Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017

Πεμπτουσία

   Πεμπτουσία, ή αλλιώς Πέμπτη Ουσία (quinta essentia στα λατινικά), κυριολεκτικά αναφέρεται σε ένα επιπλέον στοιχείο (ρίζωμα στα αρχαία) πέραν των βασικών τεσσάρων (γη, φωτιά, νερό, αέρας). Εκείνα συμβολίζουν τον υλικό, ορατό κόσμο, ενώ η Πεμπτουσία τον αθέατο, αόρατο, απόκρυφο πνευματικό κόσμο. Ο Αριστοτέλης ονόμαζε εκείνη την ουσία "αιθέρα". Μεταφορικά, Πεμπτουσία μπορεί να χαρακτηριστεί οτιδήποτε είναι κεντρικό, βασικό και ζωτικό στην ψυχοσύνθεσή μας: για κάποιον είναι η δουλειά και η καριέρα του, γι' άλλον η οικογένεια, για κάποιον μια οργάνωση, ένα χόμπι...
   Εκτενής λόγος για το θέμα γίνεται στο 6ο βιβλίο της σειράς του Χάρι Πότερ (οπότε ακολουθούν spoilers!). Αρχικά, γίνεται μια επουσιώδης αναφορά σ' ένα βιβλίο της Ερμιόνης που ονομάζεται "Πεμπτουσία, μια Αναζήτηση" και αφορά πιθανώς την αναζήτηση αυτής ακριβώς της αυτοεκπλήρωσης μέσω ενός σημαντικού παράγοντα. Αυτός ο ισχυρισμός βέβαια δεν επιβεβαιώνεται πουθενά στο βιβλίο και δε γίνεται ξανά αναφορά σε αυτό.
   Το φαινόμενο της Πεμπτουσίας γίνεται εξαιρετικά σημαντικό για την πλοκή όταν ο Χάρι μαθαίνει πως ο σκοτεινός μάγος Βόλντεμορτ, ο ορκισμένος εχθρός του, έχει δημιουργήσει πολλούς Πεμπτουσιωτές. Η λέξη αυτή (Horcrux στο πρωτότυπο αγγλικό κείμενο) σχετίζεται με ένα αντικείμενο, το οποίο φυλάσσει μέσα του ένα κομμάτι της ψυχής του κτήτορα, το οποίο έχει διαχωριστεί από το σύνολό της εξαιτίας ενός φόνου. Ανατριχιαστική και παράλληλα γοητευτική η λεπτομέρεια αυτής της τελετής. Επιπροσθέτως, σχολιάζεται ότι ο Πεμπτουσιωτής συνήθως είναι ένα αντικείμενο με το οποίο ο δημιουργός του έχει ισχυρό συναισθηματικό δεσμό και χαρακτηρίζεται ως  η σκοτεινότερη μορφή μαγείας...
   Οι Πεμπτουσιωτές όμως υπάρχουν στην πραγματικότητα. Αν βγάλουμε το λογοτεχνικό στοιχείο της μαγείας και του φόνου, μπορούμε να βρούμε την έννοια αυτήν και στη ζωή μας. Για παράδειγμα, υπάρχουν άνθρωποι που σε μια πολύ δύσκολη στιγμή τους γράφουν ένα γράμμα, αποτυπώνουν όλο το συναισθηματικό χάος που βιώνουν εκείνην τη στιγμή, το σφραγίζουν και το κρύβουν σ' ένα συρτάρι. Δε φανερώνουν την ύπαρξή του ποτέ σε κανέναν, ίσως και να μην το ξαναδιαβάσουν ποτέ οι ίδιοι, όμως έχουν πάντα στο μυαλό τους πως κάπου βρίσκεται κρυμμένο ένα κομμάτι του εαυτού τους, αποτυπωμένο στο χαρτί. Είναι αφάνταστα ανακουφιστική αυτή η ενέργεια.
   Πολλά άλλα αντικείμενα μπορούν να γίνουν Πεμπτουσιωτές. Βασική προϋπόθεση είναι να έχει επενδύσει συναισθηματικά ο δημιουργός σε αυτά και να είναι αποτελέσματα σκληρής δουλειάς ή μεγάλων ονείρων και φιλοδοξιών. Έτσι, Πεμπτουσιωτής μπορεί να είναι για κάποιον ένα σπίτι που έχτισε ο ίδιος για τα παιδιά του, για άλλον ένα βιβλίο που του πήρε χρόνια να ολοκληρώσει, μια επιχείρηση που χρειάστηκε τεράστια προσπάθεια, χρόνο και χρήμα και αρκετά άλλα παρόμοια παραδείγματα.
   Πεμπτουσιωτής, έπειτα, μπορεί να γίνει κι ένα ζωντανό πλάσμα. Λόγου χάρη, ένας άνθρωπος στον οποίον έχουμε επενδύσει συναισθηματικά σε πολύ μεγάλο βαθμό, ο οποίος έχει πάρει ένα κομμάτι του εαυτού μας για πάντα και το κουβαλάει μαζί του, ηθελημένα ή όχι. Επίσης, ένα κατοικίδιο, το οποίο μπορεί να ανήκε σ' έναν δικό μας άνθρωπο που χάσαμε και πλέον το φροντίζουμε διότι νιώθουμε πως έχουμε εκείνον κοντά μας.
   Τέλος, υπάρχει μια περίπτωση Πεμπτουσιωτή που έχει να κάνει με τις νέες τεχνολογίες: είχα διαβάσει πως σε κάποιες κηδείες το σώμα του νεκρού τοποθετείται σε μια εύκολα διαλυτή κάψουλα μέσα στο χώμα και πάνω της φυτεύεται ένας σπόρος. Ο σπόρος αυτός, καθώς μεγαλώνει, βγάζει ρίζες και απορροφάει τις θρεπτικές ουσίες από το σώμα και, κατά κάποιον τρόπο, είναι η μετενσάρκωση του νεκρού. Οπότε οι συγγενείς φροντίζουν έναν ζωντανό οργανισμό, το δέντρο, αντί να φροντίζουν ένα μνήμα φτιαγμένο από μάρμαρο. Είναι συναισθηματικά πληρέστερο και πιο οικολογικό.
   Συμπερασματικά, μπορώ να πω πως η Πεμπτουσία, η κεντρική ουσία στη ζωή κάποιου, μπορεί να έχει διάφορες μορφές και να μετουσιωθεί σε αντικείμενα ή ζωντανούς οργανισμούς. Η συναισθηματική επένδυση μπορεί να γίνει τόσο μοναδική και περίπλοκη όσο και η ίδια η ψυχή του ανθρώπου. Ένας Πεμπτουσιωτής μπορεί να διώξει την κατάθλιψη, να διατηρήσει την πνευματική ισορροπία, να δώσει νόημα στη ζωή κάποιου ή να γίνει μια πηγή δύναμης κρυμμένη εφ' όρου ζωής. Επίσης, υπόσχεται αιώνια ζωή, απ' την άποψη πως το αντικείμενο αυτό ή ο ζωντανός οργανισμός και η ανάμνησή του θα επιβιώσουν και μετά το πέρας της ζωής μας. Οπότε ας ακολουθήσουμε το ευγενικό παράδειγμα του μοχθηρού λόρδου και ας δημιουργήσουμε τους Πεμπτουσιωτές μας για το δικό μας καλό κι όχι για να βλάψουμε τους άλλους!

Πεμπτουσία, Πεμπτουσιωτής
Την εικόνα αλίευσα από το πολύ ωραίο site http://www.thedailyowl.gr

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

Το Τίμημα της Βρισιάς

   Οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα βρίζουν. Δεν εννοώ πως ξέρουν να χρησιμοποιούν τις αντίστοιχες λέξεις, αλλά πως το κάνουν τακτικά. Αυτό δεν είναι απλά κοινωνικά κακό, μιας και δημιουργεί ένα κακό προφίλ, μα είναι απόλυτα καταστροφικό για το λεξιλόγιο του λέγοντος. Παρακάτω θα αναλύσω αρκετές από τις πιο συνηθισμένες βρισιές για να γίνω πιο ξεκάθαρος.
   "Είσαι μαλάκας". Η μαγική λέξη του Έλληνα. Μια λέξη που νομίζουμε ότι σημαίνει τα πάντα, όμως δε σημαίνει τίποτα. Η ερώτηση που ακολουθεί -προκειμένου να βγει νόημα- είναι "Τι εννοείς;". Είμαι άτακτος; Αναξιόπιστος; Αντικοινωνικός; Άμυαλος; Ατίθασος; Απερίσκεπτος; Ασυμβίβαστος; Ασυνεπής; Ανεύθυνος; Αυθάδης; (Κι ακόμα είμαι στο Α). Τι εννοείς; Εδώ πρέπει να καταλάβετε πως το να χρησιμοποιεί κανείς τη λέξη "μαλάκας", πλην του ότι δε βγάζει κανένα απολύτως νόημα (με την τρέχουσα έννοια, διότι παλαιότερα είχε άλλη), αποτρέπει τον χρήστη από το να βάλει άλλες 50-100 λέξεις στο λεξιλόγιό του. Τον αποτρέπει από το να τις σκεφτεί, να τις βάλει στο λεξιλόγιό του, να τις εκφράσει και να τις κάνει κτήμα του. Έτσι, διαπράττει το βαρύτατο έγκλημα του να χρησιμοποιεί λέξεις χωρίς να καταλαβαίνει (ή να ασχολείται) με το νόημά τους. Κακή, πολύ κακή συνήθεια.
   "Γαμιέσαι". Γενικά αυτό το ρήμα, που κάποτε σήμαινε παντρεύομαι/νυμφεύομαι, είναι κατάλοιπο της πατριαρχίας. Χρησιμοποιείται σε πάρα πολλές παραλλαγές και γραμματικά είναι αυτό που ο Έλληνας κλίνει ευκολότερα (ίσως θα έπρεπε να αντικαταστήσει το λύω, μπας και μαθαίνουν τα παιδιά ευκολότερα τα συνηρημένα 😀). Ποιο είναι το νόημα; Μιας και οι άντρες, το δυνατό φύλο, διαμόρφωσαν πολλά στοιχεία της σημερινής αργκό, το ρήμα αυτό δείχνει τη σεξουαλική κυριαρχία. Ότι το σεξ είναι κάτι σαν τιμωρία (η νοοτροπία βέβαια πηγάζει από τα βάθη των σπηλαίων της Παλαιολιθικής Εποχής!) και κατά κάποιον τρόπο το ρήμα αυτό μπορεί (μπορεί όμως στην ουσία;) να αντικαταστήσει κάθε άλλο ρήμα που δηλώνει απειλή, ζημιά, καταστροφή, κυριολεκτική ή μεταφορική και πολλές, πολλές άλλες έννοιες. Επειδή όμως θα χρειαζόμουν πέντε ακόμα παραγράφους για να γράψω το νόημα της λέξης, το αφήνω στην κρίση του αναγνώστη. Απλά σκεφτείτε πως το ρήμα αυτό απαγορεύεται σε κάθε μορφή του: ποια συνώνυμα θα ήσασταν αναγκασμένοι να χρησιμοποιείτε;
   "Πούστης". Η λέξη που μαθαίνεται στο δημοτικό από τους περήφανους πατεράδες στα 6χρονα παιδάκια. Η λέξη που επίσης προέρχεται από το πατριαρχικό μοντέλο της κοινωνίας και δείχνει τον θηλυπρεπή, τον κατώτερο, τον πολίτη δεύτερης κατηγορίας. Επίσης, χρησιμοποιείται ευρέως και για παρομοιώσεις, αποτρέποντας τον χρήστη από χίλιες-δύο άλλες (καλύτερες φυσικά) παρομοιώσεις, ή από πολλές, όμορφες και καλαίσθητες χρήσεις επιρρημάτων. Αντί να πει κάποιος "πεινάω σαν πούστης", μπορεί να χρησιμοποιήσει πολλά ποσοτικά επιρρήματα, τα οποία σύντομα θα γίνουν είδος προς εξαφάνιση (ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν μπορεί να εκφράσει ποσοτικές σχέσεις με κάτι άλλο πλην του "πολύ", "πάρα πολύ", "λίγο", "πολύ λίγο"). Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό "πούστης", με την τρέχουσα αρνητική έννοια, υποκαθιστά πολλά επίθετα, όπως άνανδρος, τιποτένιος, κομπιναδόρος, πονηρός, ποταπός, άτιμος, άδικος και χίλιες δυο άλλες. Συνεπώς, όχι μόνο η λέξη αυτή είναι απαράδεκτη, περιορίζει και το λεξιλόγιο όσων την χρησιμοποιούν. Δύο σε ένα.
   "Πουτάνα". Συνεχίζοντας το ταξίδι μας στον κόσμο της πατριαρχίας και του σεξισμού, βρισκόμαστε στην κορυφαία έκφραση μισογυνισμού. Μια γυναίκα μπορεί να είναι πολλά: ακατάδεχτη, να κολλάει σε λεπτομέρειες, να είναι αφελής, ψηλομύτα, προκλητική, επιφανειακή, τολμηρή, ανεξάρτητη, "εύκολη" (μια έννοια χωρίς ιδιαίτερο νόημα), να το παίζει δύσκολη, να είναι ναζιάρα, σνομπ και πολλά άλλα. Άνθρωπος είναι εξάλλου, με προσωπικότητα, όχι πλαστική κούκλα. Στο ανδρικό λεξιλόγιο αρκεί να την πει κάποιος "πουτάνα", για να την ομαδοποιήσει, να την περιφρονήσει και να την καταδικάσει. Τρία σε ένα.
   Συμπερασματικά, η βρισιά δεν είναι μαγκιά άλλο πια. Δεν είναι χρήσιμη, δεν είναι αστεία, δεν είναι απαραίτητη. Εξαίρεση αποτελεί η στιγμιαία ανάγκη να εκφράσει κάποιος έντονο θυμό, αποτροπιασμό ή παρόμοια συναισθήματα. Πέρα από τον μαγικό κόσμο του δημοτικού, όπου όλοι παρατηρούσαμε τον μεγάλο επαναστάτη που τολμούσε να βρίζει, ενώ εμάς η μαμά μας δε μας άφηνε, η βρισιά (ειδικά σε συχνή, καθημερινή βάση) δεν έχει λόγο ύπαρξης. Η ίδια η λέξη ξεθωριάζει και χάνει κάθε νόημά της. Κυρίως χρησιμοποιείται για να τονίσει τον έντονο χαρακτήρα του χρήστη, παρά για να προσδώσει νόημα.  Απλά βοηθάει τους δίπλα να βγάλουν ασφαλή συμπεράσματα για το ποιον του ομιλητή...

