Χριστουγεννιάτικο Παραμύθι
23 Δεκεμβρίου 2017, Αθήνα
Δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ από την ανυπομονησία. Μόλις το ρολόι με τον Σπάιντερμαν σήμανε οκτώ, σηκώθηκε από το ζεστό του κρεβάτι και έτρεξε στο δωμάτιο των γονιών του.
«Μαμά, μπαμπά. Ξυπνήστε», φώναξε χαρούμενος και άρχισε να τους ξεσκεπάζει.
"Όχι, δεν θέλω να πάω σχολείο. Νιώθω άρρωστος" , είπε ο μπαμπάς του μιμούμενος εκείνον.
Γέλασαν και οι τρεις και ο μπαμπάς σηκώθηκε αμέσως και άνοιξε τις κουρτίνες. Έξω χιόνιζε όλη νύχτα και το τοπίο ήταν αλπικό. Η εικόνα ήταν πανέμορφη.
Το σπίτι ήταν ζεστό, αφού η θέρμανση δούλευε στο φουλ.
Πήγαν όλοι μαζί στην κουζίνα και ο πατέρας βάλθηκε να ετοιμάσει τον καφέ, με την καινούρια του καφετιέρα. Η μαμά έφτιαξε ζύμη για βάφλες και την έριξε στην ειδική συσκευή για να τις ψήσει. Όσο ετοίμαζαν το πρωινό, ο Πέτρος έψαχνε ανάμεσα στα εκατοντάδες Blue Ray. Μόλις βρήκε εκείνο που ήθελε, το έβαλε στην συσκευή και άναψε την 55 ιντσών τηλεόραση του σαλονιού.Έφαγαν το πρωινό τους, γελώντας με τις γκάφες του Σκούμπι Ντου. Το εργαστήριο του Άη Βασίλη άνοιγε στις δέκα και μισή και έτσι είχαν ακόμη λίγο χρόνο μπροστά τους για να δουν όλη την ταινία. Ο Πέτρος όμως ήταν σε αναβρασμό, αφού το περίμενε αυτό εδώ και μία ολόκληρη εβδομάδα, από τότε που του το είχαν υποσχεθεί. Σηκώθηκε και έσβησε την τηλεόραση.
«Δεν πας πουθενά, κύριε, αν δεν τελειώσεις το πρωινό σου», του είπε προσποιητά αυστηρά η μαμά του, αλλά αμέσως χαμογέλασε και πέταξε ό,τι είχε αφήσει στα σκουπίδια. Ο Πέτρος έτρεξε στο δωμάτιό του και φόρεσε τα καινούρια του ρούχα, εκείνα που είχαν αγοράσει ειδικά για την επίσκεψη στο εργαστήριο του Άη Βασίλη και τον έκαναν να μοιάζει με ξωτικό. Σε δύο λεπτά ήταν έτοιμος και έτρεξε στο μπάνιο για να πλύνει τα δόντια του.
«Μακάρι να έκανες έτσι και για το σχολείο», είπε χαρωπά ο πατέρας του καθώς ετοιμαζόταν.
Βγήκαν έξω στις εννέα και μισή και περπάτησαν μέχρι το αυτοκίνητο. Οι δρόμοι ήταν χιονισμένοι και η κίνηση αυξημένη. Όλοι έτρεχαν για να κάνουν τα τελευταία ψώνια πριν τα Χριστούγεννα.
«Βάλε το Cd με τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια, ρε μπαμπά», είπε ο Πέτρος τσαντισμένος, επειδή ο πατέρας του άκουγε ειδήσεις.
Έφτασαν στο parking του θεματικού πάρκου και βγήκαν από το αυτοκίνητο.
Η ουρά στα ταμεία, από τα παιδάκια που περίμεναν ανυπόμονα να μπουν μέσα, ήταν τεράστια.
