενήλικα, δε θα προσποιηθεί την αντίδρασή του. Μια ευχάριστη παρατήρησή μας είναι ότι τα παιδιά φαίνεται να συμπαθούν τους πρωταγωνιστές μας, μιας και αυτό είναι απαραίτητο για να τους «ακολουθήσουν» στην ιστορία. Γέλασαν πολύ με τα διάφορα σημεία της ιστορίας και ανάλογα με την ηλικία και τις εμπειρίες τους βρήκαν διαφορετικά κομμάτια του κειμένου περισσότερο αστεία. Το κείμενο είναι γραμμένο σε πολλά επίπεδα και κάθε ανάγνωση μπορεί να προσφέρει στον αναγνώστη μια καινούργια ανακάλυψη και ένα διαφορετικό σημείο εστίασης, τόσο από πλευράς κειμένου όσο και της εξαιρετικά ευφάνταστης εικονογράφησης του Άγγελου Κομίνη.

 

5) Πώς θα χαρακτηρίζατε το έργο σας;

Τίμος/Στέλλα: Είναι ένα έργο εκ της συλλήψεώς του πρωτότυπο στο περιεχόμενό του και πραγματικά συνεργατικό, που πηγάζει τόσο από την αμοιβαία μας αγάπη για τη συγγραφή όσο και για το αντικείμενο του καθενός μας, δηλαδή την Ιατρική και την Εκπαίδευση-Ψυχολογία, και η έκδοσή του είναι ένα κοινό μας όνειρο που πραγματοποιήθηκε.

 

6) Ποια είναι τα λογοτεχνικά σας σχέδια για το μέλλον;

Τίμος/Στέλλα: Αν οι αναγνώστες μας αγαπήσουν και μας το επιτρέψουν, εμείς ήρθαμε για να μείνουμε!

 

7) Πώς ήταν η πρώτη επαφή με τη δημιουργία λογοτεχνικού έργου; Ταίριαζε με την εικόνα που είχατε ως παιδαγωγός/φιλόλογος;

Στέλλα: Η πρώτη επαφή με τη δημιουργία λογοτεχνικού έργου με μάγεψε! Η αρχική εικόνα που είχα αφορούσε τα ήδη υπάρχοντα έργα. Δρούσα ως εξωτερική παρατηρήτρια η οποία προσπαθεί να καταλάβει τον τρόπο σκέψης του λογοτέχνη/ της λογοτέχνιδας και προσπαθεί να βρει τι ήταν αυτό που ενέπνευσε και ώθησε στη συγγραφή ενός έργου. Πλέον είδα τη διαδικασία εκ των έσω. Έζησα τη γέννηση της ιδέας που μας ενέπνευσε με τον Τίμο να γράψουμε το «Ο Μάκης Οφθαλμάκης και ο Δόκτωρ Οφθαλμύταρος». Οι σκέψεις έγιναν λέξεις και οι λέξεις εικόνες με τη συμβολή του ταλαντούχου εικονογράφου μας.

 

8) Πόσο βοήθησαν οι σπουδές και οι γνώσεις σας στη δημιουργία του έργου;

Στέλλα: Ο λογοτέχνης οφείλει να δρα και ως παιδαγωγός και ψυχολόγος. Τότε μπορεί να πλάθει ιστορίες οι οποίες ανταποκρίνονται στις ανάγκες των παιδιών λαμβάνοντας υπόψη τα στάδια ανάπτυξής τους. Οι σπουδές και οι γνώσεις βοήθησαν στη δημιουργία του έργου, καθώς προσεγγίστηκε η ιατρική εξέταση με τρόπο κατάλληλο για τα παιδιά.

 

9) Πόση έρευνα (και συνεργασία με τον Τίμο) χρειάστηκε για να κατανοήσετε και να αποδώσετε το επιστημονικό περιεχόμενο του έργου;

Στέλλα: Η συνεργασία με τον Τίμο ήταν πολύ σημαντική προκειμένου να κατανοήσω τη διαδικασία και τα στάδια της παιδοφθαλμολογικής εξέτασης. Η δυσκολία στη συγγραφή του βιβλίου ήταν και αυτή ακριβώς, να αποδώσουμε τα βήματα της παιδοφθαλμολογικής εξέτασης με χιουμοριστικό, παιγνιώδη τρόπο. Προηγήθηκε η κατανόηση του επιστημονικού περιεχομένου και αυτό στη συνέχεια εμποτίστηκε με φαντασία, δημιουργικότητα και χιούμορ, όπως άλλωστε επιβάλλεται σε ένα παιδικό βιβλίο! Το τελικό κείμενο δε θυμίζει σε τίποτα επιστημονικό κείμενο και οι γονείς μπορούν να κατανοήσουν το υπόβαθρο στο παράρτημα «Για τους μεγάλους» στο τέλος του βιβλίου.

 

10) Τι πρέπει και τι απαγορεύεται να υπάρχει σε ένα βιβλίο παιδικής λογοτεχνίας;

Στέλλα: Ένα βιβλίο παιδικής λογοτεχνίας συμβάλλει ουσιαστικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού και συνάμα είναι σημαντικό να αποτελεί μέσο διαπαιδαγώγησης και γλωσσικής καλλιέργειας. Η παιδική λογοτεχνία λειτουργεί μέσω του συμβολισμού και στην ιδανική μορφή της υπηρετεί παναθρώπινες αξίες και αρχές. Ο Μάκης Οφθαλμάκης στο έργο μας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της έμφυτης όρεξης των παιδιών για μάθηση καθώς έχει έντονη περιέργεια και φαντασία. Στον απρόσωπο, μηχανοποιημένο σημερινό κόσμο είναι σημαντικό η παιδική λογοτεχνία να λαμβάνει υπόψη της αυτές τις τάσεις των παιδιών και να τις ικανοποιεί, να τέρπει τόσο τα μάτια όσο και τα αυτιά μέσω της εικόνας και του κειμένου. Ωστόσο, είναι σημαντικό να εκλείπει ο διδακτικός τόνος που λειτουργεί αποτρεπτικά, τυχόν άσχημες εκφράσεις και απαξίες.

 

11) Πώς ήταν η πρώτη επαφή με τη δημιουργία λογοτεχνικού έργου; Ποια τα ερεθίσματα που είχατε μέχρι τώρα σχετικά με τη λογοτεχνία;

Τίμος: Ομολογώ πως η συγγραφή ήταν κρυφό μου όνειρο από τη σχολική μου κιόλας ηλικία. Από μικρός απολάμβανα φυσικά την ανάγνωση εξωσχολικών βιβλίων και έγραφα δικά μου ποιηματάκια, δραστηριότητα στην οποία, εν αγνοία μου, επιδιδόταν σε αντίστοιχη ηλικία ένα κοριτσάκι που έμελλε να γίνει χρόνια μετά η γυναίκα μου. Μια ιδιαίτερα εμπνευσμένη σχολική εργασία βασισμένη στο βιβλίο «Γυρίστε τον Γαλαξία με Ωτοστόπ» με οδήγησε στο να αρχίσω να αναπτύσσω ένα συγγραφικό στιλ έντονα εμπνευσμένο από τον Ντάγκλας Άνταμς, στο οποίο αργότερα προστέθηκαν στοιχεία από την ανάγνωση γραπτών του Γούντι Άλεν. Όπως και ο ίδιος, πειραματιζόμουν κυρίως με σύντομες αυτοτελείς χιουμοριστικές ιστορίες. Ως φοιτητής συνεργάστηκα με ένα συμμαθητή μου στη δημιουργία ενός χιουμοριστικού κόμικ ονόματι Leo et gal, του οποίου εγώ έγραφα το κείμενο. Ακολούθησε το εγχείρημα με τα παιδικά βιβλία, που ήταν και η πρώτη φορά που επιχείρησα να εκδώσω κάτι από τα γραπτά μου.

 

12) Σε τι ποσοστό είστε, ως δημιουργός του έργου, επιστήμονας και σε τι ποσοστό λογοτέχνης;

Τίμος: Μόνο που θέτεις την ερώτηση με ποσοστά, με αναγκάζεις να απαντήσω ως επιστήμονας! Πέρα από την πλάκα πάντως, εφόσον έχω μια καλλιτεχνική φλέβα με την οποία επέλεξα σε κάποια φάση της ζωής μου να μην ασχοληθώ επαγγελματικά, με ικανοποιεί πολύ περισσότερο να σκέφτομαι τον εαυτό μου ως λογοτέχνη στην προκειμένη περίπτωση. Χωρίς την επιστημονική μου ιδιότητα, όμως, το έργο αυτό θα ήταν αδύνατο να υπάρξει, οπότε ας το δούμε ως ένα match made in heaven!

 

13) Υπήρχαν σημεία όπου η ιατρική επιστήμη (π.χ. ως ορολογία) σας προβλημάτισε στη δημιουργία ενός παιδικού βιβλίου;

Τίμος: Λένε πως αν δεν μπορείς να εξηγήσεις κάτι σε ένα μικρό παιδί, δεν έχεις βαθιά κατανόηση του αντικειμένου. Αυτό εμπεριέχει ένα μεγάλο ποσό αλήθειας, ωστόσο, είναι γεγονός ότι σπάνια έως ποτέ δεν καλείται ένας γιατρός να εξηγήσει πολλά στο ίδιο το παιδί στην καθημερινότητά του. Τα ιατρικά θέματα είναι δύσκολο συχνά να γίνουν κατανοητά από ενήλικες, πόσω μάλλον από παιδιά! Όλα είναι θέμα οπτικής, όμως (pun not intended)! Η άγνοια των παιδιών για οτιδήποτε δεν κατανοούν, τις περισσότερες φορές μεταφράζεται μόνη της σε περιέργεια και ενθουσιασμό εφόσον εμείς δεν παρέμβουμε με τον λάθος τρόπο στην πρόσληψη της πληροφορίας. Αυτό ακριβώς προσπαθήσαμε να κάνουμε, να μετατρέψουμε την ανακάλυψη του κόσμου της Ιατρικής σε «περιπέτεια»!

