Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Να με Φωνάξεις

Ένα από τα CD που είχα πρωτοακούσει στα 15 μου, με το οποίο γνώρισα τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Θεωρώ τη συγκυρία αυτή εξαιρετικά ευτυχή, καθώς ήρθα σε επαφή με έναν κόσμο λυρικό, με τραγούδια που περιγράφουν τη θλίψη, τη νοσταλγία, τον έρωτα και τα ανθρώπινα όρια με λέξεις μαγευτικές και με μουσική που όχι απλά ντύνει τους στίχους αλλά τους ανυψώνει. Με στιχουργούς ξεχωριστούς και συνθέτες που ντύνουν τα κομμάτια με τη δική τους προσωπική ευαισθησία, το αποτέλεσμα είναι ένας δίσκος-σύμβολο στην ανθρώπινη ψυχή. Ένας δίσκος με προσωπικότητα, μια μουσική Οδύσσεια του ακροατή, ο οποίος σταδιακά οδηγείται στη λύτρωση με το τελευταίο κομμάτι, το ομώνυμο του δίσκου: "Να με φωνάξεις".

Κατά την παρουσίασή μου, θα βάλω μια προσωπική πινελιά: θα περιγράψω την ιδανική ώρα και μέρος ακρόασης του κάθε κομματιού.

 

1. Αντέχω (Μεσημέρι συννεφιασμένο, με κρύο και ησυχία) -

Στίχοι: Βασίλης Γιαννόπουλος

Μουσική: Χριστόφορος Κροκίδης

 

Με μουσική απαλή και στίχο περιγραφικότατο, το πρόσωπο εξυμνεί ή ίσως θρηνεί την παραμονή του σε έναν έρωτα που έχει χαθεί εδώ και χρόνια και ζει μονάχα μέσα του, απελπιστικά επίμονα. Στο ρεφρέν εκφράζεται η καταπιεσμένη συναισθηματική κατάσταση των κουπλέ, ανοίγοντας με αυτό το τραγούδι αυτό έναν κύκλο από υπέροχες μπαλάντες.

"Πήρες τις νύχτες σου, τις καληνύχτες σου, χάθηκες μες στη βροχή"

"Η εγκατάλειψη σε επανάληψη, μια ιστορία παλιά"

 

2. Καλά να Πάθεις (Τρεις το πρωί, σε βράδυ αϋπνίας, ζεστό και ιδρωμένο)

Στίχοι: Βασίλης Γιαννόπουλος

Μουσική: Χριστόφορος Κροκίδης

 

Σκληρή και επαναλαμβανόμενη η μουσική, που ταιριάζει με τον ασθματικό, αμαρτωλό στίχο και την (αυτο)τιμωρητική διάθεση προς το πρόσωπο. Σε β' ενικό πρόσωπο, με τόνο περιφρονητικό και δηκτικότατο, του επιτίθεται για τις αποφάσεις του και τις συνέπειες αυτών. Η φωνή αυτή μάλιστα ίσως περιγράφει την ίδια τη συνείδηση του προσώπου κι όχι έναν εξωτερικό κριτή.

 

"Απ' έξω μισόγυμνος και μέσα γυμνός, ανήμπορος κοιτάς το φεγγάρι"

"Διπλώνεις τ' όνομά σου σε μια κόλα χαρτί και το χαρίζεις σε μια νύχτα παρθένα"

 

3. Στο Πεζοδρόμιο

(Ξημερώματα Κυριακής, στους έρημους δρόμους - ή εναλλακτικά τρεις το πρωί, όπως λέει κι ο στίχος)

Στίχοι/Μουσική: Απόστολος Μπουλασίκης

 

Με μουσική που ξεκινά σαν εκκλησιαστικός ύμνος (αναγκάζοντας και τον στίχο να τραγουδηθεί αναλόγως) και ύστερα σαν σαν μέρος τραγωδίας, περιγράφονται εικόνες σκληρές, αλλόκοτες, βρόμικες, απάνθρωπες, εικόνες που δείχνουν τη σαπίλα της κοινωνίας. Η διαφθορά των οργάνων της τάξης, η βαριά ατμόσφαιρα, η εκτενής αναφορά σε παρίες, στο περιθώριο της κοινωνίας και σε αδιέξοδες καταστάσεις έχουν να δώσουν όχι μια ελπίδα ή ένα φωτεινό παράδειγμα αλλά να αποκαλύψουν την καθημερινότητα όπως βιώνεται εκεί που τα μάτια των ευυπόληπτων πολιτών δεν κοιτούν, κάτω και πίσω από ό,τι θεωρείται φυσιολογικό και καθωσπρέπει.