«Ευτυχώς αγόρασα τα εισιτήρια από το ίντερνετ», είπε περήφανα η μαμά και πέρασε την είσοδο. Ο Πέτρος κοιτούσε μαγεμένος τον χώρο, που ήταν βγαλμένος από παραμύθι. Ένα ονειρεμένο χωριό, όπου όλοι οι κάτοικοι ήταν χαρούμενα ξωτικά και έκαναν τις προετοιμασίες για να ξεκινήσει στην ώρα του ο Άη Βασίλης για άλλη μια χρονιά.
Κατά τις δύο το μεσημέρι τον κάλεσαν στο κινητό και του είπαν να τους βρει στο εστιατόριο για να φάει κάτι. Εκείνος τους απάντησε πως δεν ήθελε αλλά η μητέρα του επέμενε. Του παρήγγειλαν το αγαπημένο του μπέργκερ. Το φαγητό έφτασε στο τραπέζι, την ώρα που εμφανίστηκε ο κατσουφιασμένος Πέτρος.
«Ήθελα να παίξω. Τώρα φτιάχνουν γλυπτά από πάγο. Με κόψατε πάνω στο καλύτερο!»
«Είναι η ώρα του φαγητού. Φάε και πήγαινε».
Ο Πέτρος άρχισε να τρώει ανόρεχτα το μπέργκερ. Μετά από τρεις δαγκωνιές δήλωσε ότι χόρτασε και το άφησε στο πιάτο του. Η μητέρα του τον κοίταξε αυστηρά.
«Άσε το παιδί να παίξει και να χαρεί», της είπε ο πατέρας του Πέτρου, ψιλομεθυσμένος από το ρούμι που είχαν καταναλώσει.
Ο Πέτρος αμέσως σηκώθηκε και έτρεξε πάλι προς το εργαστήριο.
«Έχετε τελειώσει με το πιάτο;», τους ρώτησε ο σερβιτόρος που περνούσε εκείνη την ώρα από το τραπέζι τους.
«Μπορείτε να το πάρετε», είπε ο μπαμπάς.
«Και αν μπορείτε να μας φέρετε άλλα δύο ποτά», συμπλήρωσε αμέσως.
Ο χώρος έκλεισε στις οκτώ. Ο Πέτρος έδειχνε πολύ ενθουσιασμένος, αφού είχε περάσει μια υπέροχη ημέρα. Μάλιστα του αγόρασαν και τρία μεγάλα δώρα και δεν έβλεπε την ώρα για να τα ανοίξει.
«Ελπίζω ένα από αυτά να είναι το Playstation 4 που σας ζήτησα», τους είπε εξετάζοντας το μέγεθος των δώρων.
«Ίσως», είπε αινιγματικά ο μπαμπάς και σκούντησε τη μαμά.
Ο Πέτρος κατάλαβε και χαμογέλασε.
Ύστερα από λίγο είπε:
«Και τώρα η ώρα του σινεμά!»
23 Δεκεμβρίου 2017, Πεκίνο, προάστια
Ο Annchi ξύπνησε από τους έντονους πόνους στο στήθος του. Είχε αρπάξει πάλι κρύωμα και έβηχε όλο το βράδυ με σπασμούς. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα, αλλά ήταν η ώρα να σηκωθεί και να βιαστεί για να προλάβει να φτάσει στην ώρα του στη δουλειά . Σιγοπάτησε για να μην ξυπνήσει τα τέσσερα μικρότερα αδέρφια του και πήγε στο δίπλα δωμάτιο για να ντυθεί. Κρύωνε. Ο παγωμένος αέρας έμπαινε από παντού και ξέσπασε σε άλλο ένα κύμα βήχα. Η μητέρα του έβραζε λίγο τσάι στο κατσαρολάκι. Πήγε και την αγκάλιασε. Εκείνη του χαμογέλασε και έσκυψε να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει στο μέτωπο. Κάθισαν στο πλαστικό τραπέζι της κουζίνας και έφαγαν σιωπηλά από ένα ξερό κομμάτι ψωμί που το βουτούσαν μέσα στο ζεστό τσάι. Ο πατέρας είχε ήδη φύγει για τη δουλειά μέσα στη νύχτα. Η μητέρα του τον κοιτούσε με ανησυχία, αφού έδειχνε πολύ χλωμός. Αλλά δεν είπε τίποτα. Δεν γινόταν να μην πάει στη δουλειά.