 

14) Μέχρι ποιο σημείο μπορεί ένας γιατρός να μιλήσει ανοιχτά στα παιδιά για ιατρικά θέματα;

Τίμος: Όπως και στους ενήλικες, πιστεύω ακράδαντα πως οφείλουμε να συμπεριφερόμαστε στα παιδιά πάντα με ειλικρίνεια και σεβασμό, τόσο ως γιατροί όσο και ως άνθρωποι. Τα παιδιά καταλαβαίνουν πολύ περισσότερα από όσα πιστεύουμε και πρέπει να το υπενθυμίζουμε αυτό στον εαυτό μας. Ο γιατρός δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να παραπληροφορεί ένα παιδί ικανής ηλικίας σε σχέση με το τι να περιμένει από την εξέταση και τη θεραπεία. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να υπόσχεται ότι κάτι που είναι επώδυνο δε θα πονέσει καθόλου, διότι θα χάσει αμέσως την εμπιστοσύνη και τη συνεργασία του παιδιού. Το ίδιο θα συμβεί εάν αγνοήσει το παιδί και απευθυνθεί αμέσως στους γονείς. Ο τρόπος επικοινωνίας με το παιδί, φυσικά, είναι μια τέχνη από μόνος του.  

 

15) Ποιοι είναι οι φόβοι των παιδιών όταν πάνε στον γιατρό;

Τίμος: Όλοι μπορούμε να θυμηθούμε τα δυσάρεστα συναισθήματα που μας προκαλούσε (και ενδεχομένως συνεχίζει να μας προκαλεί) η επίσκεψη στον γιατρό ή στο νοσοκομείο. Η μυρωδιά, το χρώμα των τοίχων, ο ψυχρός φωτισμός, η άσπρη ποδιά… Θυμάμαι ότι ακόμα και τα παιχνίδια στην αίθουσα αναμονής της παιδιάτρου που πήγαινα ως παιδί είχαν κάτι το άσχημο στα μάτια μου. Αν  το σκεφτούμε, όμως, πόσα από αυτά είναι από μόνα τους δυσάρεστα; Ακόμα και ο πόνος μιας ένεσης δεν είναι αντικειμενικά χειρότερος πολλές φορές από ένα πέσιμο του παιδιού καθώς παίζει. Είναι όμως το όλο πλαίσιο που δημιουργεί αρνητικούς συνειρμούς που ριζώνονται βαθιά μέσα μας, σαν το πείραμα του Παβλόφ. Ορισμένες φορές ο γιατρός χρησιμοποιείται ακόμα και ως μέσο εκφοβισμού από τους γονείς, όπως ο κακός λύκος! Πιστεύω ακράδαντα ότι η εικόνα των ανθρώπων για τον γιατρό μπορεί να αλλάξει ριζικά εάν δοθεί περισσότερη προσοχή στην πρώτη επαφή.

 

16) Αν σας έδινα πέντε ιατρικά θέματα για να διδαχτούν στα παιδιά μέσω της λογοτεχνίας, ποια θα διαλέγατε;

Τίμος: Θα ξεκινήσω με το ευρύτερο θέμα της πρόληψης, η οποία ανεξαιρέτως υπερέχει της οποιασδήποτε θεραπείας και αφορά μια πληθώρα πτυχών της ζωής μας. Στην άλλη άκρη του φάσματος, αλλά εξίσου σημαντικό, θεωρώ το θέμα του θανάτου, η έννοια του οποίου είναι συνυφασμένη με τη ζωή. Μια ενδιαφέρουσα για εμένα θεματική είναι η έρευνα, τα θεμέλια της Ιατρικής, τα οποία με θλίψη και τρόμο βλέπω να σείονται με την αλόγιστη αμφισβήτησή τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας του Covid-19. Είναι ένα ιδιαίτερα δύσκολο θέμα αλλά αξίζει η προσπάθεια γιατί τα σημερινά παιδιά είναι οι αυριανοί ενήλικες. Άλλο ιατρικό θέμα που θα μου άρεσε για παιδικό βιβλίο είναι η ζωή με χρόνια νόσο, όπως ο καρκίνος. Είναι λεπτό θέμα και σίγουρα όχι πρωτότυπο ακόμα και στο παιδικό βιβλίο, αλλά αποτελεί δυστυχώς τη μάστιγα της σύγχρονης εποχής. Τέλος, μια καλή θεματική κατά τη γνώμη μου είναι τα εμβόλια, που αποτελούν μια «πονεμένη ιστορία» από τη σκοπιά των παιδιών, αλλά θα ήταν όμορφο να κατανοήσουν τη χρησιμότητά τους ως πραγματικά υπερόπλα χάρη στα οποία έχουμε απαλλαγεί ως ανθρωπότητα από ασθένειες που πλέον σχεδόν βλέπουμε μόνο σε βιβλία (για να μην πω ότι, και πάλι, είναι άκρως επίκαιρο).

 

17) Ποιος είναι ο στόχος αυτού του βιβλίου;

Τίμος/Στέλλα: Θα μας χαροποιήσει ιδιαίτερα εάν ο τρόπος που παρουσιάζουμε το ιατρείο και τη διαδικασία της εξέτασης εξάψει τη φαντασία των παιδιών! Η φαντασία είναι το δυνατότερό τους όπλο και αυτό που απειλείται περισσότερο κατά την ενηλικίωση. Επιθυμούμε να εξοικειωθούν τα παιδιά με τον χώρο του ιατρείου και να αποκτήσουν περιέργεια και ενδιαφέρον για αυτόν. Ο φόβος του γιατρού, επίσης, θέλουμε να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν περισσότερο και να αντικατασταθεί από κατανόηση και ενδιαφέρον για την Ιατρική και την επιστήμη. Η τυπική, ακόμα και βαρετή πολλές φορές, επίσκεψη στον γιατρό είναι όμορφο να μετατραπεί σε ένα διασκεδαστικό διαδραστικό ταξίδι. Θεωρούμε, τέλος, σημαντικό τον αποστιγματισμό των γυαλιών, όπως και της κάλυψης του ματιού σε παιδιά με αμβλυωπία («τεμπέλικο μάτι»).

 

18) Αν ο γιατρός δεν ήταν οφθαλμίατρος, τι άλλο θα μπορούσε να είναι;

Τίμος/Στέλλα: Θα μπορούσε να είναι γιατρός οποιασδήποτε ειδικότητας. Άλλωστε θέλουμε τα παιδιά να δουν την επίσκεψη στον γιατρό γενικά «με άλλα μάτια»!

 

19) Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το πιο δυνατό σημείο του βιβλίου;

Τίμος/Στέλλα: Το δέσιμό του (κακό αστείο). Το γεγονός ότι παρουσιάζονται τα τυπικά στάδια της ιατρικής εξέτασης με έναν διαφορετικό τρόπο. Φανταστήκαμε πώς μπορεί όντως να έβλεπε ένα παιδί ανεπηρέαστο από οποιαδήποτε αρνητική προκατάληψη την επίσκεψή του στον οφθαλμίατρο, περιτριγυρισμένο από όλα αυτά τα περίεργα μηχανήματα, κουμπάκια, βιβλία και χρώματα.

 

20) Τι δε σας ρώτησα αλλά θέλετε οπωσδήποτε να αναφέρετε;

Τίμος/Στέλλα: Εδώ μπορούμε να μοιραστούμε ένα διασκεδαστικό tidbit: Στην πρώτη εκδοχή του βιβλίου ο γιατρός ήταν ανώνυμος! Το όνομα «Οφθαλμύταρος» προέκυψε από ένα τυπογραφικό λάθος, τον αναγραμματισμό του άλφα (α) με το ταυ (τ), το οποίο όταν παρατηρήσαμε απλώς κοιταχτήκαμε και είπαμε «Τέλειο!».  



Μπορείτε να προμηθευτείτε το βιβλίο από το e-shop των Εκδόσεων Παρισιάνου και στα βιβλιοπωλεία.

Επίσης, από τους ίδιους συγγραφείς κυκλοφορεί δωρεάν, σε μορφή e-book, το έργο τους "Κορώνα-Γράμματα", το οποίο εγκρίθηκε από το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου και έχει αναρτηθεί στη σελίδα του Υπουργείου Παδιείας και στη σελίδα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου για την αξιοποίησή του από τα σχολεία.

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Το χαμόγελο της Φύσης


Πολλές φορές κοιτάμε τις ζωγραφιές των παιδιών και χαμογελάμε με συγκατάβαση. "Κάποτε ήμασταν έτσι κι εμείς, αθώοι", σκεφτόμαστε. Στις ζωγραφιές βλέπουμε έναν γαλάζιο ουρανό, έναν ήλιο που χαμογελάει, δέντρα που χαμογελάνε, ακόμα και τα λουλούδια έχουν χαμογελαστές φατσούλες. Γενικώς, τα παιδιά προσωποποιούν ό,τι μπορούν προσπαθώντας ασυναίσθητα να έρθουν σε επαφή, να επικοινωνήσουν και να νιώσουν άνετα μέσα στον κόσμο της φύσης, τον οποίο ξεκινούν να ανακαλύπτουν σ’ εκείνη την ηλικία.

Εμείς, οι μεγαλύτεροι, που έχουμε περάσει από τη φάση αυτή, χαμογελάμε με συγκατάβαση. "Τι παιδική αθωότητα!" σκεφτόμαστε. "Εμείς δεν έχουμε ανάγκη να προσωποποιήσουμε, όπως τα παιδιά: είμαστε ενήλικες, θαρραλέοι και γνωστικοί και κοιτάμε τη ζωή κατάματα".

Μόνο που κάνουμε λάθος. Μεγάλο λάθος. Το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας ζει καθησυχασμένο με προσωποποιήσεις από τη στιγμή που γεννιέται μέχρι τη στιγμή που θα πεθάνει, χωρίς να σκεφτεί ούτε για μια στιγμή πως σκέφτεται με την ίδια αφέλεια και αθωότητα την οποία καταλογίζει στα ανήλικα παιδιά του.