 

"Στο πεζοδρόμιο,

με τις κουβέντες να μυρίζουν μακελειό"

 

"Κι εκείνος έλαμπε, πανσέληνος γεμάτη,

μια αυταπάτη μέσα σ' όλες τις βρομιές"

 

4. Σ' αγαπώ, να προσέχεις (Νύχτα, λίγο πριν φύγει το λεωφορείο)

Στίχοι: Βασίλης Γιαννόπουλος

Μουσική: Βασίλης Παπακωνσταντίνου

 

Η δεύτερη μπαλάντα του άλμπουμ περιγράφει μια στιγμή χωρισμού, με όλο τον συναισθηματικό χείμαρρο που αυτή φέρνει μαζί της. Έχει κάτι το αθώο, το άδολο, που ντύνεται μάλιστα με το όμορφο βιολί στο πέρας του ρεφρέν. Η απελπισία της αναγκαστικής αποχώρησης, ο έρωτας που μένει πίσω, όλα αποδίδονται με τον καλύτερο τρόπο σε αυτό το κομμάτι.

 

"Με κοιτάς μες στα μάτια μα ποτέ σου δεν είδες

τα σβησμένα μου φώτα, τις χαμένες μου ελπίδες"

 

"Η αγάπη δε φεύγει, είναι μέσα μας, λένε"

 

5. Φοινικιές (Δύση του ηλίου, καλοκαίρι σε ερημική παραλία)

Στίχοι/Μουσική: Απόστολος Μπουλασίκης

 

Ένα τραγούδι παράξενο, παράλογο. Με τον δεύτερο, εναλλακτικό τίτλο του "Όλα γυρίζουν" περιγράφει μια φιλοσοφική ή υπαρξιακή ανησυχία, την αέναη δύναμη της αλλαγής. Ό,τι βρισκόταν στην ακμή του παρακμάζει κι ό,τι βρίσκεται στο ναδίρ κάποτε βρισκόταν ή θα βρεθεί στο ζενίθ. Με έναν λόγο χειμαρρώδη αναλύονται άνθρωποι και καταστάσεις με απαρχή και κατάληξη παράδοξη και απρόσμενη. Η μουσική, γρήγορη στο μέσον και απαλή στην αρχή και στο τέλος, ακολουθεί το μέτρο και τη διάθεση του φιλοσοφούντα, θα έλεγα.

 

"Κι όμως πρέπει πάντα να φεύγεις,

να βρίσκεις τις φοινικιές,

φλεγόμενες βάτους που λένε

σαν τις σειρήνες ψευτιές"

 

6. Η αγάπη πάει Μονάχη (Ήσυχο μεσημέρι, λίγο πριν τις πέντε, με το γλάρωμα του ύπνου)

Στίχοι: Ιάκωβος Αυλητής

Μουσική: Χριστόφορος Κροκίδης

 

Με στίχο και μουσική που μαζί δηλώνουν μια ωριμότητα γεννημένη από την ερωτική απελπισία, το κομμάτι αυτό δεν έχει αμφιβολίες. Γνωρίζει τη σκληρή μοίρα της Αγάπης, η οποία προσωποποιημένη περιγράφεται ως συνεχής νομάς, πρόσφυγας, μια μοναχική, κατεστραμμένη ύπαρξη, που ψάχνει αέναα για νέο σπιτικό, κάθε φορά με αμφίβολη κατάληξη.

 

"Έτσι είν' η αγάπη, σαν άνεμος σ' άδεια μπαλκόνια,

όνειρα αφήνει όταν φεύγει και κρύα σεντόνια"

 

7. Μη Μιλάς (Μία η ώρα το πρωί, μετά από εφιάλτη)

Στίχοι/Μουσική: Απόστολος Μπουλασίκης

 

Ένα τραγούδι του οποίου η μουσική κι ο στίχος είναι δεμένα με έναν ρυθμό και τόνο παράλογο, ασθματικό και ασταμάτητο. Μέσα από την αφήγηση ενός στρατιώτη σε ώρα εφόδου, το παρελθόν, οι αναμνήσεις, οι ενοχές, όλα έρχονται υπό το φως χλωμών κεριών, παραμορφωμένα, αλλόκοτα και συνειρμικά. Προσωπικά θεωρώ πως αυτό που πέτυχε ο στιχουργός σε αυτό το τραγούδι, συνδυασμένο με τη μουσική του ιδίου, είναι ασύγκριτα ανώτερο από οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια χαρτογράφησης της ανθρώπινης ψυχής.