Βρίσιμο, βρισίδι, μαλάκας, πούστης, πουτάνα, γαμώ


Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

Μην το σκέφτεσαι...

   "Μην το σκέφτεσαι", "μην πάει ο νους σου στο κακό", "χτύπα ξύλο". Εκφράσεις που προσπαθούν να πείσουν πως δεν πρέπει να σκεφτόμαστε αρνητικά, πως αν βάζουμε στο μυαλό μας τα κακά σενάρια ουσιαστικά τα προκαλούμε να συμβούν... Κατά πόσο είναι αυτό αλήθεια;
   Από τη μία, θα έλεγα πως η αντίληψη αυτή ανήκει στη σφαίρα της πρόληψης. Δηλαδή κατά πόσο σχετίζονται τα λόγια που θα πω με το αν θα συμβεί το ίδιο το γεγονός; Μόνο αν πιστέψουμε πως η αρνητική ενέργεια επηρεάζει το μέλλον μας. Επειδή όμως οφείλουμε να είμαστε σκεπτικιστές, ας πω ότι υπάρχει και μία δόση λογικής σε αυτό. Οι άνθρωποι που υποστηρίζουν αυτές τις αντιλήψεις ίσως υποθέτουν πως το να βάλω στο μυαλό κάποιου μια κακή πιθανότητα τον κάνει να την σκέφτεται, να επηρεάζεται και να πέφτει σε αυτήν ακριβώς. Όπως ακριβώς στην οδήγηση, που λένε πως αν τα μάτια μας είναι στραμμένα στον γκρεμό αντί για τον δρόμο, πιθανώς να πέσουμε μέσα. Οπότε υπάρχει ένα ψήγμα αλήθειας εδώ.
   Από την άλλη, η ρεαλιστική σκέψη απαιτεί πολύπλευρη σκέψη, η οποία πρέπει να συνοδεύεται από ψυχραιμία και λογική. Αυστηρή προειδοποίηση: το άρθρο από αυτό το σημείο πρόκειται να γίνει αρκετά μακάβριο. Όπως στο σκάκι κάποιος οφείλει να σκέφτεται όλα τα κακά σενάρια της παρτίδας προκειμένου να τα αποφύγει, έτσι και στη ζωή μας το να σκεφτόμαστε όλα τα κακά σενάρια (με ψυχραιμία και λογική πάντα) μας προετοιμάζει για το χειρότερο. Δε χωράνε συναισθηματισμοί και λιποψυχία εδώ. Κάθε φορά που μπαίνω στο αυτοκίνητο για να οδηγήσω, οφείλω να σκέφτομαι πως μπορεί να γίνει ο τάφος μου. Τελεία και παύλα. Επίσης, μπορεί να χτυπήσω μια μαμά με το καροτσάκι του μωρού, έναν ανήμπορο παππού, έναν ποδηλάτη που θα βρεθεί στον δρόμο μου. Αυτά είναι όλα πιθανά. Όσο σκέφτομαι ότι μπορεί να συμβούν, προετοιμάζομαι και μένω συγκεντρωμένος για να μη συμβούν.
   Εμμένω στην εξής άποψη: αν προτιμώ να αποφεύγω συστηματικά να σκέφτομαι αρνητικές πιθανότητες, αν μου γίνει τρόπος ζωής ο στρουθοκαμηλισμός πως όλα θα πάνε καλά αν πιστέψω πως θα πάνε καλά, τότε κινδυνεύω πολύ περισσότερο. Οι περισσότεροι οδηγοί που "σκέφτονται θετικά", όταν τρακάρουν δεν το πιστεύουν. Μέχρι τότε νόμιζαν πως τα τροχαία συμβαίνουν σε άλλους, αλλά να που συνέβησαν και σ' αυτούς. Πού να φανταστώ, θα σου πουν, ότι περνώντας ένα κόκκινο θα χαθεί μια ζωή;
   Έλα όμως που όλα είναι θέμα παιδείας. Όταν όλοι στο οικογενειακό περιβάλλον μας επιβάλλουν από παιδιά να "μην το σκέφτεσαι", "μην πάει ο νους σου στο κακό", τότε από παιδιά είμαστε προγραμματισμένα να βλέπουμε έναν ψεύτικο κόσμο, έναν κόσμο που "όλα πάνε καλά" για εμάς. Αυτό θυμίζει την παιδική ηλικία του Βούδα, όπου με βασιλικό διάταγμα απαγορευόταν να δει άρρωστο ή νεκρό άνθρωπο. Έτσι, μεγάλωσε έχοντας την ψευδαίσθηση πως δεν υπάρχει κακό στον κόσμο. Αυτή η διαπαιδαγώγηση όμως έχει ένα τρομερό ελάττωμα: δεν προετοιμάζει τον άνθρωπο για ό,τι τον απειλεί εκεί έξω. Είναι μοιραίο να βρεθεί προ εκπλήξεως...
   Παρόλα αυτά, η εξής τακτική συνεχίζεται. Όποιοι τολμούν να μιλούν ρεαλιστικά, να προειδοποιούν έξω απ' τα δόντια παραγκωνίζονται ως γρουσούζηδες, ενοχλητικοί και παράξενοι (βλέπε Ιαβέρης). Οι υπόλοιποι τους αποφεύγουν φοβούμενοι μην κολλήσουν το μικρόβιο της απαισιόδοξης σκέψης. Και η ζωή συνεχίζεται. Με αδικοχαμένα θύματα, με καταστάσεις που μας κάνουν να απορούμε "μα καλά δε σκέφτηκε ότι μπορεί να πάθει...;". Ε, λοιπόν όχι, δεν το σκέφτηκε. Δεν έμαθε να σκέφτεται έτσι. Δε φταίει το ίδιο το άτομο βέβαια: άλλοι είναι οι ηθικοί αυτουργοί αυτού του εγκλήματος και κοιμούνται ήσυχοι. Και η ζωή συνεχίζεται...

Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017

Αποδόμηση της Δεισιδαιμονίας (9 + 1 δεισιδαιμονίες)

   Υπάρχουν πολλά πράγματα που κάνουν τον άνθρωπο να αναρωτιέται για το μεταφυσικό, να πιστεύει στο ανεξήγητο και να βάζει προλήψεις, δεισιδαιμονίες και φοβίες στη ζωή του. Θα κάνω μια λίστα με 9 βασικά στοιχεία του χώρου αυτού (+1 bonus) και τις σκέψεις μου πάνω σ' αυτά.

1. Το σπάσιμο του καθρέφτη, λένε, προκαλεί 7 χρόνια κατάρας. Όλα θα πάνε στραβά για 7 χρόνια. Λες και αν δεν είχες σπάσει καθρέφτη ΟΛΑ θα πήγαιναν καλά. Δε θα πλήρωνες εφορία, κανείς δε θα πέθαινε, κανείς δεν θα αρρώσταινε. Απλά αν σπάσει ένας καθρέφτης, οι υποψίες του ανόητου πάνε εκεί. Λύση; Πάρε καινούριο καθρέφτη και τράβα μια selfie μαζί του.

2. Το πέρασμα μαύρης γάτας προκαλεί κακοτυχία. Δηλαδή αν έχω μαύρη γάτα στη γειτονιά μου ή στο σπίτι μου, κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό θα έχω κακοτυχία. Σοβαρά; Θα βάλω τη μαύρη γάτα μου να κλαίει. Λύση: ταΐζεις τα γατιά της γειτονιάς (τα μαύρα κυρίως) και δε σε καταριούνται. 

3. Αν δεις νεκρό στον ύπνο σου, κάποιος δικός σου θα πεθάνει. Ας είμαστε λίγο σκεπτικιστές. Τι μας κάνει να δούμε νεκρό στον ύπνο μας; Η νοσταλγία για έναν δικό μας άνθρωπο ή οι ενοχές για κάποιον που πιστεύουμε πως βλάψαμε. Η περίπτωση θέλει ένα καλό ξεκαθάρισμα συναισθημάτων: προσπαθείς να ξεπεράσεις τον δικό σου και να πεις "η ζωή συνεχίζεται" (είναι δύσκολο, ξέρω), ενώ προσπαθείς απ' την άλλη να γίνεις καλύτερος για να αποβάλλεις τις ενοχές σου. Μη φοβάσαι, κανείς δε θα πεθάνει. Ή μάλλον όχι. Όλοι μας θα πεθάνουμε. ΟΛΟΙ ΜΑΣ.

4. Ποδαρικό. Στην αρχή του έτους ή σ' ένα νέο σπίτι, πρέπει να μπεις με το δεξί πόδι για να πάνε όλα καλά, αλλιώς θα έχει κακοτυχία. Εδώ (κι όχι μόνο εδώ βέβαια) υπάρχει το πρόβλημα του "όλα καλά" και της "κακοτυχίας". Ο άνθρωπος που πιστεύει πως όλα θα του πάνε καλά χάρη στο ποδαρικό, αγνοεί μικρές ή μεγάλες κακοτυχίες, τυφλωμένος από την πίστη του πως "όλα πάνε καλά". Αντίθετα, αυτός που πιστεύει πως έχει κακοτυχία βλέπει μόνο όσα κακά του συμβαίνουν και τα καλά τα αγνοεί. Τα αγνοεί σε τέτοιο βαθμό (αχαριστία λέγεται) που πιστεύει πως τίποτε δεν πάει καλά. Φήμες λένε πως οι αρχιτέκτονες και οι πολιτικοί μηχανικοί ΔΕΝ συμπεριλαμβάνουν στα σχέδιά τους την περίπτωση της γρουσουζιάς. ΜΗΝ τους εμπιστεύεστε. Αυτά μόνο με ευχέλαιο λύνονται.

5. Καλό παράδεισο. Ο παράδεισος μόνο καλός μπορεί να είναι. Η ευχή δε βγάζει νόημα, όμως όχι μόνο γι' αυτό. Αν όντως υπάρχει Κριτής και μας χωρίζει σε καλούς και κακούς, τότε η ευχή σου δε θα πιάσει. Δεν πιάνει η δωροδοκία. Αν ήταν εντάξει ως άνθρωπος τότε ούτως ή άλλως εκεί θα πάει. Η ευχή δεν αλλάζει τίποτα (γι' αυτόν, διότι σε σένα προκαλεί καλύτερη διάθεση, όπως κάθε ευχή). Εξάλλου αν γινόταν να πάει στον παράδεισο χάρη στην ευχή, σκέψου πόσοι θα ήταν αδικημένοι επειδή δεν ευχήθηκαν γι' αυτούς. Αν υπάρχει παράδεισος, ΔΕΝ λειτουργεί όπως νομίζεις.

6. Ο ιστός της αράχνης στις γωνίες του σπιτιού εξασφαλίζει καλή τύχη. Αυτό έχει κάποια βάση, διότι τα αξιολάτρευτα αυτά πλασματάκια εξαφανίζουν πολλά βλαβερά έντομα που φέρνουν βρωμιά και αρρώστιες. Παρόλα αυτά, μπορεί να σημαίνει ότι δεν καθαρίζεται καλά το σπίτι. Ή ότι κανείς πια δε ζει στο σπίτι. Οπότε πού είναι η καλή τύχη;

7. Μην αφήνεις ποτέ τις παντόφλες και τα παπούτσια σου στραβά γιατί κάποιος θα πάθει κακό. Ναι, αυτό ισχύει. ΕΣΥ θα πάθεις κακό, ειδικά αν το προσέξει η μάνα σου ή η γυναίκα σου (ναι, θα το προσέξει). Βέβαια το ίδιο κάνεις εδώ και 25 χρόνια και ζεις ακόμα, οπότε παίξε και τέτρις με τα παπούτσια σου, όλα καλά.

8. Το φυλαχτό από σε σχήμα βατράχου, το κοκαλάκι νυχτερίδας και το λαγοπόδαρο σε προστατεύουν από κάθε κακό. Φυσικά, εκτός αν είσαι βάτραχος, νυχτερίδα ή λαγός. Εξάλλου ποτέ η εφορία δε χτύπησε την πόρτα κάποιου που έχει όλα αυτά στην πόρτα. Έρχεται κατευθείαν ο ψυχίατρος.