Αυτή η ψευδαίσθηση ξεκινά με την έννοια «Μητέρα-Φύση». Φανταζόμαστε τη Φύση σαν έναν έμψυχο, έλλογο οργανισμό, ο οποίος ζει σε κάποια χωροχρονική διάσταση και νοιάζεται για εμάς. Έχει έναν σκοπό και προσπαθεί πάντα για το καλό μας. Τα φυτά υπάρχουν για να μας χαρίζουν τους καρπούς τους και τα ζώα για να μας προμηθεύουν με τα ζωικά προϊόντα με τα οποία τρεφόμαστε και ντυνόμαστε. Αυτό ξεκίνησε από τις αρχαιότατες εποχές, όταν η Φύση λατρευόταν ως θεά, και η διέλευση των κοπαδιών, η γονιμότητα και αργότερα η καλλιέργεια θεωρήθηκαν δικές της αποφάσεις, σε μια προσπάθεια να γίνουν κατανοητά και ελέγξιμα. Η εποχή που η πίστη προείχε της παρατήρησης, η θρησκεία της επιστήμης.

Αυτή η πεποίθηση έδινε δύναμη στους ανθρώπους. Με θυσίες, προσευχές κι επικλήσεις, η Μητέρα Φύση μπορούσε να εξευμενιστεί και να μας δείξει το χαμόγελό και την εύνοιά της. Αντίθετα, αν ήμασταν ανήθικοι, η εύνοια αυτή θα χανόταν και η Φύση θα έδειχνε σ’ εμάς, τα παιδιά της, το σκληρό της πρόσωπο. Μια σχέση ανθρώπινη, κατανοητή, που έχει αλληλεπίδραση και τρόπους επαναφοράς στην τάξη. Σε μία τάξη που εμείς φανταστήκαμε, διαμορφώσαμε και διαιωνίσαμε, για να ηρεμούμε τις αγωνίες μας σχετικά με τα καιρικά φαινόμενα, την υγεία και την ασθένεια, τη γονιμότητα και τη στειρότητα, έννοιες απρόσιτες τότε με οποιαδήποτε μέθοδο πέραν της πίστης.

Κι αυτή η πεποίθηση δε μας άφησε ποτέ. Άλλαξε ονόματα, πολλαπλασιάστηκε, διαφοροποιήθηκε σχετικά, μα το βασικό μοτίβο παρέμεινε σταθερό: μια μητέρα που νοιάζεται για τα παιδιά της, τα τιμωρεί για τα σφάλματά της και τα επιβραβεύει με δώρα για τη σωστή τους στάση. Έτσι πορεύτηκε το ανθρώπινο γένος.

Τι μας περιμένει τη στιγμή που θα αποποιηθούμε αυτή την πεποίθηση και θα αποτινάξουμε από πάνω μας το ζεστό πέπλο της Μητέρας Φύσης; Ο τρόμος. Ένας τρόμος πρωτόγνωρος, καθώς θα διαπιστώσουμε πως η έννοια «Φύση» είναι μια έννοια αόριστη, που εσωκλείει μέσα της τη χλωρίδα και την πανίδα, φαινόμενα μετεωρολογικά και βιολογικά, όλα αυθαίρετα και δοσμένα με έναν βολικό και συμφεροντολογικό τρόπο. Ο τρόμος αυτός θα μας κατακλύσει, διότι ξαφνικά θα πρέπει να ξεχάσουμε κάθε έννοια προστασίας. Η «Φύση», ό,τι κι αν εννοούμε με αυτό, δε θέλει το καλό μας. Δε νοιάζεται. Δε σκέφτεται. Δεν υπάρχει ως οντότητα. Είναι πολλές σταθερές και κάποιες μεταβλητές, συναρμολογημένες εντελώς τυχαία, που συναποτελούν τον εύθραυστο συνδυασμό που αποκαλούμε ύπαρξη και πραγματικότητα.

Αυτή η συνειδητοποίηση οδηγεί και σ’ ένα επόμενο συμπέρασμα: πως δεν υπάρχει κάτι στη φύση που να δίνει προβάδισμα στον άνθρωπο. Δεν υπάρχει κάποιος σκοπός ή κάποια εξωγενής δύναμη, που θα βοηθήσει τον άνθρωπο να επιβιώσει και στο μέλλον. Συνεπώς, καταστροφές όπως τυφώνες, πλημμύρες και σεισμοί, πρέπει να λαμβάνονται ακριβώς ως αυτά που είναι. Χωρίς ωραιοποιήσεις, χωρίς ψευδαισθήσεις. Δεν τις υποκινεί κάποιος, δεν τις ελέγχει κάποιος. Ένας ιός, που έχει ακριβώς τον ίδιο σκοπό με εμάς, να επιβιώσει και να πολλαπλασιαστεί, μπορεί να μας αφανίσει. Ένας μετεωρίτης, από άγνωστες γωνιές του διαστήματος, μπορεί να ταξιδέψει απροσμέτρητα μεγάλες διαδρομές, με την τροχιά του να φτάνει στη γειτονιά μας. Όλα αυτά ανήκουν σε αυτό που αποκαλούμε φύση και κανένα δε λειτουργεί προς όφελος ή για χάρη του ανθρώπου.

Αυτά τα συμπεράσματα, βέβαια, είναι δυνατόν να οδηγήσουν από τον τρόμο στην ελπίδα. Μια ελπίδα που μεγαλώνει όσο καταλαβαίνουμε πως ο άνθρωπος είναι η μοναδική δύναμη που μπορεί να φέρει τη βελτίωση αυτού του συλλογικού, ετερόκλητου οργανισμού που αποκαλούμε Φύση. Πως είναι, ίσως, υποχρέωσή του. Αν η Φύση είναι μια δύναμη ανεξέλεγκτη, γεμάτη χάος και τυχαιότητα, η ανθρώπινη κοινωνία και επιστήμη οφείλει να θέτει σε λειτουργία τους μηχανισμούς της για την προστασία της χλωρίδας και της πανίδας, διότι δε θα υπάρχει κανείς άλλος να το κάνει στη θέση του. Οφείλει να κατανοήσει σε βάθος τα αίτια και τις συνέπειες των φυσικών φαινομένων, τα οποία κυμαίνονται από ευεργετικά σε φονικά, ανάλογα με τη περίσταση. Με λίγα λόγια, ο άνθρωπος πρέπει να ενηλικιωθεί, ηθικά, γνωστικά και συγκινησιακά.

Αυτή η ενηλικίωση θα κάνει αυτό το χαμόγελο της αποκαλούμενης Μητέρας Φύσης να ξεθωριάσει, δίνοντας στιγμιαία την αίσθηση της ανασφάλειας. Ταυτόχρονα θα προκαλέσει μια σταδιακή -ή και αλματώδη- πορεία, με την ανθρώπινη διανόηση να φτάνει συνεχώς και ψηλότερα, προσπαθώντας να διασφαλίσει όσα υπάρχουν τώρα και πρέπει να διατηρηθούν και στο μέλλον. Διότι ο εφησυχασμός και η αίσθηση πως μια άγνωστη, παντοδύναμη οντότητα, μια Μητέρα Φύση, θα το κάνει για χάρη του ανθρώπου, δε θα φέρει παρά ανεμελιά κι ανευθυνότητα, και κατά συνέπεια, ένα μέλλον δυσοίωνο. Κι όταν το νοητό χαμόγελο της Φύσης φύγει από τις σκέψεις μας, ακριβώς όπως το χαμόγελο απ’ τις ζωγραφιές των παιδιών καθώς ωριμάζουν, τότε δε θα υπάρχει επιστροφή.

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

About The Life of Pi

    After watching the movie "The Life of Pi", I needed to clear some things on my mind. So, I decided to write and post this article about its very core idea. But first, I have to state the obvious: after this sentence, there will be huge spoilers, so you have been warned. Now, let's dive into it.

   There are two roads to take after watching this movie. Which story should we believe? The one we watched or the one that was narrated in the end? If we are going to stick with the first one, then there aren't many things to say or to discuss. What happened was all real and we should consider it done and move on. The other story, though, is packed with symbolisms, which I will try to analyze.

   The obvious part, the one already explained, is that the four animals present in the boat were actually the four human passengers. The symbolism is right there. The only interaction with the animals, besides being sorry to the zebra-sailor, was when Pi asked the orangutan about her child. "Where is your child?" We could assume that Pi is asking about himself at that moment, when he examines his own existence. This question can be interpreted as a mere thought, of course, rather than a real question. 

   Now, of all the four animals, the one with the most significance is the tiger. The one tethered with the protagonist. If we believe the second story, then the tiger never actually existed. It's a symbol. What does it symbolise? I believe the very core of Pi's existence. His thoughts, his feelings and his insanity. That's why the first time it appears inside the boat is when he takes the decision to kill the hyena-cook.

   At first, we see the boy and the tiger being at an all-out conflict about the leadership. Who wins? the tiger, or rather the instincts. Who loses? Sanity. After the trauma experienced, Pi was left with his misery and his mere instincts to fight the harsh reality. That's why his mind cracked and the story began to unfold differently in his head. But even before he exiles himself (his human, sane side) in the raft, he tries to overcome the tiger and takeover the whole boat. At this point, I have to state that the boat represents Pi's whole existence. So the fight was between the traumatised, unstable sanity versus the primal instincts of survival and self preservation. After the tiger won, we can see that Pi is trying to survive, without being stuck in the past. 

   After that, we see his tries to look the tiger in the eye and tame it. This reminds me of his first thoughts when he saw the tiger and had the conversation with his dad. He gazed in its eyes and tried to find some feelings inside. It was the desperate tries to take back his sanity. What he expected was to tame it. What he got was a reflection of his own feelings, as mentioned by his father.