 

"Πιο κάτω απ' το κάτω τρυπώνει η ελπίδα

κι εγώ απ' τον πάτο μια τρύπα στον χρόνο ανοίγω"

 

"Ένας χρόνος μετά είναι λίγο πιο λίγο απ' το λίγο"

 

8. Φρόνιμα, κούκλα μου (Μεσάνυχτα με αϋπνία)

Στίχοι: Οδυσσέας Ιωάννου

Μουσική: Χριστόφορος Κροκίδης

 

Ένα τραγούδι που κάποτε απέκτησε ένα ξεχωριστό άρθρο εξαιτίας της διαλεχτής θέσης που έχει εντός μου. Παραμυθένιο, ονειρικό, με διάθεση αναπόλησης των παιδικών χρόνων, κάνει μια παράξενη αλλά πολύ ανθρώπινη παραδοχή: πως με το φως της ημέρας μπορεί να επιστρέφει στο παρόν ενώ τις κρύες ώρες της νύχτας χάνεται στον κόσμο των αναμνήσεων, του παρελθόντος, μακριά από το εδώ και το τώρα.

 

"Όμως το ψέμα μου τα βράδια λύνεται,

παίρνει ζωή απ' τη ζωή, γίνεται αλήθεια"

 

"Φρόνιμα, κούκλα μου, λέω στην ψυχή μου.

Όλα θα γίνουνε όπως τα 'χουμε σχεδιάσει.

Στο φως θα γίνεσαι ξανά δική μου

και στο σκοτάδι θα σε χάνω μες στα δάση"

 

 

9. Καμπαρντίνα (Απόγευμα στο κέντρο της πόλης)

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος

Μουσική: Χριστόφορος Κροκίδης

 

Άλλο ένα σκληρό τραγούδι, που μιλά για την αθέατη, αντίθετη με την τρέχουσα ηθική εικόνα της κοινωνίας.

Έχει τόνο κυνικό, ειρωνικό και, με στίχους που αφηγούνται την ιστορία ενός σεσημασμένου, αποκαλύπτει τη γύμνια των εννοιών τάξη και ανθρωπιά. Τα ηχητικά εφέ που συνοδεύουν τη μουσική έχουν κάτι το πρωτόγονο, το εξωτικό, τόσο που προκαλεί το μυαλό του ανθρώπου που λογίζεται φυσιολογικός.

 

"Μόνο η βροχή ξέρει, μόνο η βροχή ξέρει, και λέει τραγούδι βουβό"

 

10. Αλλάζεις (Δειλινό σε δημόσιο χώρο, με άγνωστους ανθρώπους γύρω)

Στίχοι, μουσική: Θοδωρής Παυλάκος

 

Μια ακόμα αδιανόητα γλυκιά μπαλάντα του άλμπουμ αυτού, που χρησιμοποιεί τη σπάνια δύναμη της χασμωδίας στο ρεφρέν. Αντί για τον χωρισμό και την εγκατάλειψη, αυτή τη φορά ο στίχος μιλάει για την αλλαγή που φέρνει το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου. Τι μπορεί να κάνει εκείνος που στέκεται σταθερός για εκείνον που φεύγει μακριά του; Τι μπορεί να κάνει ο βράχος για το πέρασμα του ποταμού;

 

"Το τσιγάρο στα χέρια μου σβήνει, και οι ώρες που φεύγουν αργά,

είναι κάτι σαν φως που μ' αφήνει,

ζωγραφίζω λοιπόν τ' άρωμά σου, με στιχάκια, με λόγια φτηνά,

κι ένα ψέμα με δένει κοντά σου"

 

11. Η Σκοπιά (2-4 το πρωί, σε μεγάλο έρημο δρόμο)

Στίχοι: Ιάκωβος Αυλητής

Μουσική: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας

 

Ένα τραγούδι βυθισμένο στη νοσταλγία, πάλι αφορμώμενο από τη στρατιωτική θητεία. Νύχτα, σκοπιά και το μυαλό χάνεται στον έρωτα, ο οποίος σε αυτή την παράλληλη πραγματικότητα του εγκλεισμού μοιάζει βασανιστική σκέψη. Μέσα σε λίγους στίχους καταφέρνει και περνάει σε ζητήματα υπαρξιακά, στο νόημα της ζωής, στο βάθος της ανθρώπινης σκέψης.

 

"Μόνο μια σκέψη με τρομάζει αληθινά,

που πιο πολύ κι από το θάνατο φοβάμαι,

μην κάνει έφοδο η ζωή μου ξαφνικά

κι εγώ κοιμάμαι"

 

12. Η Σούπα (Μία η ώρα το μεσημέρι, σε αυτοκίνητο στο κέντρο της πόλης)

Στίχοι, μουσική: Απόστολος Μπουλασίκης

 

Ένα τραγούδι με ρυθμό χαρούμενο, αλέγκρο. Ευχάριστη έκπληξη, μια απαραίτητη ίσως προσθήκη πριν το φινάλε του άλμπουμ. Σπάει τη σκοτεινιά των προηγούμενων κομματιών με τη χρήση διαφορετικών μουσικών οργάνων και κυρίως με τον σκωπτικό, κυνικό στίχο, ο οποίος έχει μια ποικιλία και μουσικότητα απαράμιλλη.