9. Το πέταλο του αλόγου φέρνει οικονομική ευημερία. Ή μάλλον, έφερνε όταν χρησιμοποιούσε ο άνθρωπος άλογα. Τώρα πια μάλλον καμιά ζάντα πρέπει να κρατάμε. Παλιά το να είχες πέταλο αλόγου σήμαινε ότι είχες άλογα (όχι μόνο 1-2, διότι δε σου περίσσευε πέταλο να κρεμάσεις στο σαλόνι), οπότε ούτως ή άλλως ΕΙΧΕΣ ευημερία. Στάσου, βρήκα ένα καινούριο: το να έχεις το νέο i-phone 7 φέρνει οικονομική ευημερία!

10. Το τελευταίο σημείο του άρθρου είναι και το μόνο που πιστεύω (εν μέρει). Ο βασιλικός στην είσοδο του σπιτιού φέρνει καλή τύχη. Εδώ υπάρχει κάποιο νόημα. Η υπέροχη και χαλαρωτική μυρωδιά που εκλύει ο βασιλικός όποτε μπαίνεις ή βγαίνεις από το σπίτι σου βελτιώνει τη διάθεση. Επίσης, κάθε επισκέπτης μπαίνει στο σπίτι με καλύτερη διάθεση, υποσυνείδητα πάντα, χάρη σε αυτό. Όμως όπως το έγραψα αυτό το τελευταίο, κάπως απίθανο μου φαίνεται. Ας το εξορθολογίσω λίγο: ο βασιλικός στην είσοδο του σπιτιού διώχνει τα κακά πνεύματα!

Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

Ο Αγκάθινος Θρόνος

   Η αφορμή για το σημερινό άρθρο είναι μια πρόσφατη συνέντευξη του σκηνοθέτη Άκι Καουρισμάκι. Καταλήγει λέγοντας "... οι μόνοι που θέλουν κι αποκτούν σήμερα την εξουσία είναι ηλίθιοι. Ποιος θέλει την εξουσία σήμερα; Κανείς και γι' αυτό την παίρνουν οι ηλίθιοι".
   Όσο κι αν εκτιμά κανείς έναν άνθρωπο, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει όταν ακούει μιαν άποψή του είναι να αποστασιοποιηθεί συναισθηματικά. Να δει την άποψη λογικά, να καταλάβει σε βάθος το νόημα και μετά να αποφασίσει. Σ' αυτό το άρθρο θα ακολουθήσω τη διαδρομή του ανθρώπου προς την εξουσία, προκειμένου να εξετάσω τι σημαίνει και αν όντως είναι ανόητη.
   Ξεκινώντας, ας αναφέρω πως η εξουσία δεν είναι υλικό αγαθό. Μπορεί να φέρει σε όποιον την ασκεί πολλά υλικά αγαθά, όμως από μόνη της δεν είναι. Είναι θεσμός, πάθος, εθισμός, ανάγκη, πείτε το όπως θέλετε. Το μόνο σίγουρο είναι πως για να την αποκτήσει κανείς πρέπει να ξεχωρίσει. Σε μια κληρονομική βασιλεία χρειάζεται την τύχη (ή την ατυχία) να είναι κάποιος ο πρωτότοκος γιος. Σε μια δικτατορία ήδη υπάρχουσα χρειάζεται να είναι το δεξί χέρι του δικτάτορα, δηλαδή να έχει πείσει με την αξία του έναν άνθρωπο πως είναι ξεχωριστός. Σε μια δικτατορία εν τη γενέσει, χρειάζεται να πείσει ένα κομμάτι του στρατού να τον ακολουθήσει με τα όπλα σε πραξικόπημα. Ενώ τέλος σε μια δημοκρατία, πρέπει ως απλός πολίτης να ξεχωρίσει από όλους τους υπολοίπους, να δημιουργήσει μια πολιτική παράταξη, να ξεχωρίσει από τις υπόλοιπες και να ξεχωρίσει ανάμεσα στους ομοϊδεάτες του μέσα στην ίδια την παράταξη.
   Φυσικά, το να ξεχωρίσει κανείς δεν είναι εύκολο. Κανείς δεν προσέχει το "καλό παιδί" ή τον "εργατικό νέο", ή τουλάχιστον κανείς δεν ασχολείται μετά την πρώτη εντύπωση. Όλοι τον μακαρίζουν, δηλώνουν τον θαυμασμό τους και τον ξεχνάνε. Για να ξεχωρίσει κάποιος πρέπει να πασχίζει φοβερά να κερδίσει την εκτίμηση ενός μεγάλου πληθυσμού, ο οποίος απαρτίζεται από ανθρώπους με μεγάλες διαφορές. Ο πρώτος θα κερδηθεί χάρη σε κάποια συγγένεια, σε κάποια φιλία ή σε κάποιον άλλον τυχαίο παράγοντα που τους έκανε γνωστούς. Ο δεύτερος (αυτοί είναι λίγοι) πραγματικά θα πιστεύει στις ιδέες του επίδοξου ηγέτη. Ο τρίτος (αυτοί είναι πολλοί) θέλει ανταλλάγματα. Ο τέταρτος θέλει και ανταλλάγματα και πλήγμα στο αντίπαλο δέος (εδώ υπάρχει η πρώτη σύγκρουση συμφερόντων και ανάγκη για διπλωματία). Φυσικά θέλει πολύ χρόνο, πολλά χρήματα και τον κατάλληλο αριθμό ανθρώπων να τρέχουν για τον επίδοξο ηγέτη. Συμπέρασμα; Όχι, σίγουρα δεν είναι εύκολο πράγμα να κυνηγά κανείς την εξουσία.
   Αν είναι δύσκολο να πάρει κανείς την εξουσία, είναι σίγουρα δυσκολότερο να την κρατήσει. Σε μια δημοκρατία, ειδικά σε δύσκολες εποχές που υπάρχουν πολλές διχόνοιες και διχασμοί, χρειάζεται περισσότερη διπλωματία. Να κρατά ο ηγέτης τις ισορροπίες, να δέχεται τις εντολές όσων κρύβονται στα παρασκήνια, να δέχεται τις κατάρες των πολιτικών του αντιπάλων, να δέχεται απειλές κατά της ζωής του, γενικώς να δέχεται πολλά. Όποιος φαντάζεται τον ηγέτη χαλαρό κι ευτυχισμένο είναι βαθιά γελασμένος. Η θέση του ηγέτη είναι πολύ λεπτή και αγχωτική αλλά αξίζει τον κόπο διότι εκείνος ήθελε κι ονειρευόταν την εξουσία.
   Για να κρατηθεί η εξουσία, θα χρειαστεί να αδικηθούν πολλοί άνθρωποι. Όχι απαραίτητα επειδή τους αξίζει, όμως επειδή είναι πιο ικανοί, πιο ευέλικτοι, πιο ισχυροί ή απλά αντίθετοι από τον ηγέτη. Ο αγκάθινος θρόνος της εξουσίας θέλει συνεχείς κινήσεις επιβεβαίωσης, διαφήμισης και δυσφήμισης των άλλων. Ειδάλλως, θα υπάρξουν πολλοί άλλοι που θα έκαναν τα πάντα για να καθίσουν στον αγκάθινο θρόνο, του οποίου η μαγεία είναι ότι βλέπεις τα αγκάθια του μόνο αφού κάτσεις πάνω. Άρα ο ηγέτης, προσπαθώντας να βρει χρόνο και ενέργεια για να εκπληρώσει τα όνειρά του, ουσιαστικά περνά τον καιρό του προσπαθώντας να γαντζωθεί πάνω στον θρόνο. Με τρόπους ηθικούς; Ανήθικους; Αδιάφορο.
   Κι από δω παν κι άλλοι. Άλλοι ηγέτες πέθαναν ένδοξα, άλλοι στην ψάθα, κάποιοι έγιναν πρόσωπα της ιστορίας, άλλοι δεν τα κατάφεραν να ξεχωρίσουν τόσο (ακόμα κι εδώ υπάρχει αυτό το στοιχείο!). Το ζήτημα είναι ότι κάποιος ξεκινά από ένα όνειρο, συνεχίζει με μια ιδέα, δουλεύει με μία μέθοδο, καταλήγει να βρίσκεται σ' έναν αγκάθινο θρόνο και κυνηγά χίμαιρες. Αν καταφέρει ν' αποκτήσει αγαθά ικανά να υπερκεράσουν την προσπάθεια και τον χρόνο του κυνηγιού της εξουσίας, τότε είναι διεφθαρμένος αλλά όχι ηττημένος. Αν δεν τα καταφέρει, τότε παραήταν ηθικός για τη θέση. Βέβαια οι ηθικοί άνθρωποι σπάνια φτάνουν μέχρι εκεί...
   Τέλος, ας επιστρέψουμε στον Καουρισμάκι. Ο άνθρωπος ανέφερε τη λέξη "ηλίθιοι" για τους ηγέτες, προφανώς όχι επειδή πιστεύει πως εκείνοι είναι περιορισμένης ευθύνης. Ηλίθιοι επειδή είναι υλιστές, ανήθικοι, άνθρωποι του συμφέροντος, άνθρωποι που θα κάνουν τα πάντα για μια θέση στον ήλιο κτλ. Οι πνευματικοί άνθρωποι σπάνια γίνονται κυβερνήτες, ηγέτες. Είτε η εξουσία απ' την αρχή δεν τους κάνει λόγω ανηθικότητας είτε έχουν εξετάσει την παραπάνω δύσβατη πορεία και δεν μπαίνουν στον κόπο είτε δεν έχουν το κουράγιο, τα μέσα και τον χρόνο ν' ασχοληθούν. Ο Καουρισμάκι πιθανότατα ενοχλείται από αυτόν τον θεσμό, εθισμό, πάθος (πείτε το όπως θέλετε), μιας και είναι κάτι που γενικώς οι πνευματικοί άνθρωποι περιφρονούν και επειδή σπανίως εκπροσωπείται από οραματιστές, από πραγματικούς ανθρώπους (προσθέτω εγώ).

Υ.Γ.: Ωραίος ο Καουρισμάκι. Με δυο κουβέντες του μου προκάλεσε σκέψεις για ένα ολόκληρο άρθρο. Φαντάσου με τις ταινίες του τι μπορεί να προκαλέσει. Είναι ωραίο που υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι.


Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Γιατί Επισκεπτόμαστε τον Κόσμο του Φανταστικού;