   As time passes, he comes in terms with his new self, represented by the tiger. He faces the dangers along with it and tries to feed it in order to survive. I believe that a specific thought of his clarifies everything. "If the tiger starves, it will eventually consume me". In other words, "If I let the feral anger inside me die, my fragile, human side will be unable to control the harsh everyday life in the boat and I will be consumed by grief and eventually even take my own life".

   A very touching moment, the moment when he realises he is going to die, is when he hugs the tiger and becomes one with it. This is the moment when death touches both the human side and the instincts. At that time, after all hope is left, Pi's inner self is united. The tiger has taken over completely, for the time being.

   His next stop is the strange island, where his feral side is let loose and his human side finds rest and comfort. This island can represent the field of the second great fight between Pi's two sides. At daytime, everything is peaceful, but at nights, his mind tries to takeover his unstable inner self. At that time, he finds the mysterious human tooth, which is the proof of the human who has "died" long ago inside him. We could say it's a glimpse at his own self and the scattered sane parts within. This is the moment when the human side tries to takeover and he decides to leave. The strong moment when he calls for the tiger and it behaves, is the moment when his humanity gains the upper hand. 

   After that, he finally finds a real shore. The moment he touches the ground, his sanity is restored totally. What he sees is the tiger being ahead of him and eventually returning to the jungle, without looking back. What really happens is that his feral anger and the primal instincts needed for survival are gone forever when he returns to civilisation. At that moment, his agony is real. A part of himself is gone and his terryfying past is back. 

  Overall, Pi's journey is not only about his survival. It is about his fight with himself, in order to survive mentally. In the end, he prevails. His future self gives the credits to God, but this is another story. 

Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

Ανάγκη για ηρωισμό

  Η ανάγκη για ηρωισμό (ή όπως το ονομάζω αυθαίρετα "το σύνδρομο του ήρωα") έχει να κάνει με την τάση ενός ανθρώπου, συνήθως άντρα, να γίνεται δημοφιλής μέσω ηρωικών πράξεων ή γενικώς πράξεων που αποδεικνύουν την αξία του. Ίσως είναι η άλλη όψη του μεσσιανισμού

   Η συνηθέστερη μορφή του είναι η ανάγκη να επιδεικνύει τις ικανότητές του ή μέσω αποφάσεων σε συνθήκες πίεσης ή απαιτητικές, στις οποίες η παρουσία του είναι απαραίτητη. Κατά πλειονότητα, απαντάται στον ερωτικό τομέα. Ο επίδοξος ήρωας επιθυμεί να τραβήξει την προσοχή του άλλου ατόμου μέσω πράξεων αντί μέσω κοινωνικής διάδρασης. Πού οφείλεται αυτό;

   Πρώτον, υπάρχει μια έμφυτη τάση στο αντρικό φύλο να αναδεικνύεται μέσω των πράξεών, αντί μέσω των λεγομένων του. Η πιο πρακτική φύση του τον ωθεί σε καταστάσεις πίεσης, όπου η δημοφιλία του ανεβαίνει κατακόρυφα χωρίς να χρειαστεί σταθερή και συνεχής δουλειά, παρά μόνο μία ηρωική πράξη. Δεύτερον, έχει συνηθίσει να λαμβάνει θετικά σχόλια μετά από ανδραγαθήματα και να ανεβαίνει στα μάτια των ανθρώπων του περιβάλλοντός του μέσω αυτών.

Ποιο είναι το μήνυμα που προσπαθεί να περάσει; "Ίσως να μην έχω τις κοινωνικές δεξιότητες να αναδειχθώ αλλιώς, αλλά προσέξτε με για το θάρρος και το κουράγιο / τη δύναμή μου". Γιατί είναι αυτό προτιμητέο; Διότι προσπερνά άμεσα όλα τα, απαραίτητα σε άλλη περίπτωση, στάδια που απαιτούνται για να κερδίσει την καρδιά της αγαπημένης του. Γίνεται ο εκλεκτός της με μια πράξη, σε ένα λεπτό και χωρίς να το χτίζει λίγο λίγο, κάτι που θα απαιτούσε συνεχή προσπάθεια και λεπτομερείς αποφάσεις.

   Η σκληρή αλήθεια είναι πως οι περισσότεροι άντρες έχουμε μαύρα μεσάνυχτα από κοινωνική διάδραση. Αδυνατούμε να καταλάβουμε τη σημαντική λεπτομέρεια, αυτό που πρέπει να ειπωθεί κι αυτό που πρέπει να μείνει μέσα στο κεφάλι μας. Συνήθως σε αντίστοιχες περιπτώσεις είμαστε λίγο πιο ντροπαλοί απ' ό,τι πρέπει, λίγο πιο άτολμοι, λίγο πιο φυσιολογικοί. Οπότε αυτό που μπορεί να μας σώσει είναι... μια ηρωική πράξη!

Παραδείγματα αυτού του φαινομένου: 

1) Ο τυχαίος ήρωας (πάντα με άγνωστη κοπέλα): τη συναντώ στον δρόμο, έχει πέσει κάτω και τη βοηθάω να σηκωθεί. Την κυνηγάει κάποιος και τη σώζω. Τη σώζω από ληστεία, βιασμό, σεξουαλική παρενόχληση. Με λίγα λόγια, από εντελώς άγνωστος έχω γίνει ο ιππότης της, έχοντας αποδείξει την αξία μου χωρίς να χρειαστεί να ανταλλάξω κουβέντα.

2) Ο γιατρός/ειδικός επιβίωσης: της έχει συμβεί ένα ατύχημα και της παρέχω τις πρώτες βοήθειες (ή σε παραλλαγή, συμβαίνει σ' ένα δικό της πρόσωπο ένα ατύχημα και εμφανίζομαι εγώ για να το σώσω μπροστά της). Κινδυνεύει η υγεία της από κάτι και της δίνω τη λύση με την έγκαιρη εμφάνισή μου (σε σενάρια του '90 χρειάζεται αίμα, έχει πολύ σπάνια ομάδα αίματος κι εγώ της το προσφέρω με σθένος κι αυταπάρνηση). 

3) Ο μηχανικός: κάτι δικό της έχει χαλάσει κι αποδεικνύω την εφευρετικότητα, την πρακτικότητά μου μέσω μιας επισκευής. Έχει πάθει λάστιχο στη μέση του πουθενά, το κινητό/υπολογιστής της έχει ιό, κάποια συσκευή στο σπίτι της δε δουλεύει κλπ. 

4) Ο δάσκαλος/ο σύμβουλος ζωής: της μεταφέρω τις γνώσεις μου για κάτι, αποδεικνύοντας την ευφυία μου, την καλή μου πληροφόρηση και τις γνώσεις μου. Ανεβαίνω στα μάτια της απότομα και δραματικά μέσω αυτών.

   Φυσικά μια ηρωική πράξη δεν είναι από μόνη της κάτι κακό. Η ανάγκη για μια τέτοια παρέμβαση πολλές φορές είναι ζωτικής σημασίας και διαχρονικά πολλοί ήρωες, μικροί ή μεγάλοι, κέρδισαν δημοφιλία και την καρδιά της αγαπημένης τους μέσω τέτοιων πράξεων. Το μοτίβο αυτό έχει βοηθήσει φοβερά να διαιωνιστεί το ανθρώπινο είδος. Μάλιστα, οι περισσότερες ερωτικές διαδράσεις θέλουν τον άντρα πρακτικό, σωτήρα και πάροχο ασφάλειας. 

   Αυτό που καθιστά το σύνδρομο του ήρωα πρόβλημα είναι ότι συνήθως ο επίδοξος ήρωας αντικαθιστά όλες τις υπόλοιπες αρετές που θα μπορούσε να αναπτύξει με αυτό. Δηλαδή, σε μία φυσιολογική περίσταση είναι αφανής κι αδιάφορος και περιμένει μια τέτοια ευκαιρία για να φανεί. Αυτό ίσως σε παλιότερα χρόνια να ήταν πρακτικό, αλλά στη σύγχρονη εποχή η γυναίκα γίνεται όλο και πιο ανεξάρτητη. Χρειάζεται όλο και λιγότερο τον ήρωα κι αυτό προκαλεί άγχος στους επίδοξους ήρωες, που θα ήθελαν πολύ μια ευκαιρία να αποδείξουν την αξία τους αλλά σπάνια τη βρίσκουν. Αυτό φυσικά τους προκαλεί άγχος κι ένα αίσθημα αδικίας, καθώς νιώθουν έτοιμοι να προσφέρουν ανά πάσα στιγμή.

   Κι αυτό οδηγεί με τη σειρά του στην τεχνητή ανάγκη για ήρωα. Ο επίδοξος ήρωας δημιουργεί μια δύσκολη κατάσταση, την οποία μόνο ο ίδιος μπορεί να λύσει! Αφού δεν υπάρχει η ανάγκη για ήρωα, τη δημιουργεί τεχνηέντως. Γίνεται ο ήρωας που κανείς δε ζήτησε. Ένας άνθρωπος δηλαδή που έχει αφήσει πίσω τις κοινωνικές του δεξιότητες και προσπαθεί να τις υποκαταστήσει με μια στιγμή ηρωισμού. Αυτό φυσικά οδηγεί σε πολλές αδέξιες, αμήχανες καταστάσεις, όπως αναίτιους καβγάδες ή σωτηρίες με το ζόρι. Έτσι, ακόμα κι αν χρειαστεί ηρωισμός σε κάποια περίσταση, οδηγεί σε μια μελλοντική σχέση χωρίς αντίκρισμα. Διότι ο ήρωας που χρειάζεται σήμερα, αύριο έχει ξεχαστεί, μαζί με την ανάγκη για την ύπαρξή του.



  Disclaimer: Στο άρθρο αυτό δεν αναλύω κάποιον όρο της ψυχολογίας ούτε κάτι που έχω διαβάσει ως σύνδρομο, παρά μια συμπεριφορά που παρατηρώ γύρω μου.

Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

Περί φιλαναγνωσίας - Συνέντευξη με τη Ροδάνθη Λάκκα

Στη νέα σειρά άρθρων με τίτλο "Περί φιλαναγνωσίας", ασχολούμαι ενεργά με το τι σημαίνει βιβλίο, ρωτώντας άτομα του χώρου. Πρώτη στο ταξίδι αυτό η Ροδάνθη Λάκκα, που διαχειρίζεται το blog www.booksandrosesblogspot.wordpress.com.

Τα διάφορα χρώματα στις ερωτήσεις οριοθετούν το θέμα συζήτησης. 
Μπλε= Ατόφια φιλαναγνωσία
Πράσινο= Ελληνική λογοτεχνία
Κόκκινο= Ξένη λογοτεχνία
Μωβ= Ερωτήσεις προσωπικές/ελεύθερες

1. Για αρχή, πείτε μας λίγα λόγια για εσάς και τη σχέση σας με το βιβλίο.

         Ονομάζομαι Ροδάνθη, είμαι 21 χρονών και είμαι από τη Θεσσαλονίκη. Σπουδάζω φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και στον ελεύθερο μου χρόνο γραφώ ποίηση - κατά κύριο λόγο- και ασχολούμαι με το blog μου www.booksandrosesblogspot.wordpress.com. Ξεκίνησα να διαβάζω από την ηλικία των πέντε, ωστόσο το διάβασμα μου δεν ήταν συστηματικό και δεν μου είχε γεννηθεί η ανάγκη να διαβάσω περισσότερο ούτε και η μεγάλη αγάπη για το βιβλίο. Η ανάγκη αυτή μου γεννήθηκε κατά την εφηβεία, στα δεκατέσσερα. Οι ψυχολογικές διακυμάνσεις κατά την εφηβική ηλικία και όλες οι αλλαγές που αντιμετωπίζει ένας έφηβος με ώθησαν στο διάβασμα. Για εμένα το διάβασμα ήταν και είναι ένα καταφύγιο. Μία στιγμή μοναδικά δική σου που έχεις τη δυνατότητα να αναπνεύσεις και να ονειρευτείς δίχως ΠΡΈΠΕΙ και συμβιβασμούς. Στα δεκαέξι, που άρχισα να γράφω ποίηση, η αγάπη για το βιβλίο έγινε ακόμα μεγαλύτερη. Διάβαζα πιο συνειδητά και πιο επιλεκτικά χωρίς να είμαι βέβαια προκατειλημμένη απέναντι σε κανένα είδος. Το διάβασμα ήταν πλέον κομμάτι του εαυτού μου!

      2. Φιλαναγνωσία σημαίνει…

          Αυτό που διαβάζεις να σε γεμίζει και να σε ταξιδεύει, ό,τι και αν είναι αυτό!

3. Ποιες είναι οι αγαπημένες σας κατηγορίες βιβλίου;

    Ποίηση, Μυθιστόρημα του Φανταστικού, Ιστορικό Μυθιστόρημα.

4. Τι σας ωθεί να διαβάσετε ένα βιβλίο; Εξώφυλλο, σύνοψη, κριτικές, προτάσεις φίλων; Κάτι άλλο;

   Νομίζω πως την πρώτη εντύπωση την κλέβει το εξώφυλλο, αυτό είναι το πρώτο που κοιτάω σε ένα βιβλίο. Αν μου κεντρίσει το ενδιαφέρον προχωράω στην περίληψη, αν με κερδίσει η περίληψη, το αγόρασα. Οι κριτικές σπάνια θα με κάνουν να διαβάσω ένα βιβλίο. Συνήθως τα βιβλία με «καλή» φήμη, γεγονός που προκύπτει από σωστό marketing, με απογοητεύουν, δεν είναι πάντα αυτό που περιμένω. Έπισης, σημαντικό ρόλο παίζει η ψυχολογία και η κούραση που μπορεί να με βαραίνουν εκείνη την περίοδο. Δεν μπορείς συνεχώς να διαβάζεις «δύσκολα» ή συνεχώς πιο «ανάλαφρα» βιβλία.



5. Οι Έλληνες διαβάζουν περισσότερο ή λιγότερο από παλιά;
    
   Θέλω να πιστεύω πως τα τελευταία δέκα χρόνια ο κόσμος άρχισε να διαβάζει περισσότερο παρά την έντονη προσκόλληση όλων με την τεχνολογία. Το ευρύ πλέον φάσμα της λογοτεχνίας τόσο σε είδος αλλά και σε ύφος έχει κάνει τη λογοτεχνία πιο προσιτή στους αναγνώστες, καθώς αν ψάξεις, θα βρεις αυτό που θα σου ταιριάζει αναγνωστικά. Ωστόσο, λόγω οικονομικής κρίσης και της μετέπειτα οικονομικής κατάστασης στη χώρα (μιλάω για Ελλάδα) οι αναγνώστες δεν ξοδεύουν τόσα χρήματα σε βιβλία, όσα θα μπορούσαν να διαθέσουν στο παρελθόν.

6. Ποιο είναι το καλύτερο στοιχείο στην ελληνική λογοτεχνία του σήμερα;

   Ένα από τα καλά της ελληνικής λογοτεχνίας είναι πως υπάρχει πλέον μεγάλη ποικιλία βιβλίων και συγγραφέων για να επιλέξεις, κι ας φαίνεται μικρή η ελληνική αγορά μπροστά στην ξένη. Επίσης, υπάρχει ένα μεγάλο κύμα νέων συγγραφέων που μπορεί οι αναγνώστες να είναι κάπως επιφυλακτικοί απέναντί τους αλλά υπάρχουν «διαμαντάκια» ανάμεσα σε αυτό το κύμα που θα σε εκπλήξουν ευχάριστα!

7.  Ποιο είναι το χειρότερο στοιχείο στην ελληνική λογοτεχνία του σήμερα;

    Σε αντίθεση με την απάντησή μου στην προηγούμενη ερώτηση, η οποία ήταν και η θετική πλευρά της μεγάλης ποικιλίας στο λογοτεχνικό χώρο, είναι πως πλέον μπορεί να εκδώσει το βιβλίο του ο οποιοσδήποτε. Αυτό σημαίνει πως μέσα σε μία μεγάλη αγορά θα βρεις ναι μεν εξαιρετικά έργα αλλά και αρκετά έργα που υπό άλλες συνθήκες δε θα άξιζαν να εκδοθούν. Δεν υπάρχει πλέον κάποιο όριο που να χαρακτηρίζει το «καλό» βιβλίο από το «λιγότερο» καλό (χωρίς απαραίτητα να είναι αυτό αυστηρό). Αυτό βέβαια δείχνει και την κατάσταση που επικρατεί στη λογοτεχνική κοινότητα και κυρίως μεταξύ των εκδοτικών, αυτοί είναι που κατευθύνουν τα πράγματα και δυστυχώς δεν είναι λίγοι οι εκδοτικοί που επί πληρωμή, ευχαρίστως θα εξέδιδαν το βιβλίο σου. Όχι πως δεν υπάρχουν βέβαια και εκδοτικοί που σέβονται το αναγνωστικό κοινό.

8. Προτιμάτε την παλιά γενιά Ελλήνων λογοτεχνών ή τη νέα; Γιατί;

   Θεωρώ πως κάθε γενιά λογοτεχνών έχει τη χάρη της και προσφέρει κάτι το μοναδικό. Στις παλαιότερες  γενιές βλέπουμε μία πιο παραδοσιακή γραφή, κατά διαστήματα η χρήση της καθαρεύουσας κυριαρχεί, γεγονός που έκανε και ίσως κάνει και τώρα, πιο απρόσιτη τη λογοτεχνία εκείνης της εποχής. Βέβαια, οι παλαιότερες γενιές επεξεργάζονταν σε τεράστιο βαθμό τα κείμενά τους, το οποίο έδινε και το αντίστοιχο αισθητικό αποτέλεσμα, το οποίο εκτιμώ ιδιαίτερα. Ακόμα, τα θέματα παλαιότερων συγγραφέων είναι πιο απλά, κυρίως καθημερινής φύσεως αλλά ταυτόχρονα και πιο αγνά, κάτι που καθιστά τη λογοτεχνία των παλαιότερων λογοτεχνών πολύ όμορφη.
   Από την άλλη μεριά, η νέα γενιά λογοτεχνών έχει νέες, φρέσκιες ιδέες στη γραφή. Τα θέματα ποικίλουν, γράφουν για θέματα που παλαιότεροι συγγραφείς δεν τολμούσαν να γράψουν για αυτά, κυρίως γιατί ήταν πολύ προκλητικά για την εποχή. Σήμερα γράφουν και λένε ό,τι τους απασχολεί απροκάλυπτα. Δεν υπεκφεύγουν, ούτε μιλούν έμμεσα. Μπορεί η γλώσσα να είναι πιο απλή ορισμένες φορές αλλά οι ιστορίες που πλάθει η νέα γενιά λογοτεχνών σε ταξιδεύουν και σε κάνουν να νιώθεις πιο ζωντανός. Επομένως, δε θα έλεγα πως μπορώ να διαλέξω κάποια από τις δύο.

9. Πιστεύετε ότι οι Έλληνες λογοτέχνες έχουν να προσφέρουν στον χώρο ή γράφουν από φιλοδοξία/ματαιοδοξία;

    Πιστεύω πως πάντα υπάρχουν κάποιοι που γράφουν και θα γράφουν  από φιλοδοξία, αν και δεν πιστεύω πως το να είσαι φιλόδοξος είναι κακό πράγμα. Πιστεύω, ωστόσο, δίχως αμφιβολία πως οι Έλληνες λογοτέχνες έχουν να προσφέρουν πολλά στο χώρο. Κάθε μέρα εκδίδονται εκατοντάδες βιβλία στην Ελλάδα, αρκετά από τα βιβλία αυτά, άλλα είναι περισσότερο γνωστά άλλα όχι τόσο, είναι ιδιαίτερα αξιόλογα. Είναι εκεί για να μας προβληματίσουν, να μας παρακινήσουν να δράσουμε,  να γεννήσουν συναισθήματα. Πολλοί πιστεύουν πως μετά το 1980 υπήρξε μία πτώση τόσο στην ποσότητα όσο και στην ποιότητα της λογοτεχνίας, παρόλα αυτά, νομίζω πως αυτό έχει ήδη αρχίσει να αλλάζει και στα επόμενα χρόνια θα αρχίσει να είναι περισσότερο ορατό.