 

"Αν είμαι αριθμός στατιστικής αξίας

καλύτερα πρωθυπουργός της πλήρους απραξίας"

 

 

13. Να με φωνάξεις (5:30-6 το χάραμα, όταν το φως της ανατολής αρχίζει να σπάει τη νύχτα)

Στίχοι: Βασίλης Γιαννόπουλος

Μουσική: Χριστόφορος Κροκίδης

 

Ένα τραγούδι που διεισδύει στην ψυχή εκείνου που έχει απορριφθεί από τον έρωτα και ο πόνος δεν έχει φύγει με τα χρόνια. Ο τρόπος που εκδηλώνεται το συναίσθημα είναι ο πιο γλυκός, αλτρουιστικός, υγιής και ταυτόχρονα απελπισμένος που έχω ακούσει. Αυτό που του προκαλεί αγωνία είναι η κατάσταση στην οποία θα βρεθεί το πρόσωπο που αγαπά και, χωρίς να θέλει να παρέμβει στην προσωπική του επιλογή, του ζητά να κάνει την κίνηση να τον φωνάξει. Δείχνει ότι η αγάπη δε σβήνεται με τα χρόνια, μόνο δυναμώνει και, έχοντας περάσει από όλα τα χρώματα της ελπίδας και της απελπισίας, παραμένει εκεί, να βάφει με τη μοναδική της απόχρωση τους τέσσερις τοίχους.

 

"Όταν οι δρόμοι σου τελειώσουνε απότομα, 

όταν δε θα 'χεις πού να πας και πού να κλάψεις,

όταν βουλιάξεις στο περίπου και στο τίποτα,

να με φωνάξεις"

 

Συνολικά, ένα άλμπουμ-ταξίδι που καθένας αξίζει να ακούσει έστω και μια φορά, για να βιώσει τη μοναδική συγκυρία της παρουσίας τόσων εξαιρετικών και διαφορετικών μεταξύ τους καλλιτεχνών, με την πάντα ταιριαστή φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.

 

Όλο το άλμπουμ εδώ:

https://www.youtube.com/watch?v=b_qgOIcGGAM


Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022

Παναγιώτης Δεληγιάννης, Χριστουγεννιάτικο Παραμύθι

Χριστουγεννιάτικο Παραμύθι


23 Δεκεμβρίου 2017, Αθήνα

Δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ από την ανυπομονησία. Μόλις το ρολόι με τον Σπάιντερμαν σήμανε οκτώ, σηκώθηκε από το ζεστό του κρεβάτι και έτρεξε στο δωμάτιο των γονιών του.

«Μαμά, μπαμπά. Ξυπνήστε», φώναξε χαρούμενος και άρχισε να τους ξεσκεπάζει. 

"Όχι, δεν θέλω να πάω σχολείο. Νιώθω άρρωστος" , είπε ο μπαμπάς του μιμούμενος εκείνον.

Γέλασαν και οι τρεις και ο μπαμπάς σηκώθηκε αμέσως και άνοιξε τις κουρτίνες. Έξω χιόνιζε όλη νύχτα και το τοπίο ήταν αλπικό. Η εικόνα ήταν πανέμορφη.

Το σπίτι ήταν ζεστό, αφού η θέρμανση δούλευε στο φουλ.

Πήγαν όλοι μαζί στην κουζίνα και ο πατέρας βάλθηκε να ετοιμάσει τον καφέ, με την καινούρια του καφετιέρα. Η μαμά έφτιαξε ζύμη για βάφλες και την έριξε στην ειδική συσκευή για να τις ψήσει. Όσο ετοίμαζαν το πρωινό, ο Πέτρος έψαχνε ανάμεσα στα εκατοντάδες Blue Ray. Μόλις βρήκε εκείνο που ήθελε, το έβαλε στην συσκευή και άναψε την 55 ιντσών τηλεόραση του σαλονιού.Έφαγαν το πρωινό τους, γελώντας με τις γκάφες του Σκούμπι Ντου. Το εργαστήριο του Άη Βασίλη άνοιγε στις δέκα και μισή και έτσι είχαν ακόμη λίγο χρόνο μπροστά τους για να δουν όλη την ταινία. Ο Πέτρος όμως ήταν σε αναβρασμό, αφού το περίμενε αυτό εδώ και μία ολόκληρη εβδομάδα, από τότε που του το είχαν υποσχεθεί.  Σηκώθηκε και έσβησε την τηλεόραση.