   Κάθε έργο τέχνης, όπως μια ταινία ή ένα βιβλίο, είναι ξεχωριστό. Θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι μια κατηγορία από μόνο του. Για λόγους κατανόησης, αναζήτησης κι εμπορικότητας όμως, φορείς, παράγοντες και παραγωγοί έργων τέχνης στην λογοτεχνία και στον κινηματογράφο χωρίζουν σε βασικές κατηγορίες τα έργα τους: κοινωνικά, αστυνομικά, τρόμου, δράσης, μυστηρίου, φαντασίας κ.ά.
   Σε κάθε εποχή κάποια είδη ακμάζουν κι άλλα παρακμάζουν, ενώ όταν αλλάξουν οι καιροί θα ακμάσουν εκ νέου. Εγώ θα ήθελα να σταθώ αρχικά στον διαχωρισμό πραγματικότητας-φαντασίας. Σε αυτό το δίπολο υπάρχουν φανατικοί οπαδοί και για τις δύο μεριές. Υπάρχουν απ' τη μία εκείνοι που είναι ή αρκετά ικανοποιημένοι με την πραγματικότητα ή απλά μαλωμένοι με τη φαντασία και διαλέγουν τον ρεαλισμό. Οτιδήποτε μπορεί να ξεπεράσει αυτό το όριο τους απωθεί. Συγκινούνται με πραγματικές ιστορίες, χαίρονται και οργίζονται με πραγματικές καταστάσεις, γενικά μέσω των ρεαλιστικών έργων αναπολούν την πραγματικότητα. Τα ιστορικά μυθιστορήματα επίσης, η ανακάλυψη αρχαίων κόσμων και πολιτισμών, είναι ο τρόπος του ρεαλιστή να ξεφύγει από το χρονικό παρόν του χωρίς να εισέλθει σε διαφορετικούς κόσμους με άλλους κανόνες. Βέβαια η κατηγορία αυτή μπορεί να σχετίζεται και με το φανταστικό.
   Αντίθετα, οι οπαδοί του φανταστικού απωθούνται από την έννοια του ρεαλισμού. Τη βρίσκουν βαρετή, ανούσια, χωρίς ανοιχτούς ορίζοντες ίσως. Άνθρωποι που από την παιδική τους κιόλας ηλικία ταξίδεψαν με τη φαντασία τους μαγεύονται από την εξερεύνηση άλλων κόσμων, διαφορετικών από τον δικό τους. Λατρεύουν το διαφορετικό, το καινούριο, το σουρεαλιστικό. Ειδικά με κάποια καλοφτιαγμένα σύμπαντα, όπως της Μέσης-Γης του Τόλκιν ή της Κοινότητας των Μάγων της Ρόουλινγκ, οι αναγνώστες του φανταστικού βρίσκουν τον εαυτό τους καθώς χάνονται σε αυτά.
   Οι λόγοι που γίνεται αυτή η μετάβαση σε κόσμους του φανταστικού είναι αρκετοί. Πρώτον, πιστεύω πως όποιος έχει ταξιδέψει αρκετά με τη φαντασία του δεν μπορεί να ξεκόψει απ' αυτήν. Είναι εθιστική. Ο παρών κόσμος μοιάζει πολύ μικρός, πολύ λίγος. Έπειτα, σε πολλές άσχημες περιπτώσεις κάποια παιδικά τραύματα, κακομεταχείριση ή κακοποίηση οδηγούν τα παιδιά στο να χαθούν σε νέους κόσμους για να αποδράσουν απ' τον δικό τους. Κι αυτό το ταξίδι σπάνια απογοητεύει.
   Ο κόσμος του φανταστικού, εκτός των άλλων, είναι ένας κόσμος δημιουργικότητας. Ενώ ο ρεαλισμός αναφέρεται σ' έναν κόσμο δομημένο εκ των προτέρων, στο κάθε σύμπαν ο δημιουργός και οι επισκέπτες φτιάχνουν δικούς τους κανόνες, δικά τους γεγονότα, μια δική τους πραγματικότητα, με αρωγό την αχαλίνωτη φαντασία.
   Ακόμα κι αν το βιβλίο/σειρά/ταινία φαντασίας αναφέρεται στον δικό μας κόσμο, οι προεκτάσεις του προσπαθούν να αγκαλιάσουν την έννοια του μυστηρίου. Εξηγούνται ανεξήγητα φαινόμενα, τα παλιά, αρχέγονα ερωτήματα απαντώνται και νέα ερωτήματα αναδύονται ζητώντας απεγνωσμένα απάντηση. Η έννοια του μυστηρίου, του τρόμου ή της δράσης, διανθισμένες με το κατάλληλο ταλέντο πάντα, μπορούν ν' ανοίξουν πολλές πόρτες στο μυαλό ενός ανθρώπου. Το φανταστικό είναι μια πρόκληση για τον αναγνώστη, διότι δεν ξέρει τι θα βρεθεί μπροστά του.
   Ας περάσουμε τώρα και στον παράγοντα της εποχής, εφόσον αναλύθηκε επαρκώς ο παράγοντας της προσωπικής προτίμησης. Είναι μια δική μου εικασία αυτή, όμως, πέρα από το σταθερό κοινό του κάθε είδους, θεωρώ πως ανάλογα με τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά δρώμενα ο ρεαλισμός και η φαντασία κερδίζουν ή χάνουν έδαφος. Στις λεγόμενες "καλές εποχές", όπου η πραγματικότητα είναι ευχάριστη, ανεκτή και υποφερτή, ένα μεγάλο μέρος της αναγνωστικής κοινότητας, η "γκρίζα ζώνη", που δεν είναι φανατικά ταγμένη στο ένα ή στο άλλο μέρος, αρκείται στην πραγματικότητα, κάνοντας όνειρα για το μέλλον με ρεαλιστικούς όρους ή χαλαρώνει στο όμορφο παρόν.
   Στις δύσκολες, σκληρές εποχές όμως, σ' εκείνες που ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται σε μια βάρβαρη κατάσταση κακοποίησης, η κοινότητα του αναγνωστικού κοινού δοκιμάζεται από μια έντονη άρνηση της πραγματικότητας. Ο κόσμος του φανταστικού, ή μάλλον οι πολλοί διαφορετικοί κόσμοι, γίνονται θελκτικοί παράδεισοι που προστατεύουν το συγκλονισμένο μυαλό από την καθημερινή κόλαση που εκτυλίσσεται μπροστά του.
   Μια άλλη περίπτωση που το φανταστικό κερδίζει μαζικά έδαφος είναι η εποχή της τεχνολογικής επανάστασης. Αν ζούσα το 10.000 π.Χ. περίπου, όπου έγινε η πρώτη αγροτική επανάσταση, είμαι βέβαιος πως θα έβρισκα πολλούς ανθρώπους που χάνονταν σε σκέψεις για ένα άγνωστο, καλύτερο μέλλον. Στην βιομηχανική επανάσταση έπειτα, υπήρχε πολύς χώρος για φαντασιώσεις και όνειρα ενός τεχνολογικά εξελιγμένου μέλλοντος. Οι πραγματικές ανακαλύψεις κι εφευρέσεις κάνουν τη φαντασία να υπερλειτουργεί. Στον δικό μας αιώνα τώρα, τον αιώνα της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας, τα φουτουριστικά μοντέλα δεν έχουν τελειωμό. Οι ονειροπόλοι χάνονται σε υπέροχες, μελλοντικές ουτοπίες όπου όλα τα σημερινά προβλήματα έχουν λυθεί (και ως δια μαγείας δεν έχουν εμφανιστεί καινούρια!), ενώ αντίθετα οι σκεπτικιστές φαντάζονται αποτρόπαιες δυστοπίες, με την ανθρωπότητα να βρίσκεται βυθισμένη σε ακόμα μεγαλύτερη άβυσσο απ' ότι σήμερα. Σε κάθε περίπτωση, η ενασχόληση με τον κόσμο του φανταστικού είναι ένας "απαγορευμένος καρπός" που αν τον φάει κανείς δεν υπάρχει γυρισμός. Και γιατί να υπάρξει άλλωστε;

Αχαλίνωτη φαντασία, κόσμος του φανταστικού, άλλοι κόσμοι, διαφορετικό

Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2017

Η Κατάρα της Ιδιοκτησίας

   Τι είναι αυτό για το οποίο προσευχόμαστε, ελπίζουμε και ονειρευόμαστε; Να αποκτήσουμε ένα καλό αυτοκίνητο, ένα καλό σπίτι, να έχουμε λεφτά, παχυλούς λογαριασμούς σε τράπεζες... Γενικώς να έχουμε. Τίποτα μεμπτό σε αυτό από μόνο του, μολονότι υπάρχουν αρκετές σχετικές παράμετροι που το κάνουν.
   Αυτός που ονειρεύεται να έχει, ελπίζει. Δε φοβάται. Αυτός που πια έχει, φοβάται. Δεν ελπίζει. Αυτή είναι μια βασική διαφορά ανάμεσα στους έχοντες και στους μη έχοντες. Ο φόβος, σε αυτή την περίπτωση, γίνεται τρόπος ζωής. Φοβόμαστε για οτιδήποτε μπορεί να έχουμε και νιώθουμε δικό μας. Κάποιος μπορεί να μην έχει δικό του σπίτι, όμως όταν το αποκτήσει μπορεί να κάνει μέχρι και φόνο για να το κρατήσει.
   Ο φόβος αυτός όμως δε βρίσκεται κρυμμένος βαθιά μέσα στο ίδιο το άτομο. Διασπείρεται και στους συγγενείς, τα παιδιά και τους φίλους του. Δημιουργούνται κοινωνίες που φοβούνται μαζικά. Ψάχνουν εχθρούς και τους βρίσκουν. Συνήθως τους βρίσκουν σε οτιδήποτε μοιάζει διαφορετικό, διότι δε μοιάζει με όποιον έμαθαν για φίλο. Δεν είναι τυχαίο πως οι πλουσιότερες χώρες κρύβουν    (ίσως όχι και τόσο καλά) τον ρατσισμό μέσα τους.
   Αντίθετα, οι άνθρωποι που (ακόμα) δεν έχουν, οι φτωχότεροι, καταλαβαίνουν καλύτερα απ' τον καθένα την πείνα, τις στερήσεις, τον πόνο. Είναι οι πρώτοι που θα συμπαρασταθούν σε άλλους ανθρώπους που πονάνε, που στερούνται κτλ. Διότι οι στερήσεις τους κάνουν περισσότερο ανθρώπους. Δεν έχουν λουστεί ακόμα με την κατάρα της ιδιοκτησίας.
   Όταν συμβεί αυτό, γίνεται μια τερατώδης μεταμόρφωση. Οι (πλέον) έχοντες αποφασίζουν να χτίσουν τείχη και σύνορα, να τα περιφρουρήσουν με στρατό, να αμυνθούν απέναντι σε οποιονδήποτε άλλον και να επιτεθούν για να αποκτήσουν περισσότερα. Ο φόβος να μη χάσει κανείς όσα έχει, αυτός ο κακός σύμβουλος, οδηγεί στις σκληρότερες λύσεις: οδηγεί σε πολέμους, των οποίων τα θύματα είναι "απαραίτητες θυσίες", οδηγεί σε γενοκτονίες φυλών που έχουν δαιμονοποιηθεί, οδηγεί ακόμα και σε εμφύλιες διαμάχες, διότι υπάρχουν στιγμές όπου ακόμα και ανάμεσα στους "φίλους" αναγνωρίζονται "εχθροί" σε κάποιον που έχει μάθει στις διακρίσεις. Λέξεις όπως "εθνικό φρόνημα", "πατριωτισμός" και άλλες τέτοιες βαρύγδουπες πλην συγκεχυμένες έννοιες καμουφλάρουν απλά τις ενέργειες που οδηγούνται από τον φόβο αυτόν. Αυτά σε επίπεδο κράτους.
   Σε επίπεδο οικογένειας πάλι, ο φόβος, που έχει οδηγήσει στην απομόνωση, στον συντηρητισμό και στο μίσος προς οτιδήποτε διαφορετικό, αναπαράγεται και διαιωνίζεται, έως ότου δεν μπορεί πια να εντοπιστεί η αιτία του. Τα παιδιά που είναι μεγαλωμένα έτσι, αν δεν κάνουν το απαραίτητο βήμα του να διαφοροποιηθούν, μαθαίνουν στις διακρίσεις και κοινωνικοποιούνται με βάση αυτές. Δεν ξέρουν τι φοβούνται και τι μισούν, όμως παρόλα αυτά τους είναι δύσκολο να δουν πίσω από τα τείχη που έχουν χτιστεί γύρω τους.
   Αποτέλεσμα αυτού είναι ένα κενό στη θέση που θα έπρεπε να είναι η προσωπική-πνευματική ανάπτυξη, διότι ο φόβος δεν αφήνει χώρο γι' αυτήν: είναι σαν λουρί που επιτρέπει πολύ συγκεκριμένες κινήσεις και μάλιστα προς πολύ συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Έτσι, το παιδί μαθαίνει να επενδύει συναισθηματικά σε αυτό που ανατράφηκε: να έχει και να θέλει να αποκτήσει κι άλλα. Να έχει αντί να είναι. Αν κάποιος αναρωτιέται γιατί τα παιδιά δε διαβάζουν πια (κλισέ) και γιατί οι νέοι θέλουν καινούρια, φανταχτερά αμάξια, καινούρια κινητά και ποτέ δε χορταίνουν καινούρια παιχνίδια, η απάντηση είναι εδώ. Έτσι έμαθαν. Ακόμα κι αν οι γονείς δεν το αναγνωρίζουν, έχουν ήδη καθοδηγήσει τα παιδιά τους σε αυτήν την κατεύθυνση, σ' έναν φαύλο κύκλο.
   Από την άλλη, τα παιδιά που μεγαλώνουν με στερήσεις έχουν ένα διαφορετικό είδος θάρρους, το οποίο δεν καθοδηγείται απ' τον φόβο. Ονειρεύονται μεν να αποκτήσουν πράγματα, όμως θέλουν να είναι φίλοι με άλλους, όχι να έχουν φίλους. Ονειρεύονται μια καλύτερη ζωή, η οποία όμως δεν είναι εσώκλειστη με τείχη. Ονειρεύονται ένα καλύτερο μέλλον κι είναι έτοιμα να αγωνιστούν γι' αυτό, μιας και η ζωή δεν τους το έχει χαρίσει ήδη. Ένα ρητό (που αποδίδεται στον Μαχάτμα Γκάντι) λέει το εξής: "Γίνε η αλλαγή που εύχεσαι να δεις στον κόσμο".
   Αυτός που ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο πασχίζει να αλλάξει τον ήδη υπάρχοντα. Αντιθέτως, αυτός που φοβάται μη χάσει όσα έχει, μένει φυλακισμένος (και ακίνητος σαν βράχος) σ' έναν δικό του κόσμο, αδιαφορώντας για οτιδήποτε γίνεται μακριά του. Προσεύχεται να μην αλλάξει τίποτα, προκειμένου να μην τυχόν χάσει όσα ήδη έχει. Και η κατάρα όλο και σημαδεύει τις γενιές που έρχονται...

Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

ΔΩΡΕΑΝ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΛΑO ΜΕΡΟΣ 6ο: Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ (?) ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

ΔΩΡΕΑΝ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΟ, ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ  28/09/2017 !!!
ΜΕΡΟΣ 6ο: Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ (;) ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
(του Κ. Παπαδάκη)

   Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι, από τις απαρχές της, η ανθρωπότητα δεν έχει σταματήσει να δημιουργεί πολέμους; Είτε πρόκειται για ανθρώπους των σπηλαίων που πολεμούν για την κυριαρχία στο δάσος, για βάρβαρες φυλές που σφάζονται για τη γη τους ή για τη γη και τις γυναίκες του άλλου (αχ Ελενάρα, τι μας κάνεις!), για μεσαιωνικές κοινωνίες που αντιμάχονται για τη θρησκεία, το θαλάσσιο εμπόριο και τα μεταλλεύματα, ή, τέλος, για καπιταλιστικά κράτη και αυτοκρατορίες που στέλνουν εκατομμύρια ανθρώπων σε θάνατο για μερικά βαρέλια πετρελαίου, τα δίποδα πλάσματα που απαρτίζουν το ανθρώπινο είδος δεν έχουν πάψει να δείχνουν τους κυνόδοντές τους το ένα στο άλλο, έτοιμα να χιμήξουν σα λιοντάρια δοθείσης της πρώτης ευκαιρίας. Γιατί; Και… γιατί όχι;
   Όταν θέλω να βγάλω ένα συμπέρασμα που θα μας πάει μπροστά, μου αρέσει να γυρνώ και να κοιτάζω ακόμα πιο πίσω. Άραγε ο αλληλοσπαραγμός αποτελεί προνόμιο μόνον του ανθρωπίνου είδους; Όχι βέβαια! Αν ανοίξουμε τα μάτια και κοιτάξουμε γύρω μας, θα δούμε ότι όλα τα πλάσματα μάχονται για την επιβίωσή τους σε αυτό το σύμπαν. Τα έντομα, τα ψάρια, τα πτηνά, τα θηλαστικά… Σε τελική ανάλυση, ο άνθρωπος δεν είναι παρά το τελευταίο «μοντέλο» της «βιομηχανίας» των θηλαστικών. Όπως όλα τα πλάσματα λοιπόν που τρέφονται το ένα από το άλλο για να επιβιώσουν, για να προστατεύσουν το λημέρι τους ή για την κυριαρχία στα θηλυκά, κάπως έτσι έχουμε ανέκαθεν πράξει και οι άνθρωποι. Είναι η φυσική εξέλιξη των ειδών (τρίζουν τα κόκαλα του Δαρβίνου με αυτές τις λέξεις) να πολεμούν για περισσότερη τροφή (βλέπε και: πετρέλαιο, χρυσός, πλουτοπαραγωγικές πηγές), για κυριαρχία στο φυσικό τους περιβάλλον (βλέπε σχετικά: ήπειρος, γεωπολιτικό σύστημα, υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ) ή/και για την επιβίωση του είδους τους (βλέπε επίσης: ράτσα, έθνος, θρησκεία, κουλτούρα).
   Και τώρα που ήδη ακούω σπαρακτικές κραυγές από μέσα σας να ουρλιάζουν σαν οπαδοί της ΑΕΚ που ξαναβλέπουν πρωτάθλημα «μα γιατί πρέπει έτσι να γίνεται πάντα; Δε μπορεί αυτό να σταματήσει;», ας δούμε το θέμα λίγο πιο σφαιρικά: ποιος σας είπε ότι ο πόλεμος είναι κάτι αμιγώς αρνητικό; Ποιος είπε ότι δεν έχει και θετικές πλευρές; Ας τις πούμε εμείς λοιπόν.
   Ο πόλεμος, είτε μεταξύ ανθρώπων είτε μεταξύ ειδών του ζωικού και φυτικού βασιλείου έχει έναν και μόνο κανόνα: ο νικητής τα παίρνει όλα, ο χαμένος προσαρμόζεται και εξελίσσεται ή εξαφανίζεται ως είδος (ή υποβιβάζεται στη Γ’ Εθνική, ανάλογα με την περίπτωση). Αυτομάτως αυτό σημαίνει ότι τα είδη (και οι λαοί) πρέπει να εξελιχθούν και να δυναμώσουν, αν θέλουν να συνεχιστεί η ύπαρξή τους. Πόσες ανακαλύψεις, πόσες εφευρέσεις και πόση πρόοδος έχει επιτευχθεί στην Ιστορία ένεκα πολέμων; Λίγες λέτε, ε; Ε λοιπόν, όχι. Πολλές. Πάρα πολλές. ΟΙ ΠΙΟ ΠΟΛΛΕΣ!
   Η πυρηνική ενέργεια, μία επανάσταση στο χώρο της ενέργειας, που μπορεί να λύσει για 100 ζωές το ενεργειακό πρόβλημα του πλανήτη, πότε θυμάστε να ανακαλύφθηκε; Μην ήταν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο; Τα αεροπλάνα θυμάστε πότε εφευρέθηκαν; Αρχικά η πρώτη προσπάθεια έγινε από τους αδερφούς Ράιτ κατά τα 1900, εκεί εις τας Αγγλίας. Και μετά; Μετά φτάσαμε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, 15 χρόνια μετά, να έχει ήδη συγκροτηθεί Πολεμική Αεροπορία και να διεξάγονται μάχες στον αέρα, καθοριστικής σημασίας για την ολική έκβαση του πολέμου! Μετά δε τον Β’ Π.Π. είχε επιτευχθεί τόση πρόοδος που, άμεσα κατόπιν, ξεκίνησαν οι εναέριες μεταφορές και συγκοινωνίες!
   Οι λόγοι, για όσους δεν εθελοτυφλούν, είναι ευνόητοι. Σε καιρό ειρήνης, ο άνθρωπος γίνεται μαλθακός. Δεν ασκεί το σώμα του, το μυαλό του, διότι έχει όλα τα προβλήματά του λυμένα. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι πώς θα ζήσει πιο ευχάριστα και ηδονικά τη ζωή του. Ο κάθε λογικός άνθρωπος θα προτιμήσει μια φυσιολογική δουλειά που θα του εξασφαλίσει μια άνετη ζωή, αντί να αφοσιωθεί σε έρευνες και πειράματα. Οι λίγοι, δε, που θα ακολουθήσουν αυτό τον δρόμο, θα δουλεύουν σχετικά ανόρεχτα και δίχως πίεση χρόνου. Αντίθετα, οι Ναζί[1] που δούλευαν πυρετωδώς στους τομείς της Ιατρικής, της Ψυχολογίας και της Φαρμακευτικής με τα πειραματόζωά τους (βλέπε: Εβραίοι κλπ. αιχμάλωτοι) επέτυχαν τεράστια άλματα για να βοηθήσουν το Ράιχ τους να κερδίσει τον πόλεμο και ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει την επιστημονική τους συμβολή. Το ίδιο το Ίντερνετ, μέσω του οποίου σας γράφω, μη λησμονείτε ότι αρχικά χρησιμοποιήθηκε σαν εσωτερικό δίκτυο επικοινωνίας για στρατιωτικούς σκοπούς.
   Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, τολμώ να πω ότι αν ο άνθρωπος δεν είχε να πολεμήσει, είτε με τους ομοίους του είτε με τα άλλα ζώα και τα στοιχεία της φύσης, ενδεχομένως να μην είχε βγει καν από τις σπηλιές. Ίσως να βόσκαγε ακόμα χορταράκι ή να μάζευε και κανέναν καρπό. Δε νομίζω λοιπόν ότι μένει κάτι άλλο να πούμ…
   Ώπα. Πριν κλείσω, πρέπει να ξεκαθαρίσω αν ο αιώνιος πόλεμος είναι η μόνη επιλογή για την ανθρωπότητα. Ε λοιπόν, όχι. Είναι εφικτό, ίσως στην εποχή ων τρισεγγόνων μας, ίσως μετά από 1-2 ακόμα Παγκοσμίους Πολέμους, οι ηγέτες των χωρών να επιτύχουν ένα consensus και να θέσουν σε προτεραιότητα την επιβίωση της Γης, των ανθρώπων και την παγκόσμια ειρήνη. Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει να πραγματοποιηθούν βήματα προς ένα περιβάλλον όπου όλα τα έθνη νιώθουν ασφαλή και ευημερούν, χωρίς να ανησυχούν για το ενδεχόμενο εξολόθρευσής τους. Ευχής έργο και όνειρο των πάντων είναι ο πλανήτης αυτός να βρει κάποτε την ειρήνη. Μπορεί να είναι φυσικό ένστικτο όλων να παλεύουν για την επιβίωση του έθνους και της χώρας τους σε βάρος των υπολοίπων, αλλά ένα αίσιο Τέλος της Ιστορίας (Fukuyama, is that you?) θα ήταν μόνον αυτό στο οποίο αυτή η όμορφη παλέτα εθνών με τα πολλά της χρώματα παρέμενε όντως πολύχρωμη. Προσωπικά είμαι γεννημένος παραμυθάς και πιστεύω ότι υπάρχει η πιθανότητα να δούμε κάποια στιγμή έναν πλανήτη στον οποίο όλα τα έθνη έχουν επιβιώσει και είναι ασφαλή, οι πόλεμοι έχουν εξαλειφθεί και μία οικουμενική διακυβέρνηση φροντίζει για την αρμονική συνύπαρξη όλων των ανθρώπων μεταξύ τους. Και για να προλάβω τους τυχόν κακεντρεχείς, δεν εννοώ να μετακομίσουμε σε άλλον πλανήτη.




[1] Ξέρω ότι μεγάλο μέρος της σημερινής ανθρωπότητας βγάζει σπυράκια και μόνο με την αναφορά της λέξης, αλλά ο Κώστας ο Παπαδάκης δεν είναι κοτούλα ούτε προκατειλημμένος και εξετάζει τα πράγματα σφαιρικά και πρώτιστα από την λογική τους σκοπιά. Σε όσους κλείσετε το άρθρο αυτή τη στιγμή εύχομαι καλή παραμονή στο Μεσαίωνα.

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Φίλε Αστυνομικέ

   Φίλε αστυνομικέ

   Η δουλειά σου είναι πολύ σημαντική. Είσαι ο μεσάζων ανάμεσα στην εκάστοτε κυβέρνηση  (συνεπώς και στις δίκαιες ή άδικες αποφάσεις της) και στον λαό. Πολλές φορές το πλήθος δεν καταλαβαίνει γιατί δρας όπως δρας ή αντιδράς όπως αντιδράς. Δεν έχει στον νου του τα διάφορα σενάρια που εσύ έχεις. Εκεί που ο ανυποψίαστος πολίτης βλέπει ησυχία, εσύ βλέπεις μια πιθανή ληστεία, έναν πιθανό πυροβολισμό, ένα πιθανό τρομοκρατικό χτύπημα. Έχεις εκπαιδευτεί για να βλέπεις την κακή πλευρά των πραγμάτων. Γι' αυτό πληρώνεσαι κι αξίζεις σεβασμό.
   Η θέση σου, παρόλα αυτά, σε φέρνει πολύ κοντά στην εξουσία. Φλερτάρεις μαζί της, διότι έχεις δικαιώματα πάνω στον πολίτη. Γίνεται καθημερινά μέσα σου, αν και υποσυνείδητα, ένας αγώνας ηθικής. Άλλες φορές νιώθεις πως έπραξες επιεικώς, άλλες φορές πως έπραξες σκληρά. Το μέτρο δεν είναι ποτέ σταθερό, διότι κάθε περίπτωση διαφέρει. Είναι δουλειά σου να ξέρεις τη θέση σου: έχεις εξουσία πάνω στον πολίτη, μέχρι ενός σημείου όμως. Η υπερβολική επιείκεια γεννά εγκληματικότητα (τουλάχιστον όσον αφορά την πρόληψη και την καταστολή), ενώ η υπερβολική σκληρότητα ξεπερνά τα όρια των καθηκόντων σου. Διότι ανώτατο καθήκον σου είναι να θυμάσαι πως είσαι άνθρωπος μεταξύ ανθρώπων και οι άνθρωποι που εμπλέκονται μαζί σου είναι άτομα με φόβους, ανησυχίες και κακές εμπειρίες. Αν προκαλέσεις, θα δεχτείς δικαιολογημένες αντιδράσεις. Αν χρησιμοποιήσεις βία (ενώ δεν έχεις δεχτεί προηγουμένως), θα δεχτείς βία έπειτα και την αξίζεις.
   Σε λένε μπάτσο. Άλλες φορές αδικαιολόγητα, άλλες δικαιολογημένα. Αδικαιολόγητα είναι όταν σε τσουβαλιάζουν, σε βάζουν σ' ένα καλούπι και σου φορτώνουν αδικίες άλλων ανθρώπων που απλά τυχαίνει να έχουν το ίδιο επάγγελμα μαζί σου. Το τσουβάλιασμα και η ταμπελοποίηση είναι σφάλμα. Δικαιολογημένα είναι όταν εσύ ο ίδιος, με δική σου απόφαση, αποφασίζεις να υπερβείς τα όρια των καθηκόντων σου και να κάνεις κατάχρηση εξουσίας. Διότι η κατάχρηση εξουσίας, που είναι καθημερινό φαινόμενο, κάνει τη διαφορά ανάμεσα στον αστυνομικό και τον μπάτσο. Ο κόσμος έχει χορτάσει μπάτσους. Θέλει ηθική και είναι ένα βάρος που πέφτει στους δικούς σου ώμους. Έχεις εκπαιδευτεί και πληρώνεσαι για να προσφέρεις στην κοινωνία. Κάνε τη διαφορά προς το καλύτερο.
   Αυτό φυσικά προϋποθέτει τρόπους και μέθοδο. Οφείλεις να καταλαβαίνεις πότε κάποιος πολίτης αντιστέκεται εναντίον σου και πότε απλά είσαι βίαιος. Πότε είσαι επαγγελματίας και πότε απλά ένα φοβισμένο ανθρωπάκι που χρησιμοποιεί αθέμιτα μέσα. Πάντα να θυμάσαι πως εσύ έχεις τον νόμο με το μέρος σου. Όπως εσύ φοβάσαι όποιον οπλοφορεί, έτσι κι ο πολίτης. Όπως εσύ φοβάσαι μήπως σε περικυκλώσουν σε ένα σκοτεινό στενό, έτσι κι εκείνος μην τον περικυκλώσουν οι μπάτσοι στο τμήμα και τον σαπίσουν στο ξύλο. Διότι πίσω από μια κλειστή πόρτα γίνονται τα χειρότερα εγκλήματα.
   Όταν κυκλοφορεί μια οικογένεια και θέλεις να κάνεις έλεγχο, οι βασικότεροι παρατηρητές είναι τα παιδιά. Αν δουν ότι τραβολογάς και βιαιοπραγείς κατά των γονέων τους, τους έχεις καταστρέψει κάθε ιδέα ασφάλειας και δικαίου. Είναι μια λεπτή κατάσταση, διότι στα μάτια του παιδιού δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για τη βία ενάντια στον γονέα τους. Δεν ξέρεις από παιδοψυχολογία και δε φταις εσύ γι' αυτό, όμως χρησιμοποίησε την κοινή λογική. Γεννάς έναν μελλοντικό πολίτη που θα μισεί εσένα και τους συναδέλφους σου. Γεννάς κάποιον που θα λέει μπάτσους όλους τους υπόλοιπους εξαιτίας μιας απερίσκεπτης στιγμής σου. Θα μου πεις "να τον έχω με το σεις και με το σας;".
   Ναι, να τον έχεις. Όπως κάθε δημόσιος υπάλληλος, έτσι κι εσύ. Δεν εκπροσωπείς τον εαυτό σου αλλά το κράτος. Τα συναισθήματά σου, οι προσωπικές σου σκέψεις και πιστεύω δεν μετράνε. Καθόλου. Αν εγώ είμαι ένας άθεος καθηγητής, δεν έχω δικαίωμα να προσβάλω τη θρησκεία κάποιου μαθητή. Αν εγώ είμαι ένας μισογύνης δημόσιος υπάλληλος πίσω ένα γραφείο, δεν έχω δικαίωμα να αδικήσω μια γυναίκα. Αν εσύ είσαι ένας ρατσιστής αστυνομικός, δεν έχεις δικαίωμα να βιαιοπραγήσεις ενάντια σε κάποιον αλλοδαπό που δεν έχει δείξει σημάδια βίας: οι περισσότεροι δε δείχνουν, διότι σε φοβούνται περισσότερο απ' ό,τι τους φοβάσαι εσύ - η προκατάληψη σε κάνει να νομίζεις πως σε προσέβαλαν. Αν τον βρίσεις, θα αντισταθεί. Αν τον χτυπήσεις, θα αντισταθεί. Δεν είναι αντίσταση κατά της αρχής: είναι αντίσταση ενάντια σε κάποιον που του αφαιρεί δικαιώματα και απειλεί τη ζωή του. "Μα δεν απειλώ τη ζωή του", λες. Εσύ το ξέρεις. Εκείνος το ξέρει;
   Όπως καταλαβαίνεις, στη δουλειά δε χωράνε προσωπικά πιστεύω. Είσαι σε μια πολύ λεπτή θέση: πιο λεπτή ίσως από του καθηγητή που πλάθει συνειδήσεις, ακόμα κι από του γιατρού, που σώζει ζωές. Το να αφήνεις τα κολλήματα πίσω σου είναι υποχρέωσή σου. Δεν είσαι μόνος· όλοι έχουμε κολλήματα και στον καθένα υπάρχει η παρόρμηση να κρίνουμε με βάση το εγώ στη δουλειά μας. Είπαμε, φλερτάρεις κάθε μέρα με την κατάχρηση εξουσίας, η οποία έχει πολλές μορφές. Κάθε μορφή της, όμως, στερεί από κάποιον δικαιώματα. Κάθε μορφή της σε κάνει όλο και πιο μπάτσο, ενώ νιώθεις πως αξίζεις να λέγεσαι αστυνομικός. Για εσένα είναι η δουλειά σου, την οποία θεωρείς ιερή. Για τον απέναντι είναι η οικογένειά του, η περιουσία του και η ζωή του, που είναι ιερότερη. 