10. Για τον αναγνώστη έχει σημασία αν διαβάζει βιβλίο ξένου ή Έλληνα συγγραφέα;

   Πιστεύω πως έχει να κάνει με την προτίμηση  του καθενός. Μπορεί οι ξένοι συγγραφείς να εκφράζουν κάποιους αναγνώστες, άλλους μπορεί όχι. Το ίδιο αντίστοιχα και με την ελληνική. 

11. Πιστεύετε ότι οι ξένοι συγγραφείς κυριαρχούν στην ελληνική αγορά;

    Οι ξένοι συγγραφείς αναμφίβολα κυριαρχούν στην ελληνική αγορά. Νομίζω πως είναι λογικό. Η ελληνική λογοτεχνία είναι πολύ πιο πίσω από την ξένη, κυρίως όσον αφορά τα θέματα για τα οποία μιλούν, καθώς η γραφή των Ελλήνων είναι ισάξια με των ξένων λογοτεχνών. Ένα μικρό παράδειγμα είναι πως λόγω τουρκοκρατίας η ελληνική λογοτεχνική παραγωγή άργησε να ανθίσει - όχι πως δεν γράφονταν έργα σε αυτό το διάστημα. Όταν λοιπόν ο ρομαντισμός άρχισε να ανθίζει στην Ελλάδα, ο οποίος είναι άμεσα συνυφασμένος με τη βιομηχανική επανάσταση, στις άλλες χώρες της Ευρώπης βρίσκεται στα τέλη του, καθώς είχαν τις βάσεις για να συμβεί κάτι τέτοιο. Η Ελλάδα πάλι ήταν ένα νεοσύστατο κράτος χωρίς προσανατολισμό και όταν ξανάρχισε η λογοτεχνική παραγωγή είχε ως στόχο τη δημιουργία εθνικής συνείδησης. Όχι πως δεν χρησιμοποιήθηκε ο ρομαντισμός από άλλες χώρες για αυτό το λόγο, αλλά ήταν πολύ διαφορετικές οι συνθήκες. Επομένως, όλα αυτά που προσδοκούσαμε να διαβάσουμε, τα οποία ήταν πιο εδραιωμένα και περισσότερο αποδεκτά από τη ξένη λογοτεχνία, μας έκαναν και συνηθίσαμε σε αυτή και είναι λογική η κυριαρχία της στον ελληνικό χώρο, αν και τα τελευταία χρόνια έχουμε αντίστοιχα και ισάξια έργα από Έλληνες συγγραφείς.

12.  Το επίπεδο των ξένων συγγραφέων είναι εν γένει υψηλότερο;

    Παλαιότερα, θεωρώ πως ναι, σήμερα βέβαια, πιστεύω πως αυτό έχει αλλάξει και είναι κάτι πολύ θετικό.

13. Οι εκδοτικοί οίκοι δίνουν μεγαλύτερη σημασία στους Έλληνες ή στους ξένους συγγραφείς;

   Νομίζω πως αυτό είναι μία πονεμένη ιστορία.... Μεγάλο ποσοστό των εκδοτικών στοχεύει στο κέρδος, οπότε θα ασχοληθεί με τη σίγουρη επιτυχία. Αυτό σημαίνει πως προφανώς και θα ενδιαφερθεί πρώτα για την ξένη λογοτεχνία, που έχει αποδείξει την αξία της και μετέπειτα με τους Έλληνες συγγραφείς, που το βιβλίο τους ξέρουν πως θα πουλήσει λόγω θεματολογίας, ανεξαρτήτως αν έχει κάποια λογοτεχνική αξία. Τέλος, λίγοι είναι οι εκδοτικοί που θα ασχοληθούν με πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς, καθώς η επιτυχία τους είναι αμφίβολη στην αρχή και δυστυχώς δεν παίρνουν όλοι αυτό το ρίσκο.

14. Είναι το ίδιο εύκολη η κριτική προς έναν νέο και προς έναν αναγνωρισμένο συγγραφέα; Προς έναν ξένο κι έναν Έλληνα;

     Αν είσαι αντικειμενικός, η κριτική είναι το ίδιο. Για παράδειγμα όταν γράφω στο blog μου, δεν ξεχωρίζω τον νέο με τον αναγνωρισμένο συγγραφέα, ούτε τον ξένο με τον Έλληνα συγγραφέα. Αυτό που μετράει για εμένα είναι το αποτέλεσμα. Αν αυτό που θα διαβάσω είναι άρτιο και με ικανοποιήσει, δεν με νοιάζει ποιος το έχει γράψει. Αν το βιβλίο με κερδίσει απλά θα έχω τη δυνατότητα να εμβαθύνω στη κριτική μου και αν ο συγγραφέας είναι νέος και μου δώσει κάτι το αξιόλογο απλά θα με χαροποιήσει περισσότερο η προσπάθειά του!



15. Αν μπορούσατε να ζήσετε στον κόσμο ενός βιβλίου, ποιος θα ήταν αυτός;

Θα επιθυμούσα να ζήσω σε πολλούς αλλά θα διάλεγα τον κόσμο που δημιούργησε η J.K.Rowling, αυτόν του Harry Potter! #potterhead

16. Είστε πρωταγωνίστρια σ’ ένα βιβλίο. Ποια είναι η ιδιότητά σας, ποιο το περιβάλλον σας, ποιες οι συγκρούσεις και ποιος ο σκοπός σας;

    Δύσκολη ερώτηση... Νομίζω πως θα μου άρεσε να είμαι η πρωταγωνίστρια του βιβλίου που γράφω τώρα. Που σημαίνει ότι θα ήμουν μία Σειρήνα! #notmorespoiler

17. Τι θα σας έκανε να κλείσετε ένα βιβλίο πριν την ώρα του;

    Να πω την αλήθεια, το έχω κάνει αρκετές φορές να παρατήσω ένα βιβλίο στη μέση. Συνήθως, θα το αφήσω γιατί δε μου κεντρίζει το ενδιαφέρον ή γιατί ο συγγραφέας μπαίνει σε πολλές λεπτομέρειες και έπειτα από αρκετά κεφάλαια δεν καταλήγει σε κάποιο ουσιαστικό συμβάν. Πολλοί λόγω ψυχαναγκασμού το προσπαθούν και τελειώνουν βιβλία που δεν τους ευχαριστούν, εγώ δεν μπορώ να το κάνω. Η καθημερινότητα είναι γεμάτη άγχος και πίεση, δεν υπάρχει λόγος να ζοριστώ και στην ανάγνωση ενός βιβλίου. Το διάβασμα είναι εκεί για να προσφέρει χαλάρωση!

18. Ποιο είναι το αγαπημένο σημείο της ανάγνωσης;

    Νομίζω λίγο πριν το τέλος του βιβλίου. Ναι μεν θέλεις να τελειώσει για να δεις τι θα γίνει στο τέλος αλλά δε θέλεις να τελειώσει γιατί μετά έρχεται εκείνο το κενό που κάθεσαι, κοιτάς το ταβάνι και λες «Και τώρα τι;»

19.  Πού, πώς και πότε προτιμάτε να διαβάζετε;

    Δε διαβάζω σε συγκεκριμένο μέρος, ούτε σε συγκεκριμένη ώρα. Όταν θέλω να διαβάσω απλά θέλω να υπάρχει λίγη ησυχία, αν νιώσω άνετα εκείνη τη στιγμή δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα το μέρος.



Σε αυτό το σημείο θέλω να ευχαριστήσω τη Ροδάνθη Λάκκα για τη συνέντευξη και να της ευχηθώ τα καλύτερα, και στο αναγνωστικό και στα δημιουργικά ενδιαφέροντά της! 

Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Συνέντευξη Τόλκιν – Γρηγόρης Δημακόπουλος



 1. Πες μας κάποια πράγματα για εσένα και την εργογραφία σου, αλλά και τη σχέση σου με τον Τόλκιν.

Είμαι πολιτικός μηχανικός, ζω κι εργάζομαι στην Καρδίτσα. Σπούδασα στο Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκης, την περίοδο 2000-2006. Από μικρή ηλικία καλλιεργήθηκε μέσα μου το ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, κυρίως μετά την επαφή μου με την Ιστορία Χωρίς Τέλος του Μιχαήλ Εντέ και τα έργα του Ιούλιου Βερν.
Πέρα από τα διηγήματα που γράφω κατά καιρούς για τη Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας Καρδίτσας το βασικό μου έργο είναι η τριλογία φαντασίας η Εποχή των Θρύλων. Το πρώτο μέρος, η Κόκκινη Αυγή, εκδόθηκε από τις Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή τον Μάιο του 2019. Τo βραβευμένο διήγημα Το εκκρεμές ήταν το πρώτο έργο μου που εκδόθηκε, λαμβάνοντας την τρίτη θέση στον πανελλήνιο διαγωνισμό Φαντασία 2018, στα πλαίσια του φεστιβάλ Fantasmagoria (Έπος της Φαντασίας ΙΙ, εκδόσεις I Write, 2018). Το διήγημα Ερήμωση έχει συμπεριληφθεί επίσης στην ανθολογία Στα Όνειρα της Φαντασίας: Πολεμικές Ιαχές (Εκδόσεις Allbooks, υπό έκδοση, 2020).
Τώρα, όσον αφορά τη σχέση μου με τον Τόλκιν, θα πω μόνο πως αγαπημένο μου βιβλίο είναι το Σιλμαρίλλιον· και θα προσθέσω πως αν η τύχη τα είχε φέρει έτσι ώστε να μην διάβαζα ποτέ το συγκεκριμένο βιβλίο, αμφιβάλλω κατά πόσο θα βρισκόμουν εδώ τώρα να απαντάω τις συγκεκριμένες ερωτήσεις με την ιδιότητα του συγγραφέα.