«Δεν πας πουθενά, κύριε, αν δεν τελειώσεις το πρωινό σου», του είπε προσποιητά αυστηρά η μαμά του, αλλά αμέσως χαμογέλασε και πέταξε ό,τι είχε αφήσει στα σκουπίδια. Ο Πέτρος έτρεξε στο δωμάτιό του και φόρεσε τα καινούρια του ρούχα, εκείνα που είχαν αγοράσει ειδικά για την επίσκεψη στο εργαστήριο του Άη Βασίλη και τον έκαναν να μοιάζει με ξωτικό. Σε δύο λεπτά ήταν έτοιμος και έτρεξε στο μπάνιο για να πλύνει τα δόντια του.

«Μακάρι να έκανες έτσι και για το σχολείο», είπε χαρωπά ο πατέρας του καθώς ετοιμαζόταν.

Βγήκαν έξω στις εννέα και μισή και περπάτησαν μέχρι το αυτοκίνητο. Οι δρόμοι ήταν χιονισμένοι και η κίνηση αυξημένη. Όλοι έτρεχαν για να κάνουν τα τελευταία ψώνια πριν τα Χριστούγεννα.

«Βάλε το Cd με τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια, ρε μπαμπά», είπε ο Πέτρος τσαντισμένος, επειδή ο πατέρας του άκουγε ειδήσεις.

Έφτασαν στο parking του θεματικού πάρκου και βγήκαν από το αυτοκίνητο.

Η ουρά στα ταμεία, από τα παιδάκια που περίμεναν ανυπόμονα να μπουν μέσα, ήταν τεράστια.

«Ευτυχώς αγόρασα τα εισιτήρια από το ίντερνετ», είπε περήφανα η μαμά και πέρασε την είσοδο. Ο Πέτρος κοιτούσε μαγεμένος τον χώρο, που ήταν βγαλμένος από παραμύθι. Ένα ονειρεμένο χωριό, όπου όλοι οι κάτοικοι ήταν χαρούμενα ξωτικά και έκαναν τις προετοιμασίες για να ξεκινήσει στην ώρα του ο Άη Βασίλης για άλλη μια χρονιά. 

«Εγώ με τον μπαμπά θα είμαστε στα μαγαζιά και στις καφετέριες. Αν θες κάτι πάρε μας στο κινητό. Το έχεις μαζί σου το δικό σου;»

Ο Πέτρος τους έδειξε βιαστικά το Iphone 8 και το έβαλε πάλι στην τσέπη του παντελονιού του. Ύστερα ξεχύθηκε σαν χείμαρρος και χάθηκε μέσα στο πλήθος των παιδιών.

Κατά τις δύο το μεσημέρι τον κάλεσαν στο κινητό και του είπαν να τους βρει στο εστιατόριο για να φάει κάτι. Εκείνος τους απάντησε πως δεν ήθελε αλλά η μητέρα του επέμενε. Του παρήγγειλαν το αγαπημένο του μπέργκερ. Το φαγητό έφτασε στο τραπέζι, την ώρα που εμφανίστηκε ο κατσουφιασμένος Πέτρος.

«Ήθελα να παίξω. Τώρα φτιάχνουν γλυπτά από πάγο. Με κόψατε πάνω στο καλύτερο!»

«Είναι η ώρα του φαγητού. Φάε και πήγαινε».

Ο Πέτρος άρχισε να τρώει ανόρεχτα το μπέργκερ. Μετά από τρεις δαγκωνιές δήλωσε ότι χόρτασε και το άφησε στο πιάτο του. Η μητέρα του τον κοίταξε αυστηρά.

«Άσε το παιδί να παίξει και να χαρεί», της είπε ο πατέρας του Πέτρου, ψιλομεθυσμένος από το ρούμι που είχαν καταναλώσει.

Ο Πέτρος αμέσως σηκώθηκε και έτρεξε πάλι προς το εργαστήριο.

«Έχετε τελειώσει με το πιάτο;», τους ρώτησε ο σερβιτόρος που περνούσε εκείνη την ώρα από το τραπέζι τους.

«Μπορείτε να το πάρετε», είπε ο μπαμπάς.

«Και αν μπορείτε να μας φέρετε άλλα δύο ποτά», συμπλήρωσε αμέσως.

Ο χώρος έκλεισε στις οκτώ. Ο Πέτρος έδειχνε πολύ ενθουσιασμένος, αφού είχε περάσει μια υπέροχη ημέρα. Μάλιστα του αγόρασαν και τρία μεγάλα δώρα και δεν έβλεπε την ώρα για να τα ανοίξει.

«Ελπίζω ένα από αυτά να είναι το Playstation 4 που σας ζήτησα», τους είπε εξετάζοντας το μέγεθος των δώρων.