Φόρεσε το φθαρμένο του μπουφάν και βγήκε έξω στο κρύο. Έπρεπε να περπατήσει πέντε ολόκληρα χιλιόμετρα μέχρι το εργοστάσιο παιχνιδιών.
Η ώρα ήταν δώδεκα και η κοιλιά του γουργούριζε. Η μητέρα του, του είχε βάλει ένα μπολ ρύζι και σκεφτόταν να το φάει όσο πιο αργά μπορούσε, για να αντέξει μέχρι το βράδυ που θα έφτανε σπίτι. Αλλά η πείνα ήταν έντονη και μαζί με το κρύωμα, ένιωθε πολύ αδύναμος και έτσι σταμάτησε για να φάει. Παρακάλεσε το αφεντικό του να σταματήσει για λίγα μόνο λεπτά. Κάθισε σε έναν σωρό με παιχνίδια και άρχισε να μασουλάει γρήγορα το φαγητό του. Τα παιχνίδια γύρω του δεν του προκαλούσαν καμία επιθυμία. Δούλευε δύο ολόκληρα χρόνια εδώ, αλλά ποτέ δεν του έδωσαν έστω ένα μικρό για να πάρει σπίτι για τα μικρότερα αδέρφια του. Όσα κατασκεύαζαν πήγαιναν σε χώρες μακρινές, αλλά και μέσα στην χώρα, σε παιδάκια που είχαν να πληρώσουν για να τα αποκτήσουν.
Τελείωσε με το ρύζι του, αλλά η πείνα δεν τον είχε εγκαταλείψει. Συνέχισε τη δουλειά του, με τον ίδιο ζήλο που την έκανε πάντα. Δεν μπορούσε να δείξει ότι πονάει και ότι δεν είναι ικανός να συνεχίσει. Η οικογένειά του τον είχε μεγάλη ανάγκη.
Μετά από δεκαπέντε ώρες δουλειάς, πήρε τον μακρύ δρόμο για το σπίτι του. Έξω χιόνιζε και ο βήχας του όλο και δυνάμωνε. Στα μισά της απόστασης στάθηκε λιγάκι για να πάρει μια ανάσα. Το κρύο περνούσε μέσα από τα φθαρμένα του κουρέλια και ρίζωνε στα κόκαλά του. Προσπάθησε να κάνει δύο βήματα και ύστερα άλλα δύο. Η χιονόπτωση είχε σταματήσει και ο ουρανός τώρα ήταν ξάστερος, κάτι που έφερνε μεγαλύτερη παγωνιά. Ένα αστέρι έλαμπε πιο φωτεινό από τα άλλα στον ουρανό. Ήταν λες και τον κοίταζε, λες και του χαμογελούσε. Για πρώτη φορά μέσα στη μέρα ένιωσε σχεδόν χαρούμενος. Μία υπέροχη θαλπωρή τον κύκλωσε. Ένιωθε επιτέλους ζέστη. Το φως ολοένα και δυνάμωνε. Παρόλο που ήταν πεσμένος στο παγωμένο χιόνι ένιωθε μια υπέροχη ζέστη να τον κατακλύζει. Είδε ένα όραμα με ένα παιδί στην ηλικία του να σκαλίζει ανέμελο, γλυπτά στον πάγο.
Μετά όλα έσβησαν.
Annchi = Άγγελος
*Το παραμύθι πρωτοδημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Maxmag