           


2. Αν ήθελες να εισάγεις κάποιον εντελώς άσχετο στην κοσμοπλασία του Τόλκιν, ποια θα ήταν τα τρία πρώτα στοιχεία που θα του έδινες;

Χμμμ. Για να δω… Θα του μιλούσα σίγουρα για τα γλωσσολογικά στοιχεία που εισήγαγε ο Τόλκιν στο έργο του και το πώς τα έδεσε με τα ιστορικά γεγονότα της κοσμοπλασίας. Θα του μιλούσα για τη μάταιη μάχη των Ξωτικών Νόλντορ ενάντια στις σκοτεινές δυνάμεις και ίσως να του έλεγα για την κοσμογονία και τη μουσική των Αϊνούρ που θεωρώ πως είναι καταπληκτική ως σύλληψη ακόμη και έως τις μέρες μας.


3. Γνωρίζω πως είσαι κυρίως φαν των βιβλίων κι όχι των ταινιών. Για εμάς τους λιγότερο σχετικούς με το θέμα, τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα. Από το 1-10 τι βαθμολογία βάζεις στα βιβλία και τι στις ταινίες;

Είμαι φαν των βιβλίων και των ταινιών, βασικά, απλώς προτιμώ τα βιβλία όταν τίθεται ζήτημα επιλογής. Όσον αφορά τώρα τη βαθμολογία, δεν θα σας κουράσω καθόλου: βάζω σε όλα 10! (Εξαιρούνται οι 3 ταινίες του Χόμπιτ που τις θεωρώ μετριότητες). Κατά σειρά προτίμησης, όμως, παραθέτω το εξής: Σιλμαρίλλιον > Συντροφιά του Δαχτυλιδιών > Δύο Πύργοι > Η Επιστροφή του Βασιλιά > Χόμπιτ.

4. Με μια γρήγορη ματιά, ποια είναι τα 5 καλύτερα χαρακτηριστικά των βιβλίων;

Η πανέμορφη γραφή είναι το πρώτο στοιχείο σίγουρα, κι αυτό που προσέχει αμέσως ο αναγνώστης. Το βάθος της κοσμοπλασίας είναι το δεύτερο, με τα τοπωνύμια, τα ονόματα, τους δευτερεύοντες χαρακτήρες, το ιστορικό βάθος, τις φυλές, το γλωσσολογικό υπόβαθρο και τις παλιές ιστορίες. Η οργανικότητα των περιγραφών είναι το τρίτο στοιχείο: μέχρι στιγμής θεωρώ απαράμιλλη την ικανότητα του Τόλκιν να δημιουργεί αυτή την αίσθηση πως η Μέση Γη είναι αληθινή… πως υπάρχει κάπου εκεί έξω, κι αυτό που διαβάζουμε δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια αναπαραγωγή των όσων έβλεπε με τα ίδια του τα μάτια. Οι χαρακτήρες είναι το τέταρτο στοιχείο. Δεν νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθώ περαιτέρω όταν χαρακτήρες όπως ο Φρόντο, ο Γκάνταλφ, και ο Άραγκορν έχουν μείνει στην ιστορία και αποτελούν σημείο αναφοράς για χιλιάδες λογοτέχνες του είδους. Πέμπτο στοιχείο θα πω φυσικά την ιδιαίτερη πλοκή που ακόμα και σήμερα προάγει το σασπένς και εξάπτει τη φαντασία.  

5. Ανάλυσε ένα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά της επιλογής σου, όποιο κρίνεις σημαντικότερο.

Θα έλεγα πως δεν υπάρχει ετεροβαρής σχέση μεταξύ των άνωθεν στοιχείων. Και τα πέντε είναι εξίσου σημαντικά κατά τη γνώμη μου. Έπαιξαν τον ίδιο ρόλο ώστε να γίνει ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών ανεπανάληπτη επιτυχία. Θα σταθώ μόνο λίγο παραπάνω στο πέμπτο στοιχείο που ελάχιστοι τείνουν να αναφέρουν λόγω του ότι συνήθως εντυπωσιάζονται περισσότερο από τα τέσσερα πρώτα στοιχεία. Η τριλογία πραγματικά δεν θα έφτανε να γίνει τόσο δημοφιλής αν δεν στηριζόταν στο σασπένς. Αν δεν είχε το κυνηγητό με τους Εννιά, το κρυφό ταξίδι στη Μόρια, το απελπισμένο ταξίδι στη Μόρντορ, την πολιορκία στο Φαράγγι του Χελμ, τη Μίνας Τίριθ και ούτω καθεξής. Κι αυτό καλό είναι να το έχουμε όλοι κατά νου, όταν επιχειρούμε να γράψουμε ένα βιβλίο.



6. Συνοπτικά, ανάφερε 5 λόγους που οι ταινίες υπολείπονται.

Α) Υπολείπονται σε χρόνο. Ο σκηνοθέτης έχει 3 ώρες διαθέσιμες να πει την ίδια ιστορία που ο συγγραφέας τη λέει σε 25. Β) Όσο ισχυρό κι αν είναι το οπτικό μέσο, πάντα θα υπολείπεται σε δύναμη απέναντι στη φαντασία. Κι αυτό γιατί η αλληλεπίδραση βασίζεται σε πεπερασμένα πρότυπα, (ο θεατής λαμβάνει αυτό που βλέπει, thats it) ενώ η φαντασία δεν γνωρίζει όρια. Γ) Πολλά στοιχεία αναγκαστικά παραλείπονται ή παρουσιάζονται συμπτυγμένα. Όπως πχ η κοσμοπλασία που αναφέραμε προηγουμένως. Δ) Η εικόνα είναι ένα μαχαίρι με διπλή κόψη. Αν ο τρόπος με τον οποίο σου παρουσιάζει ο σκηνοθέτης έναν χαρακτήρα ή ένα σκηνικό δεν ταιριάζει με αυτό που έχεις στο μυαλό σου, αυτομάτως ζημιώνεται η εμπειρία. Για παράδειγμα η σκηνή με το Στόμα του Σάουρον εμένα με ξενέρωσε. Ε) Οι περιγραφές και η λυρική γραφή των βιβλίων επίσης είναι εξαιρετικά δύσκολο (έως ανέφικτο) να αποδοθούν στο σινεμά, στο βαθμό δηλαδή που να παίζουν τον ίδιο ρόλο με την αναγνωστική εμπειρία.

7. Ανάλυσε έναν από αυτούς, όποιον κρίνεις χειρότερο.

Τον τρίτο λόγο, το ότι πολλά στοιχεία αναγκαστικά παραλείπονται ή παρουσιάζονται συμπτυγμένα. Πολλά αγαπημένα κομμάτια όπως οι Θολωτοί Τάφοι, το Παλιό Δάσος, η αναμέτρηση του Γκάνταλφ με τον Σάρουμαν, το Συμβούλιο του Έλροντ, η επέλαση του γκρίζου λόχου των νεκρών, είναι πολύ διαφορετικά στις ταινίες απ’ ότι θα ήθελα ή δεν υπάρχουν καθόλου. Κατανοώ πως πολλά στοιχεία έπρεπε να κοπούν ή να αλλαχτούν, λόγω χρονικού περιορισμού αλλά και πάσης φύσεως θεματικών αναπροσαρμογών, όμως αυτό δεν αναιρεί το γεγονός πως το αρχικό υλικό ήταν διαφορετικό κι εγώ θα ήθελα να μπορούσα να το βιώσω οπτικά υπό τις γνώριμες συνθήκες, κι όχι έτσι όπως παρουσιάστηκε.

8. Αν κρατούσες την πένα του Τόλκιν, τι θα προσέθετες και τι θα αφαιρούσες στην κοσμοπλασία; (1 βασικό στοιχείο για το καθένα)

Θα πρόσθετα σίγουρα περισσότερες πληροφορίες για τη μυστηριώδη Ανατολή. Θα αφαιρούσα ορισμένα τοπωνύμια, που κρίνω πως είναι υπερβολικά πολλά σε ορισμένα σημεία πάνω στον χάρτη.



      9. Υπάρχει κάποια θεωρία συνωμοσίας που λατρεύεις/μισείς σε σχέση με την τριλογία;

Χμμμ… θεωρία συνωμοσίας δεν έχω ακούσει, να πω την αλήθεια. Αυτό που μου έχει μείνει στο μυαλό, όμως, είναι μια δήλωση του Τόλκιν που είχα διαβάσει, πως οι ιστορίες που έγραφε γεννιόντουσαν αυθόρμητα μέσα του και δεν τις έπλαθε με το μυαλό του. Αυτή είναι μια σκέψη που μου αρέσει πολύ. Νομίζω προσθέτει μια νότα μαγείας γύρω από τον μύθο της Μέσης Γης.

      10. Σιλμαρίλλιον. Η κοσμογονία του Τόλκιν. Αγαπημένα σημεία/μοτίβα/χαρακτήρες;

Βρήκα εξαιρετική ως σκέψη την κοσμογονία μέσω της μουσικής των Αϊνούρ. Ιδιαίτερα με συγκινεί ο μάταιος αγώνας των Ξωτικών για να ανακτήσουν τα πετράδια. Η άλωση της Νάργκοθροντ και της Γκοντόλιν, η τραγική ιστορία του Τούριν και η πτώση του Φινγκόλφιν. Αυτά τα σημεία απολαμβάνω να τα διαβάζω ξανά και ξανά.