«Ίσως», είπε αινιγματικά ο μπαμπάς και σκούντησε τη μαμά.

Ο Πέτρος κατάλαβε και χαμογέλασε.

Ύστερα από λίγο είπε:

«Και τώρα η ώρα του σινεμά!»




23 Δεκεμβρίου 2017, Πεκίνο, προάστια

Ο Annchi ξύπνησε από τους έντονους πόνους στο στήθος του. Είχε αρπάξει πάλι κρύωμα και έβηχε όλο το βράδυ με σπασμούς. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα, αλλά ήταν η ώρα να σηκωθεί και να βιαστεί για να προλάβει να φτάσει στην ώρα του στη δουλειά . Σιγοπάτησε για να μην ξυπνήσει τα τέσσερα μικρότερα αδέρφια του και πήγε στο δίπλα δωμάτιο για να ντυθεί. Κρύωνε. Ο παγωμένος αέρας έμπαινε από παντού και ξέσπασε σε άλλο ένα κύμα βήχα. Η μητέρα του έβραζε λίγο τσάι στο κατσαρολάκι. Πήγε και την αγκάλιασε. Εκείνη του χαμογέλασε και έσκυψε να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει στο μέτωπο. Κάθισαν στο πλαστικό τραπέζι της κουζίνας και έφαγαν σιωπηλά από ένα ξερό κομμάτι ψωμί που το βουτούσαν μέσα στο ζεστό τσάι. Ο πατέρας είχε ήδη φύγει για τη δουλειά μέσα στη νύχτα. Η μητέρα του τον κοιτούσε με ανησυχία, αφού έδειχνε πολύ χλωμός. Αλλά δεν είπε τίποτα. Δεν γινόταν να μην πάει στη δουλειά.

Φόρεσε το φθαρμένο του μπουφάν και βγήκε έξω στο κρύο. Έπρεπε να περπατήσει πέντε ολόκληρα χιλιόμετρα μέχρι το εργοστάσιο παιχνιδιών.

Η ώρα ήταν δώδεκα και η κοιλιά του γουργούριζε. Η μητέρα του, του είχε βάλει ένα μπολ ρύζι και σκεφτόταν να το φάει όσο πιο αργά μπορούσε, για να αντέξει μέχρι το βράδυ που θα έφτανε σπίτι. Αλλά η πείνα ήταν έντονη και μαζί με το κρύωμα, ένιωθε πολύ αδύναμος και έτσι σταμάτησε για να φάει. Παρακάλεσε το αφεντικό του να σταματήσει για λίγα μόνο λεπτά. Κάθισε σε έναν σωρό με παιχνίδια και άρχισε να μασουλάει γρήγορα το φαγητό του. Τα παιχνίδια γύρω του δεν του προκαλούσαν καμία επιθυμία. Δούλευε δύο ολόκληρα χρόνια εδώ, αλλά ποτέ δεν του έδωσαν έστω ένα μικρό για να πάρει σπίτι για τα μικρότερα αδέρφια του. Όσα κατασκεύαζαν πήγαιναν σε χώρες μακρινές, αλλά και μέσα στην χώρα, σε παιδάκια που είχαν να πληρώσουν για να τα αποκτήσουν.

Τελείωσε με το ρύζι του, αλλά η πείνα δεν τον είχε εγκαταλείψει. Συνέχισε τη δουλειά του, με τον ίδιο ζήλο που την έκανε πάντα. Δεν μπορούσε να δείξει ότι πονάει και ότι δεν είναι ικανός να συνεχίσει. Η οικογένειά του τον είχε μεγάλη ανάγκη.

Μετά από δεκαπέντε ώρες δουλειάς, πήρε τον μακρύ δρόμο για το σπίτι του. Έξω χιόνιζε και ο βήχας του όλο και δυνάμωνε. Στα μισά της απόστασης στάθηκε λιγάκι για να πάρει μια ανάσα. Το κρύο περνούσε μέσα από τα φθαρμένα του κουρέλια και ρίζωνε στα κόκαλά του. Προσπάθησε να κάνει δύο βήματα και ύστερα άλλα δύο.  Η χιονόπτωση είχε σταματήσει και ο ουρανός τώρα ήταν ξάστερος, κάτι που έφερνε μεγαλύτερη παγωνιά. Ένα αστέρι έλαμπε πιο φωτεινό από τα άλλα στον ουρανό. Ήταν λες και τον κοίταζε, λες και του χαμογελούσε. Για πρώτη φορά μέσα στη μέρα ένιωσε σχεδόν χαρούμενος. Μία υπέροχη θαλπωρή τον κύκλωσε. Ένιωθε επιτέλους ζέστη. Το φως ολοένα και δυνάμωνε. Παρόλο που ήταν πεσμένος στο παγωμένο χιόνι ένιωθε μια υπέροχη ζέστη να τον κατακλύζει. Είδε ένα όραμα με ένα παιδί στην ηλικία του να σκαλίζει ανέμελο, γλυπτά στον πάγο.

Μετά όλα έσβησαν.



Annchi = Άγγελος

 *Το παραμύθι πρωτοδημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Maxmag

Παναγιώτης Δεληγιάννης






Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022

Από σάπιο φυτό, μόνο σάπια λουλούδια φυτρώνουν


Σε άλλο ένα ζήτημα που διχάζει την ελληνική κοινωνία εξελίσσεται η νέα ρύθμιση που αφορά τα ολοήμερα σχολεία, την οποία ανακοίνωσε πρόσφατα η Υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως όχι σε κάποια συζήτηση, φόρουμ ή επίσημο φορέα που αφορά εκπαιδευτικά ζητήματα –όπως θα περίμενε κανείς για ένα ζήτημα που αφορά τη μόρφωση των παιδιών και τη διαμόρφωση των αυριανών πολιτών μιας χώρας–, αλλά σε συνέδριο που αφορούσε το δημογραφικό ζήτημα. Και εδώ, αγαπητέ αναγνώστη, ξεκινά το πρόβλημα, γιατί οι τοποθεσίες και οι συμβολισμοί έχουν σημασία και κάθε άλλο παρά τυχαίοι είναι.

Περιχαρής λοιπόν μας ενημέρωσε ότι ξεκινάει τον Σεπτέμβρη η πιλοτική εφαρμογή της διεύρυνσης του ωραρίου των (μισών) ολοήμερων σχολείων, με σκοπό αυτά να λειτουργούν έως τις 17.30-18.00, προς διευκόλυνση των εργαζομένων γονέων και κηδεμόνων. Και εδώ, αγαπητέ αναγνώστη, συνεχίζεται το πρόβλημα, γιατί οι λέξεις «σχολείο» και «διευκόλυνση» στην ίδια πρόταση κρούουν κώδωνες προβληματικότητας.

Μέχρι τις 18.00, πολύ ωραία, ας το δεχτώ για μια στιγμή. Πού είναι λοιπόν οι γυμναστές που θα στελεχώσουν όλες αυτές τις ώρες αθλημάτων, προπονήσεων, αγώνων; Πού είναι οι μουσικοί, πού είναι οι θεατρολόγοι, πού είναι οι εικαστικοί που θα καλλιεργούν τις καλλιτεχνικές δεξιότητες των παιδιών; Πού είναι οι δάσκαλοι ξένων γλωσσών που θα μαθαίνουν στα παιδιά μας δωρεάν ξένες γλώσσες στο σχολείο και δεν θα αναγκαζόμαστε να χρυσοπληρώνουμε τα φροντιστήρια; Πού είναι οι περιβαλλοντολόγοι που θα ανοίγουν τους ορίζοντές τους με δράσεις περιβαλλοντικής εκπαίδευσης;

Θα σου πω εγώ πού είναι, αγαπητέ αναγνώστη. Εκεί που είναι και οι φιλόλογοι, και οι μαθηματικοί, και οι χημικοί, και τόσοι άλλοι: σπίτια τους. Άνεργοι. Ή στην καλύτερη, να ξεζουμίζονται σε άθλιες συνθήκες εργασίας στα φροντιστήρια, να τρέχουν ανασφάλιστοι από το ένα ιδιαίτερο στο άλλο, να τυλίγουν σουβλάκια, να παραδίδουν πακέτα. Κι εκεί θα παραμείνουν, καθώς δεν υπάρχει πρόβλεψη και σχεδιασμός για καμία πρόσληψη. Όπως δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη και σχεδιασμός για εγκαταστάσεις και εξοπλισμό. Το μέτρο θα κληθεί να σηκώσει στις πλάτες του ένα ήδη εξουθενωμένο και κακοπληρωμένο εκπαιδευτικό δυναμικό μέσα από τα συνήθη καρότα και μαστίγια.

Η προχειρότητα, οι σκόπιμες παραλείψεις, η χρονική συγκυρία δείχνουν μόνο ένα πράγμα: ότι το μέτρο αυτό δεν αφορά καθόλου την ίδια την παιδεία. Το κίνητρο μιας τέτοιας ρύθμισης δεν είναι το συμφέρον των παιδιών, το κίνητρο δεν είναι η γνώση, η μόρφωση, η καλλιέργεια. Το κίνητρο είναι η κοντόφθαλμη εξυπηρέτηση ψηφοφόρων. Λύνοντας ένα υπαρκτό πρακτικό πρόβλημα της καθημερινότητας χιλιάδων γονέων και μονογονέων με το να παρκάρουμε στα παιδιά στο σχολείο, να φυλακίσουμε τα παιδιά σε ένα στείρο περιβάλλον, πετώντας τους ψίχουλα. Να κολλήσουμε ένα τσιρότο πάνω από ένα ανοιχτό τραύμα και στην πορεία να απαξιώσουμε για άλλη μια φορά τον εκπαιδευτικό.