11. Το Χόμπιτ. Δυο λόγια για το βιβλίο, τη σχέση του με την υπόλοιπη ιστορία και για τη σημασία του;

Ένα υπέροχο βιβλίο που ξεκινάει σαν παραμύθι και καταλήγει σαν ώριμο μυθιστόρημα φαντασίας. Το συγκαταλέγω στα αγαπημένα μου βιβλία και μάλιστα το θεωρώ σαν ένα από τα καλύτερα βιβλία που μπορεί να πάρει κανείς δώρο σε ένα παιδί ηλικίας 8-15 χρονών. Είμαι της άποψης πως η βασική του σύνδεση με την κοσμοπλασία του Τόλκιν είναι αδύναμη. Ίσως γιατί ήθελε να γράψει κάτι που να απευθύνεται σε όλα τα παιδιά; Ίσως γιατί δεν είχε ωριμάσει ακόμη μέσα του ο κόσμος που έπλαθε; Δεν ξέρω. Ξέρω όμως πως αυτός που θα το διαβάσει θα αναγνωρίσει αμέσως τη δυναμική της πένας του και θα απολαύσει μια μαγευτική περιπέτεια που στο τέλος θα τον κάνει νιώσει πως αποζημιώθηκε για τον χρόνο που αφιέρωσε.

12. Θεωρείς το σύμπαν του Τόλκιν το πιο καλογραμμένο; Με ποιους άλλους κόσμους θα το παραλλήλιζες όσον αφορά την ευκρίνεια και τη λεπτομέρεια;

Μακράν το πιο καλογραμμένο. Ίσως τον κόσμο του Μάρτιν, στο Τραγούδι της Φωτιάς και του Πάγου που βασίστηκε η σειρά Game if Thrones. Όμως κατ’ εμέ δεν τίθεται θέμα σύγκρισης όσον αφορά τη σπουδαιότητα μεταξύ των δυο.

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020

Μοναχικός ή όχι ο βιβλιοκόσμος;

   Άραγε ο κόσμος των βιβλίων είναι μοναχικός ή μπορεί να τον βιώσει κανείς με παρέα; Σημειωτέον ότι επίτηδες χρησιμοποιώ τον γενικότατο όρο "κόσμος των βιβλίων", διότι θέλω να καλύψω μια μεγάλη γκάμα ανθρώπων και καταστάσεων.
   Το ερώτημα αυτό είναι αρκετά επίκαιρο, θα έλεγα. Είναι η σύγκρουση δύο τάσεων. Η πρώτη τάση είναι η παραδοσιακή τάση που έχει μείνει γνωστή παλαιόθεν. Η εικόνα, δηλαδή, ενός ανθρώπου που κλείνεται σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, αποκομμένος από τον κόσμο, για να διαβάσει. Ή, για να το ωραιοποιήσω λίγο, η εικόνα μιας καλοντυμένης κοπέλας που διαβάζει σε μια αναπαυτική πολυθρόνα ή σε μια σεζλόνγκ στον κήπο του πλούσιου σπιτιού της. Αυτές οι εικόνες είναι λογικότατες, αλλά όχι για τις μέρες μας. Ανήκουν στο παρελθόν. Σε ένα παρελθόν όπου ο μέσος όρος αναλφαβητισμού ήταν τραγικά μεγάλος, όπου η ανάγνωση βιβλίων ήταν ένα σπορ για πλούσιους και αριστοκράτες και ο μέσος άνθρωπος δεν είχε καμία σχέση με τη διαδικασία. Η κατάσταση όμως έχει αλλάξει.
   Σήμερα το βιβλίο είναι ένα σπορ για όλες τις τάξεις. Εντάξει, και πάλι ο πλούσιος/η πλούσια που έχει τον χρόνο και την πολυτέλεια να αγοράζει και να διαβάζει συνεχώς έχει ένα προβάδισμα. Και πάλι, ο εισοδηματίας που δεν ξημεροβραδιάζεται καθημερινά με το άγχος της δουλειάς και του μεροκάματου έχει προβάδισμα. Πάντως το βιβλίο είναι πολύ πιο προσιτό, σε διάφορα είδη, ποικίλες τιμές και ποιότητα, από Έλληνες και ξένους συγγραφείς. Πού μας οδηγεί αυτό;
   Σαφώς στο ότι διαβάζει πολύς περισσότερος κόσμος. Αυτό φυσικά δε σημαίνει πως διαβάζουν όλοι μαζί ή πως το σπορ έγινε ομαδικό. Η ανάγνωση από τη φύση της ως δραστηριότητα θέλει απομόνωση και ησυχία. Η διαφορά έγινε με τη θριαμβευτική είσοδο της τεχνολογίας στον χώρο. Τώρα πια, πλατφόρμες σαν το Goodreads μεσουρανούν. Τώρα πια, οι βιβλιομάδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια. Κατά τη γνώμη μου, καλά κάνουν. Καθετί που προωθεί τη φιλαναγνωσία προωθεί τον πολιτισμό, ασχέτως περιεχομένου. Γινόμαστε λιγότερο ορκ και περισσότερο άνθρωποι. Αλλά το βασικό ζήτημα είναι πως μοιραζόμαστε τις αναγνωστικές μας εμπειρίες, τις κριτικές μας, αλλά και τον πόνο μας και τον καημό μας, που λέει ο λόγος.
   Φυσικά συνέπεια των προηγουμένων είναι να γνωριζόμαστε με κόσμο. Οι αναγνώστες που διαβάζουν παρόμοια είδη συζητούν, ανταλλάσσουν εμπειρίες και προτάσεις, σχολιάζουν και διαφωνούν, προωθώντας (συνήθως) τον γόνιμο διάλογο. Έχουν την ανάγκη να το κάνουν και ταυτόχρονα την πολυτέλεια. Το ίδιο σε παλαιότερες εποχές γινόταν, φαντάζομαι, μόνο με ατομικές επιστολές από έναν μοναχικό, εκκεντρικό τύπο σε έναν άλλον. Ίσως το διαχρονικό σημείο ομαδικής ανάγνωσης είναι οι λέσχες ανάγνωσης, οι οποίες καλά κρατούν. Αποτέλεσμα; Όσον αφορά το αναγνωστικό κομμάτι, ο κόσμος του βιβλίου γίνεται όλο και περισσότερο ομαδική υπόθεση.
   Ας περάσουμε τώρα στο συγγραφικό κομμάτι. Η κλασική ιδέα για τον συγγραφέα είναι περίπου αυτή που έχουμε και για τον τρελό επιστήμονα: ένας μοναχικός, περίεργος τύπος που κλείνεται με τις ώρες σε ένα ακατάστατο δωμάτιο γεμάτο σημειώσεις και σκισμένα χειρόγραφα. Κάθε ανθρώπινη διάδρασή του είναι ένα αίνιγμα, κάθε συζήτησή του χαρίζει στον κόσμο διαμάντια σοφίας, τα οποία πρέπει να καταγραφούν για να μείνουν στην ιστορία. Ας επιστρέψουμε όμως στην πραγματικότητα.
   Αυτό που δε μετάνιωσα (και πιστεύω πως δε θα μετανιώσω) από τη στιγμή που εισήλθα στον χώρο των συγγραφέων, είναι οι γνωριμίες που έκανα μέσω αυτής της ιδιότητας. Βεβαίως και με αναγνώστες αλλά κυρίως με συγγραφείς (Ομότεχνους, όπως είθισται να ονομάζονται - γενικώς αυτές οι βαρύγδουπες λέξεις δε μου ταιριάζουν, μάλλον είναι κατάλοιπο εκείνης της παραδοσιακής εικόνας που λέγαμε...). Η μία όψη του νομίσματος είναι η ζωή του συγγραφέα την ώρα της δουλειάς του: πρέπει να απομονωθεί, να κλείσει το ίντερνετ και να γράψει, να ερευνήσει, να σβήσει, να επιμεληθεί. Επίσης, εκτός χειρογράφου/υπολογιστή, να παρατηρήσει, να πάρει έμπνευση, να ρεμβάσει, να σκεφτεί τις φιλοδοξίες του. Όλα αυτά είναι μια πραγματικότητα. Είναι η ιδιωτική, η προσωπική ζωή του συγγραφέα, αρκετά ταιριαστή με την παραδοσιακή. Μέχρι προσφάτως, νόμιζα πως αυτή είναι η μοναδική πραγματική εικόνα του: μια μοναχική πορεία προς τη δόξα, όπου όλοι θαυμάζουν αργά αλλά σταθερά το ταλέντο του και τον ανεβάζουν στα ουράνια.
   Βέβαια υπάρχει και η άλλη όψη. Οι συγγραφείς, σήμερα περισσότερο από ποτέ, είναι το άκρως αντίθετο από την παραδοσιακή εικόνα που έχουμε στο κεφάλι μας. Είναι ευδιάθετοι, θετικοί άνθρωποι, με τάση να μιλήσουν, να φλυαρήσουν, να τριφτούν με τον κόσμο, να γνωρίσουν άλλους, να ανταλλάξουν απόψεις και να γίνουν μια μεγάλη παρέα. Αυτή είναι η δημόσια ζωή τους, που είναι εξίσου πραγματική με την ιδιωτική. Αυτή ακριβώς που με κάνει να νιώθω καλύτερα όταν απογοητεύομαι από την ελληνική πραγματικότητα στον χώρο του βιβλίου.
   Συγγραφικά κανείς δεν μπορεί να ξέρει πώς θα εξελιχθεί εκ των προτέρων. Γράφει, εκδίδει, προωθεί, δέχεται κριτικές, ίσως να προοδεύσει, ίσως όχι. Η προσωπική, ιδιωτική, φιλόδοξη πλευρά του συγγραφέα, αυτή είναι αμφίβολη. Κοινωνικά όμως, αν δεν έχει σοβαρό πρόβλημα με τον υπόλοιπο κόσμο, θα έλεγα πως είναι βέβαιο ότι θα κοινωνικοποιηθεί. Θα γνωρίσει ωραίους ανθρώπους, βιβλιοπώλες, αναγνώστες, άλλους συγγραφείς, εκδότες. Ανάμεσά τους και σκάρτους, ας μη γελιόμαστε, αλλά αυτή η πορεία θα είναι κάθε άλλο παρά μοναχική. Κι αυτό είναι που τελικά μένει, η τελική απάντηση.

Βαγγέλης Ιωσηφίδης
βιβλία, αναγνώστης, συγγραφέας, βιβλιομάδα