Αλλά αν βλέπαμε μόνο την ψηφοθηρική πλευρά του μέτρου, κοντόφθαλμοι θα ήμασταν κι εμείς, αγαπητέ αναγνώστη. Έχουμε όμως την εμπειρία και ξέρουμε ότι όταν οι Δαναοί φέρνουν δώρα, δεν περνάει πολύς καιρός που οι Τροίες καίγονται. Κι αφού ο στόχος του μέτρου δεν είναι τα παιδιά, κι αφού ο στόχος του μέτρου δεν είναι οι γονείς –άκου, άκου τη φρασεολογία, οι λέξεις έχουν βάρος, οι λέξεις έχουν σημασία–, ο στόχος της ρύθμισης είναι αποκλειστικά ο εργαζόμενος.

Εσύ. Ο στόχος είσαι εσύ. Σε μια εποχή που οι εργοδότες γλείφουν τις πληγές τους από την πανδημία και ψάχνουν πώς να ρεφάρουν, ο στόχος είσαι εσύ, αγαπητέ αναγνώστη. Ο στόχος είναι η περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, το ευέλικτο ωράριο, οι απλήρωτες υπερωρίες για χάρη της εταιρείας, οι ελαστικές συμβάσεις εργασίας, οι δύο και τρεις δουλειές part time για να τα βγάλεις πέρα. Πρώτα είσαι εργαζόμενος και μετά γονιός. Πρώτα έρχονται οι υποχρεώσεις σου προς την εταιρεία και τον εργοδότη και μετά προς το παιδί σου και την οικογένειά σου. Ο ιερός ρόλος του γονέα καταπατάται και συνθλίβεται: δεν μας νοιάζει να μεγαλώσεις τα παιδιά σου. Δεν σε στηρίζουμε για να μεγαλώσεις εσύ τα παιδιά σου. Μας νοιάζει να τα κάνεις (ας μην ξεχνάμε το κατάπτυστο Συνέδριο Γονιμότητας πριν έναν χρόνο και τη συνεχή απειλή στο δικαίωμα της άμβλωσης). Ας τα μεγαλώσει ο παππούς, η γιαγιά, η νταντά, η δασκάλα, η γειτόνισσα, ο καφετζής. Δεν μας νοιάζει πώς θα βγουν αυτά τα παιδιά. Αρκεί να δουλεύεις. Αρκεί να δουλεύουν. Αρκεί να γαλουχηθούν ότι αυτός είναι ο τρόπος που λειτουργεί ο κόσμος. Η απουσία. Η εξάντληση. Η μιζέρια. Το σκοτάδι.

Όχι.

Όλη η διαδρομή μας ξεκινάει με ένα «όχι». Όλη η διαδρομή μας ξεκινάει με ένα «σε βλέπω». Μακριά από τις πεισμωμένες και ανώριμες αντιπαραθέσεις και ανθρωποφαγίες στα κοινωνικά δίκτυα, που απορρέουν από τη χαριτωμένη υπό άλλες συνθήκες ασπρόμαυρη θέαση του κόσμου. Όσο όμορφο και δελεαστικό κι αν φαίνεται κάτι, από σάπιο φυτό, μόνο σάπια λουλούδια φυτρώνουν. Ακόμα κι αν είμαστε αναγκασμένοι να τα μυρίζουμε, ακόμα κι αν είμαστε αναγκασμένοι να δαγκώνουμε και να καταπίνουμε δηλητηριώδεις καρπούς ενίοτε, ο στόχος παραμένει ένας: το φυτό να ξεριζωθεί, πριν οι περικοκλάδες του στραγγαλίσουν κι εμάς και το μέλλον.

Κλείνω την κατάθεση αυτών των σκέψεων με τα υπέροχα λόγια από την ανάρτηση επί τους θέματος της ηθοποιού Κλέλιας Ρένεση:

«Ονειρεύομαι γονείς που μπορούν να ’ναι και να νιώθουν παιδιά, να ’χουν όρεξη και δύναμη να κυνηγήσουν τα όνειρά τους και να τους καμαρώνουν τα παιδιά τους λαμπερούς και μαχώμενους γι’ αυτό που αγαπούν... Και κει να βρουν να μοιάσουν οι επόμενες γενιές.»

 

Ζωή Τσούρα

13-06-2022