Φιλικά,
ένας πολίτης


Αστυνομικός, βία, βιαιοπραγία, αντίσταση κατά της αρχής


Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

Η Οπτική Γωνία ενός Φασίστα

   Η κάθε κατάσταση, τα πρόσωπα και οι πράξεις που την απαρτίζουν μπορούν να ειδωθούν από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Μπορεί κανείς να επικεντρωθεί στην ενέργεια, στο πρόσωπο, στον τόπο, στον χρόνο κτλ. Τα δύο πρώτα, η ενέργεια και το πρόσωπο που ενεργεί είναι τα βασικότερα στοιχεία. Τελικά όμως, ανάλογα με το πού δίνεται βαρύτητα, μπορούν να εξαχθούν πολύ διαφορετικά συμπεράσματα.
   Θα δώσω κάποια παραδείγματα βιαιοπραγίας. Το πρώτο συμπέρασμα θα δίνεται με βάση τις πράξεις και το δεύτερο με βάση τα πρόσωπα.

Α) Μια παρέα μαύρων ξυλοκοπά έναν λευκό. Ο άνθρωπος σφαδάζει αιμόφυρτος.
1. Η βία προκαλεί πόνο. Πρέπει να είμαστε εναντίον της βίας.
2. Οι μαύροι είναι βίαιοι. Πρέπει να είμαστε εναντίον των μαύρων.

Β) Μια παρέα αντρών βιάζει ομαδικά μια γυναίκα.
1. Ο βιασμός αντίκειται στη θέληση του θύματος. Πρέπει να είμαστε κατά του βιασμού.
2. Οι άντρες είναι βιαστές. Πρέπει να είμαστε κατά των αντρών.

Γ) Ένας ομοφυλόφιλος χλεύασε ένα ιερό μνημείο.
1. Η χλεύη των ιερών μνημείων προκαλεί οργή και μίσος. Πρέπει να αποφεύγεται.
2. Οι ομοφυλόφιλοι είναι ασύδοτοι. Πρέπει να τους σταματήσουμε.

Δ) Ένας Πακιστανός (Χ εθνικότητα) δολοφόνησε έναν Έλληνα (Ψ εθνικότητα). 
1. Ο φόνος είναι μια απαράδεκτη πράξη που στερεί μια ζωή. Πρέπει να αποφεύγεται.
2. Οι Πακιστανοί είναι δολοφόνοι και μισούν τους Έλληνες. Πρέπει να τους διώξουμε.

   Παραδείγματα όπως τα παραπάνω είναι απλά, εύκολα να φτιαχτούν και δυστυχώς μέσα στην καθημερινότητά μας. Ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα όμως μπορεί να διαμορφώσει εντελώς αντίθετες απόψεις. Γι' αυτό τα ΜΜΕ πολύ συχνά φροντίζουν να τονίζουν την εθνικότητα, τα στοιχεία των δραστών παραπάνω από τις ενέργειες. Διότι έτσι χτίζονται βολικοί χαρακτήρες. 
   Ο τρόπος 1 σε κάθε παράδειγμα επικεντρώνεται σε μια ενέργεια, με αποτέλεσμα να καταδικάζεται η πράξη. Η παιδεία και η νομοθεσία και κυρίως η ατομική βούληση είναι υπεύθυνες για την πρόληψη και την καταστολή των περιστατικών.
   Ο τρόπος 2 επικεντρώνεται στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να καταδικάζεται το σύνολο των προσώπων με παρόμοια χαρακτηριστικά. Η πράξη δεν καταδικάζεται, οπότε θεωρείται γενικά αποδεκτή. Πώς αποδεικνύεται αυτό; Η ατομική βούληση και η "κοινή λογική" προτρέπει το μίσος προς το πρόσωπο, συνεπώς προς τη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα και συνήθως εκείνη πληρώνει με το ίδιο νόμισμα. 

   Οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν τη δεύτερη οπτική γωνία τείνουν να μιμούνται τη βίαιη πράξη για εκδίκηση, ακριβώς επειδή το πρόσωπο είναι αντικείμενο μίσους (άρα ξεπερνιέται ο νόμος για να επιτευχθεί η εκδίκηση).  Η πράξη, μιας και δεν είναι καταδικαστέα, μπορεί να επαναληφθεί, αρκεί να είναι εναντίον συγκεκριμένων κοινωνικών/φυλετικών ομάδων. Αν η ίδια η πράξη ήταν σημαντικότερη από το μίσος για το πρόσωπο, ο νόμος δε θα παραβιαζόταν τόσο εύκολα.
   Για παράδειγμα, όσοι έχουν ζήσει έναν πόλεμο και τα δεινά του, συνήθως μισούν τον πόλεμο ως κατάσταση. Αν όμως η κοινωνία στρέψει τα βλέμματα προς τον "εχθρό", τότε οι άνθρωποι δεν έχουν καταδικάσει τον πόλεμο αλλά τον "εχθρό". Οπότε ευχαρίστως θα προβούν στις ίδιες βιαιοπραγίες προκειμένου να τον τιμωρήσουν.
   Ο ξυλοδαρμός, ο βιασμός, η χλεύη, η ασυδοσία και κάθε είδος βιαιοπραγίας επίσης. Αν στο μυαλό του ανθρώπου κωδικοποιηθεί η πράξη ως έγκλημα, η εγκληματικότητα μειώνεται. Αν, αντίθετα, η πράξη προσπεραστεί χωρίς καταδίκη και το μίσος επικρατήσει... Είναι γνωστό το "οφθαλμός αντί οφθαλμού", το "ας πληρώσει με το ίδιο νόμισμα", τα εγκλήματα για λόγους τιμής και οι βεντέτες. Όλα αυτά είναι στοιχεία κοινωνιών με (σχεδόν) ανύπαρκτο κώδικα ηθικής και δε φέρνουν ποτέ πρόοδο. Απλώς διαιωνίζουν μία κατάσταση.
   Την επόμενη φορά που θα ακούσετε κάποιον να προτείνει τη βία σαν λύση για τη βία, σκεφτείτε: άραγε η εκδίκηση θα αλλάξει τον κόσμο προς το καλύτερο; Η ομαδοποίηση/μαζοποίηση ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά είναι λογική; Πρέπει η οπτική γωνία να στρέφεται απέναντι στην πράξη ή στο πρόσωπο;

Υ.Γ. Στην περίπτωση που κάποιος πέσει θύμα βιαιοπραγίας δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι να συγχωρήσει. Δεν είμαι υπέρ της συγχώρεσης δίχως όρους, διότι δε φέρνει αποτέλεσμα. Είμαι υπέρ της δράσης προς αποφυγή και πρόληψη των ίδιων καταστάσεων, όχι υπέρ της απραξίας. 

Ματιά, πώς το βλέπω, οπτική γωνία, διαφορετικότητα

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

Φιλτράρισμα Απόψεων

   Στο πολίτευμα της δημοκρατίας έχει δοθεί για πρώτη φορά το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου. Είναι βέβαιο πως όταν πρωτοέγινε αυτή η καινοτομία, οι άνθρωποι την χρησιμοποίησαν σαν τρελοί. Πέρασαν εύκολα από την πολιτική και κοινωνική σιωπή στην πολιτική και κοινωνική ασυδοσία. Πώς το ξέρουμε αυτό όμως;
   Καταλαβαίνουμε πως αυτό συνέβη βάσει μιας αντίστοιχης πλατφόρμας που έδωσε ελευθερία του λόγου. Το γνωστό μας facebook. Είναι το πρώτο social media, αν δεν κάνω λάθος τουλάχιστον, που έχει όλα τα παρακάτω χαρακτηριστικά: βασίζεται πιο πολύ στον λόγο και δευτερευόντως στην εικόνα, είναι κυρίως τρόπος εύρεσης φίλων και ομάδων κι όχι (τουλάχιστον όχι τόσο άμεσα όσο άλλα social media) βοηθός εύρεσης ερωτικού συντρόφου, ενώ κατατάσσει τους χρήστες ως "φίλους" κατά κύριο λόγο κι όχι ως "ακόλουθους", δημιουργώντας μια σχέση φαινομενικής ισότητας. 
   Το facebook λοιπόν είναι μια Γη της Επαγγελίας για τον πρωτοεμφανιζόμενο χρήστη. Ξαφνικά βρίσκει πάρα πολλούς γνωστούς, μπορεί να πει τι νιώθει σε όλους, μπορεί να ανεβάσει όποια φωτογραφία του θέλει online και να δει/σχολιάσει φωτογραφίες άλλων κτλ. Παρατηρώντας νέους χρήστες καθώς γίνονται παλιοί, προσέχω πως, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι περισσότεροι προτιμούν να εκφράζονται μέσω φωτογραφιών, τραγουδιών, βίντεο (χιουμοριστικών κυρίως) ενώ σπάνια εκθέτουν τις απόψεις τους. Το facebook όμως ποτέ δεν απαγόρευσε την έκθεση απόψεων. Οι χρήστες από μόνοι τους παύουν σταδιακά να γράφουν, επειδή βλέπουν τους υπόλοιπους να σιωπούν κι απλά μιμούνται ή επειδή συνηθίζουν στον φόβο της κριτικής! Έτσι, καταλήγουν σε άτομα που σκρολάρουν σιωπηλά, παρακολουθούν (κρυφά, όπως νομίζουν) τα γεγονότα και τους φίλους τους και περιορίζονται στα (θεωρητικά ακίνδυνα) like και αντιδράσεις...
   Ας επιστρέψουμε στην καθημερινή κοινωνική και πολιτική ζωή. Η παραπάνω αναλογία στόχο είχε να φανερώσει την κοινωνική ζωή στο facebook, που είναι η άλλη όψη του νομίσματος. Οι ίδιοι άνθρωποι είμαστε όμως και οι επιλογές μας φανερώνονται. Λίγοι έχουν το θάρρος της γνώμης τους, περισσότεροι απλά σχολιάζουν τις γνώμες άλλων και η πλειοψηφία παρακολουθεί, αντιδρά και επικροτεί ή απλά δέχεται και απορρίπτει νοερά. Το τελευταίο είναι λίγο τρομακτικό, μιας και η ελευθερία του λόγου δεν έχει περιοριστεί: οι ίδιοι φιμώνουμε τους εαυτούς μας, φοβούμενοι την έκθεση των απόψεών μας και την κριτική των γύρω μας και καταλήγουμε να ακολουθούμε πιο τολμηρούς ανθρώπους.
   Ας είναι. Αφού έτσι είναι δομημένη η κοινωνία, καλώς ή κακώς, κάποιους λόγους θα έχει. Το κέντρο βάρους της συζήτησης μεταφέρεται αλλού τώρα: ποιους ακούμε/εμπιστευόμαστε/ακολουθούμε; 
   Επειδή αρχικά οι περισσότεροι γεννιόμαστε εύπιστοι, συνήθως ακολουθούμε εύκολα. Καθώς περνάνε τα χρόνια και ζούμε παρεξηγήσεις, προδοσίες, ενώ πολλά άτομα που είχαμε περιωπής πέφτουν στα μάτια μας. Μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων, επειδή έχει μάθει να ζει με τα δύο άκρα, καταλήγει στο να απορρίπτει τους πάντες. Έχοντας απογοητευτεί από πολλούς πεφωτισμένους, ρήτορες, ινστούχτορες, φανφαρολόγους, "παρατάει το άθλημα" και σκέφτεται γενικόλογα και αυθαίρετα: "όλοι το ίδιο είναι", "αφού κι ο Χ με απογοήτευσε άρα δεν υπάρχει άλλη σωστή άποψη να ακολουθώ" κτλ.
   Εδώ είναι το πιο δύσκολο σημείο: να ξεφύγουμε από τα δύο άκρα. να μη γίνουν τα αφτιά και τα μάτια μας βουλωμένα. Να μην πάθουμε ανοσία στα σωστά λόγια. Ναι, ας φιλτράρουμε το 90% όσων ακούμε/βλέπουμε αλλά όχι το 100%. Εκεί είναι όλη η διαφορά του κόσμου.
   Όπως ένα υγιές γαστρεντερικό σύστημα απορροφά οτιδήποτε χρήσιμο πριν στείλει τα υπόλοιπα στην κάτω βόλτα, έτσι και το μυαλό μας πρέπει να κρατά οτιδήποτε χρήσιμο πριν αποβάλει τα άχρηστα. 
   Αλλιώς κινδυνεύουμε, όπως περιέγραψα παραπάνω, να γίνουμε εκ πεποιθήσεως μηδενιστές, να απορρίψουμε τους πάντες και να εξισώνουμε τα πάντα. Αν απορρίπτει κανείς τον έξυπνο και τον ανόητο με την ίδια ευκολία, τότε φταίει ο ίδιος και η έλλειψη κριτικής ικανότητας. Τελικά η ίδια η ιστορία θα απορρίψει εμάς, καθώς θα γράφεται με πρόσωπα που εμείς απορρίψαμε! Θα μας προσπεράσει και θα απομείνουμε θλιβερά στατιστικά στοιχεία μιας ανόητης πλειοψηφίας. 
   

Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2017

Μα τι θα πει ο Κόσμος;

   "Μα τι θα πει ο κόσμος;". Όποια απόφαση κι αν πάρει κανείς για τη ζωή του, υπάρχει αυτή η τροχοπέδη. Τι θα πει ο κόσμος. Ο κόσμος φυσικά δεν είναι ένα πρόσωπο, μια γειτονιά, μια οργάνωση ή οτιδήποτε ορισμένο, προκαθορισμένο, σταθερό. Είναι μια έννοια άπιαστη, αόριστη, άυλη σχεδόν, αν και πρόκειται για ανθρώπους.
   Αυτό συμβαίνει διότι, αν ο κόσμος ήταν κάποιος συγκεκριμένος άνθρωπος ή ομάδα ανθρώπων, θα επιδεχόταν κριτικής. Θα λέγαμε "Ναι, η Κίτσα θα με κατακρίνει αλλά και αυτή...". Θα υπήρχε ένα είδος αντεπίθεσης, κριτικής κτλ. Ο "κόσμος", όπως αναφέρεται , είναι μια νοητή απειλή προς όλους, σαν μια μοχθηρή νοημοσύνη υπεράνω όλων, η οποία δικαιούται και πρόκειται να μας κρίνει και να μας καταδικάσει για οποιαδήποτε πράξη μας που ξεφεύγει απ' τη νόρμα.
   Η παραπάνω έκφραση, καθώς και ο παράλογος φόβος που σέρνει μαζί της, είναι στοιχείο κυρίως κλειστών, οπισθοδρομικών κοινωνιών. Συντηρητικών και κλειστόμυαλων. Κοινωνιών που δεν έχουν πρόβλημα να γίνονται εγκλήματα κάτω απ' τη μύτη της (αντίθετα, υπάρχουν πολλά βρώμικα μυστικά, τα οποία κανείς δε λέει), όμως υπάρχει πρόβλημα αν κάτι γίνει θέμα κουτσομπολιού. Σε τέτοιες κοινωνίες τα προηγούμενα χρόνια ο βιαστής δεν είχε ηθικό θέμα, όμως το θύμα του στιγματιζόταν εφ' όρου ζωής. Επίσης, σε τέτοιες κοινωνίες υπήρχαν ελάχιστα λαμπρά παραδείγματα αξιόλογων ανθρώπων, οι οποίοι έπεφταν θύματα καταπίεσης και χλεύης όσο ζούσαν εκεί, όμως, όταν ξέφυγαν και διέπρεπαν, όλοι τους καμάρωναν. Σε τέτοιες κοινωνίες νοιάζονται για το τι θα πει ο ένας κι ο άλλος.
   Εδώ υπεισέρχεται και η έννοια της "κοινής γνώμης". Η εν λόγω έννοια δεν έχει ουσιαστική υπόσταση, είναι απλά μια σφυγμομέτρηση του "κοινού αισθήματος", δηλαδή πάνω-κάτω του τι ανέχεται και τι όχι η ηθική μιας κοινωνίας. Το ζήτημα με την κοινή γνώμη είναι ότι είναι κοινή. Κοινότατη. Δεν έχει τίποτα σπουδαίο ή ιδιαίτερο πάνω της. Είναι εχθρός του διαφορετικού, του καινούριου, του καλύτερου. Ανέφερα στην αρχή του άρθρου τη λέξη "τροχοπέδη", διότι κάθε προσπάθεια για αλλαγή προς το καλύτερο σκοντάφτει στο "τι θα πει ο κόσμος". Κάθε προσπάθεια για απελευθέρωση, βελτίωση μιας κατάστασης, κάθε απόφαση, έστω και προσωπική, κολλάει εκεί. Όταν κάποιος αφήνει την κοινή γνώμη και τα κόμπλεξ της κοινωνίας να τον επηρεάσουν, εκείνα θα το κάνουν με μεγάλη ευχαρίστηση.
   Στα τέλη της δεκαετίας του '70 υπήρχε μια τάση στους τότε Έλληνες νέους: να βγαίνουν ημίγυμνοι στους δρόμους. Αυτό μπορεί κανείς να το διαπιστώσει στον ελληνικό κινηματογράφο του τότε, αν δεν το έχει ζήσει. Ήταν ένα είδος επανάστασης απέναντι στη συντηρητική προηγούμενη γενιά, η οποία είχε ενστερνιστεί βαθύτατα τον πουριτανισμό, είχε κόλλημα με την εμφάνιση και νοιαζόταν για τη γνώμη του κόσμου. Η κίνηση αυτή των νεαρών βροντοφώναζε "δε με νοιάζει τι θα πει ο κόσμος". Βέβαια αυτό δεν εξαφάνισε τη συντηρητική νοοτροπία, η οποία ακόμα ζει και βασιλεύει στην ελληνική επαρχία.
   Γιατί τελικά να μη δίνουμε σημασία στο τι λέει ο κόσμος; Επειδή είναι στοιχείο των ανθρώπων χωρίς προσωπικότητα να παθιάζονται με τις ζωές των άλλων. Προσπαθούν με αυτές να καλύψουν τα κενά στη δική τους προσωπικότητα. Ένα ρητό, ανεξακρίβωτης προέλευσης, λέει: "Οι μεγάλοι άνθρωποι συζητούν για ιδέες, οι μέτριοι άνθρωποι συζητούν για γεγονότα, ενώ οι μικροί άνθρωποι συζητούν για τους άλλους". Άρα το να ασχολούμαστε με τους μικρούς ανθρώπους κάνει εμάς ακόμα μικρότερους. Παραθέτω ένα ακόμα ρητό, το οποίο εμφανίστηκε το τελευταίο διάστημα στο facebook: "Μεγαλώσαμε με το τι θα πει ο κόσμος και τελικά δεν είπε τίποτα".

Μα τι θα πει ο κόσμος

Τρίτη 29 Αυγούστου 2017

Η Αξία της Ζωής

   Ποια ζωή έχει μεγαλύτερη αξία; Η ζωή ενός παιδιού ή ενός γέροντα; Ενός μαύρου ή ενός λευκού; Μιας γυναίκας ή ενός άνδρα; Ενός θρήσκου ή ενός άθεου; Ενός ετεροφυλόφιλου ή ενός ομοφυλόφιλου; Ενός Έλληνα ή ενός Τούρκου; Ενός κομμουνιστή ή ενός καπιταλιστή; Ενός ζώου ή ενός ανθρώπου;
   Επίτηδες χρησιμοποίησα αυτά τα παραδείγματα, θέλοντας να δείξω πως έννοιες όπως ηλικία, φυλή, φύλο, θρησκεία, σεξουαλικός προσανατολισμός, εθνικότητα, πολιτικές πεποιθήσεις, συνομοταξία (φυσικά υπάρχουν κι άλλες διακρίσεις) πολλές φορές ιεραρχούν την αξία μιας ζωής. Κάποιος "αξίζει" παραπάνω, άλλος λιγότερο. Έτσι μάθαμε. Δυστυχώς όμως, η ιεράρχηση της ζωής και η απόπειρα αξιολόγησής της είναι ένα ψέμα, ένα εγκληματικό ψέμα.
   Αν διδάξω σ' ένα παιδί πως όλες οι ζωές είναι ίσες και κάνω αυτήν τη γνώση κτήμα του, τότε είναι σχεδόν βέβαιο πως θα σέβεται κάθε ζωή. Αν αντίθετα του διδάξω πως μία ζωή είναι ανώτερη από μιαν άλλη, πως ο τάδε κι ο δείνα είναι κατώτεροι από εμάς κτλ., είναι πολύ πιθανό να το πιστέψει. Από κει και πέρα, αφού έχει γίνει αυτό το πρώτο, μεγάλο βήμα, όλα τ' άλλα είναι εύκολα: μπορώ να το πείσω πως "τα ζώα δεν πονάνε όσο εμείς", πως "ένας άθεος αξίζει να πεθάνει", πως "οι μαύροι γεννήθηκαν για να μας υπηρετούν" κι άλλα τέτοια απαράδεκτα. Κοντολογίς, από τη διάκριση ανάμεσα σε δυο ή περισσότερες ζωές ξεκινάνε όλες οι διακρίσεις κι όλα τα βίαια παρεπόμενά τους.
   Ο παραπάνω ισχυρισμός δε γίνεται να αμφισβητηθεί, διότι αυτές οι πεποιθήσεις (και πολλές άλλες, χειρότερες ίσως) υπάρχουν. Ακούγονται. Διδάσκονται. Οποιοσδήποτε θελήσει να τον διαψεύσει, ας απαντήσει και στο εξής: πώς γίνεται οποιοσδήποτε άνθρωπος να προκαλέσει πόνο και θάνατο, έχοντας κατά νου πως το θύμα του είναι ίσο με τον ίδιο; Είναι δυνατόν να προκαλέσω πόνο σε κάποιον, ενώ γνωρίζω πως τον ίδιο κι απαράλλαχτο πόνο νιώθω κι εγώ;
   Ένα δελφίνι, ένας άνθρωπος (ασχέτως φυλής, φύλου κτλ.) πονάει με τον ίδιο τρόπο. Αν βρεθεί σε κατάσταση ασφυξίας, η αγωνία του είναι η ίδια. Η ανάγκη του για τροφή είναι η ίδια. Ο φόβος του θανάτου είναι ο ίδιος. Αν αυτή η απλή σκέψη ήταν κτήμα όλων των ανθρώπων (διότι οι άνθρωποι εγκληματούν), ο κόσμος θα ήταν πολύ καλύτερος. Όσο η ζωή λογαριάζεται λιγότερο απ' ό,τι οι πεποιθήσεις, οι θρησκείες και οι πατριωτισμοί, άλλο τόσο ο κόσμος μας θα είναι καταδικασμένος να ζει φρικαλεότητες. Όσο κάποιος μπορεί να πείσει τους υπόλοιπους πως είναι ηθικό και σωστό για χάρη μιας ιδέας να καταπιέζουν, να βασανίζουν και να σκοτώνουν, τόσο η ανθρωπότητα θα μένει στάσιμη.
    Η μια ζωή δεν έχει διαφορετική αξία από μιαν άλλη. Κατά τη διάρκεια του βίου μας πιθανότατα θα χρειαστεί να κάνουμε επιλογές ανάμεσα σε ζωές, θα βρεθούμε σε διλήμματα. Ίσως καταλήξουμε να ευεργετήσουμε κάποιον και να αδικήσουμε κάποιον άλλον. Αυτό θα γίνει με βάση συνθήκες που ίσως είναι αντικειμενικές, ίσως όχι. Αν έχει την ευκαιρία κάποιος να σώσει ένα παιδί ή έναν γέροντα, ίσως σώσει το παιδί. Αλλά αν είχε την ευκαιρία να σώσει και τους δύο, χωρίς να χρειαστεί να επιλέξει, πιθανότατα θα έσωζε και τους δύο. Οι συνθήκες μας αναγκάζουν να κάνουμε σκληρές επιλογές. Μπαίνουν ενίοτε πάνω απ' την ανθρωπιά μας. Όμως οι συνθήκες δε δικαιολογούν τις απάνθρωπες πεποιθήσεις: η ζωή είναι υπεράνω οποιασδήποτε πεποίθησης.
   

Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

Νέα Τάξη Πραγμάτων;

   Στην καταπιεσμένη και ανήσυχη κοινωνία μας έχει βρει θέση τα τελευταία χρόνια μια ακόμα φοβία: η "Νέα Τάξη Πραγμάτων" (ΝΤΠ). Η οργάνωση αυτή, κατά τους θιασώτες, ευθύνεται για καθετί κακό και σκοπεύει να μας καταδυναστεύσει: απώτερός της στόχος είναι να δημιουργήσει μια παγκόσμια κυβέρνηση, η οποία θα ελέγχει τους πάντες και τα πάντα και θα καταστρέψει ό,τι καλό υπάρχει τώρα στον κόσμο.
   Το πρόβλημα είναι πως όσα καταλογίζουν σε αυτήν είναι προβλήματα που ήδη υπάρχουν και υπάρχουν σαφώς υπεύθυνοι, οι οποίοι όμως θέλουν να δημιουργήσουν έναν φανταστικό εχθρό για να δεχτεί τις ευθύνες τους. Όπως ο διάβολος είναι ένα ανθρώπινο δημιούργημα για να θεωρείται εκείνος υπεύθυνος για τα δικά μας ατοπήματα, έτσι και η δήθεν ΝΤΠ είναι ένα φανταστικό κακό που φταίει για όλα. Βολικό, έτσι;
   Αν ψάξουμε καλά το ποιοι είναι αυτοί που υποστηρίζουν αυτήν την θεωρία συνωμοσίας, ίσως βρούμε εύκολα κάποια κοινά στοιχεία. Τέτοια στοιχεία είναι γενικά η άρνηση και ο φόβος απέναντι στην τεχνολογία, την επιστήμη και τα επιτεύγματά της, την μόρφωση και τους εκπροσώπους της, οτιδήποτε "ξένο", το οποίο δεν είναι δικό μας και δεν μεγαλώσαμε μαζί του. Συχνά δε, η προσκόλληση σε παλαιολιθικές ιδέες, σε αρχέγονες παραδόσεις και στην θρησκεία, που συνήθως είναι ο γνωστός-άγνωστος σε τέτοιες θεωρίες συνωμοσίας.
   Αν δούμε από άποψη ψυχολογίας αυτήν την ψύχωση, μπορούμε να φανταστούμε ένα σκιάχτρο, το οποίο οι οπαδοί της θεωρίας έχουν πλάσει στο μυαλό τους. Αυτό το σκιάχτρο, η ΝΤΠ, επωμίζεται όλες τις αμαρτίες και τα κακά του κόσμου, ενώ εμείς οι καλοί πλην αβοήθητοι άνθρωποι τρέχουμε να κρυφτούμε από αυτό. Είναι μια πολύ καλή δικαιολογία για να φοβόμαστε οτιδήποτε καινούριο, να αρνούμαστε να κάνουμε βήματα μπροστά, να δημιουργούμε ανυπόστατες φήμες για καθετί προοδευτικό (βάζοντας παράλληλα πηχυαίους τίτλους που θυμίζουν Αποκάλυψη) και να εμμένουμε στα παλιά, τα παραδοσιακά και πατροπαράδοτα. Αυτά τα τελευταία είναι εξ ανάγκης "τα καλά", ενώ τα άλλα, τα καινούρια, ανήκουν στην ΝΤΠ και είναι οι δαίμονες.
   Οπότε η βάση της θεωρίας είναι το δίπολο παλιό-καινούριο, που ταμπελοποιείται ως καλό-κακό, χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς εξαιρέσεις. Αλλά ας μην παραξενευόμαστε: οι άνθρωποι που υποστηρίζουν τέτοιες θεωρίες αγαπούν τα δίπολα, διότι είναι τόσο απλά όσο κι ο τρόπος σκέψης κι ο εγκέφαλός τους. Τους δίνουν μόνο δύο διεξόδους, καμία επιλογή και ταιριάζουν με την μέχρι τώρα νοοτροπία και κοσμοθεωρία τους (εδώ μπορείτε να μαντέψετε τι εννοώ). Οπότε πλέον το "παλιό" είναι ένα πράγμα μονοκόμματο γι' αυτούς, όχι ένα σύνολο συνηθειών και γεγονότων που μπορούν να χαρακτηριστούν άλλοτε χρήσιμα κι άλλοτε βλαβερά. Ή αγκαλιάζεις το παλιό (με όλα τα κουσούρια του φυσικά) ή γίνεσαι πελάτης του καινούριου, κατά τους θιασώτες.
   Η ΝΤΠ δεν υπάρχει. Δεν υπήρξε ποτέ και δεν θα υπάρξει ποτέ. Είναι απλά ένα φόβητρο για να παραμείνουμε εμμονικά στο παρελθόν και να μην ξεκολλήσουμε απ' αυτό. Είναι ένα κόλπο του σημερινού, σαθρού συστήματος για να μας παραλύσει και να μας κρατήσει στα δίχτυα του, προκειμένου να μην προχωρήσουμε και να μην χάσει την πρωτοκαθεδρία που για καιρό είχε.
   Φυσικά δεν υποστηρίζω ότι η τεχνολογία είναι το απόλυτο καλό. Απλά εγώ δεν βασίζομαι σε δίπολα: βλέπω το κάθε επίτευγμα μεμονωμένα και το κρίνω από μόνο του, όχι βάζοντάς το αυθαίρετα μέσα σε σύνολα για να το καλύψω. Κι έτσι πρέπει να λειτουργούμε είτε απέναντι στο παλιό είτε στο απέναντι στο καινούριο είτε απέναντι σε οτιδήποτε. Να βάζουμε την κριτική σκέψη πρώτα και να αφήσουμε τις τερατολογίες και τις κινδυνολογίες. Ας θριαμβεύσει η λογική μπας και προχωρήσει και λίγο ο ντουνιάς. Ίσως στο μέλλον υπάρχουν λιγότεροι οπαδοί της επίπεδης γης...
   Ας εκμυστηρευτώ τι φοβάμαι εγώ: την παλιά τάξη πραγμάτων, η οποία είναι πέρα για πέρα υπαρκτή κι αληθινή. Μια τάξη πραγμάτων που έχει αιματοκυλίσει την ανθρωπότητα για ηλίθιους λόγους, όπως η εθνικότητα, η φυλή, η θρησκεία, το φύλο και γενικά άλλες ταμπέλες που υποκινούν και συδαυλίζουν το μίσος, ενώ παράλληλα φέρνουν της έριδα και τον διχασμό. Έχει φέρει πολέμους, γενοκτονίες, βασανιστήρια, οπισθοδρομισμό και προσπαθεί να κρατηθεί στη ζωή με νύχια και με δόντια. Αυτή η τάξη πραγμάτων δεν είχε ποτέ πρόβλημα να πεθαίνουν άνθρωποι για το κέρδος της και είναι τόσο σκοτεινή και περίπλοκη, ώστε είναι τρομερά δύσκολο η ανθρωπότητα να βγει απ' τον λαβύρινθό της. Ας μην το κάνουμε ακόμα πιο δύσκολο.

Η οργάνωση που θα κυριεύσει τον κόσμο και θα φέρει την παγκοσμιοποίηση

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

Άρτεμις και Φύση

   Η θεά Άρτεμις πολύ συχνά απεικονίζεται ως μια γυναίκα εκπληκτικής ομορφιάς που βρίσκεται χαμένη στα δάση και στη φύση. Κουβαλάει τόξο και φαρέτρα και το αγαπημένο της ζώο είναι το ελάφι. Σε αρκετούς μύθους κυνηγοί την πετυχαίνουν τυχαία να λούζεται σε ορεινές πηγές και αυτό το αδιάκριτο οφθαλμόλουτρο έχει φριχτές συνέπειες για εκείνους.
   Ο κυνηγός Ακταίων μαγεύτηκε από την ομορφιά της θεάς αλλά έγινε φυσικά αντιληπτός. Δέχτηκε την οργή της, καθώς εκείνη τον μεταμόρφωσε σε ελάφι και έγινε θήραμα των ίδιων του των σκυλιών. Αντίθετα, ο κυνηγοί Ωρίων και Ιππόλυτος σεβάστηκαν την ομορφιά, τη δύναμη και την αγνότητά της και κέρδισαν τη φιλία και την εύνοιά της.
   Συνηθίζω να λέω πως οι θεοί της αρχαιότητας δεν ήταν απλά πρόσωπα· συμβόλιζαν δυνάμεις μεγαλύτερες από τους ανθρώπους κι ακατανόητες απ' αυτούς. Η θεά Άρτεμις συμβόλιζε τη φύση. Είναι παράλληλα κυνηγός και προστάτιδα των ζώων, όπως και η φύση ανατρέφει τα ζώα αλλά και τους σαρκοβόρους κυνηγούς τους. Είναι αγνή, παρθένα· αμόλυντη από το άγγιγμα άντρα. Αυτό θα μπορούσε να συμβολίζει την αγνότητα της φύσης, η οποία είναι πανέμορφη και άσπιλη από το ανθρώπινο άγγιγμα, το οποίο φέρνει την καταστροφή σε ό,τι αγγίζει. 
   Αν περάσουμε στο συμβολισμό που διέπει τους παραπάνω μύθους των κυνηγών, μπορούμε να εξάγουμε κάποια συμπεράσματα: ο Ακταίονας συμβολίζει τον άπληστο άνθρωπο, εκείνον που επιζητά το προσωπικό κέρδος από τη φύση χωρίς να νοιάζεται για τη διατήρηση της αγνότητάς της. Το ολέθριο αποτέλεσμα της αφέλειας του Ακταίονα (και αντίστοιχα του ανθρώπου) πληρώνεται με την οργή της φύσης, η οποία του επιστρέφει το μίασμα πολλάκις παραπάνω. 
   Αντίθετα, οι μύθοι των κυνηγών που σέβονται και αγαπούν τη φύση τους περιγράφουν ως ευτυχισμένους και ικανοποιημένους από την αγνή σχέση τους με αυτήν. Αυτό θα μπορούσε να συμβολίζει τη συνετή στάση κάποιων ανθρώπων προς τη φύση, η οποία τους δίνει απλόχερα τα αγαθά της επειδή την σέβονται και δεν την καταστρέφουν. 
   Ας ασχοληθούμε τώρα με ένα οξύμωρο: πώς γίνεται η θεά της φύσης να είναι παράλληλα απερίγραπτα όμορφη και παράλληλα άσπιλη; Αυτό δεν είναι περίεργο. Η Άρτεμις έρχεται σε αντίθεση με την Αφροδίτη, η οποία εκμεταλλεύεται την ομορφιά και τη γοητεία της με κάθε τρόπο. Η Άρτεμις είναι θεά που απαιτεί σεβασμό αλλά σπάνια τον κερδίζει από τους ανθρώπους. Δεν είναι τυχαίο που στους περισσότερους μύθους οι άνθρωποι ξεχνούν να θυσιάσουν σε αυτήν! Ο άνθρωπος έχει την τάση να είναι αχάριστος απέναντι στην πανέμορφη και αγνή φύση. 
   Όσο περνάνε τα χρόνια ο άνθρωπος αποξενώνεται από τη φύση. Αυτό του προκαλεί ανησυχία, ασταθή ψυχολογία κι έλλειψη προορισμού. Όποιος είναι τυχερός κι έχει περιπλανηθεί στην ορεινή ελληνική φύση μπορεί να καταλάβει το οξύμωρο της όμορφης, αμόλυντης Αρτέμιδος. Η επαφή μαζί της φέρνει γαλήνη, ηρεμία, έμπνευση και καλή διάθεση. Λογιάζω τον εαυτό μου τυχερό που την έχει ζήσει. Η αγκαλιά του απέραντου πράσινου στο δάσος, τα φιλόξενα μονοπάτια, το κελάρυσμα των δροσερών ποταμιών είναι στοιχεία που εξευγενίζουν το πνεύμα και τιθασεύουν την ανθρώπινη ματαιοδοξία. Τον κάνουν πιο λογικό, πιο προσγειωμένο, πιο δεκτικό σε ιδέες. 
   Λυπάμαι τους ανθρώπους που δεν έχουν ζήσει τη φύση. Λυπάμαι παραπάνω εκείνους που μόνο ορέγονται τα αγαθά της χωρίς να τη σέβονται. Έχουν χάσει την ευκαιρία να περιβληθούν με μια μαγεία απαράμιλλη. Έχουν "θυσιάσει", τρόπον τινά, στους υπόλοιπους θεούς, ξεχνώντας όμως τη θεά Άρτεμη, είτε επειδή τους είναι αδιάφορη είτε επειδή φοβούνται την οργή της. Τα μεγαλύτερα δώρα της όμως τα φυλάει για όσους την θυμούνται και την αποζητούν, κρατώντας στιγμές από αυτήν μέσα τους.


Η αγάπη του ανθρώπου για τη φύση και η αρμονία του με αυτήν

Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017

Η Παιδική Σεξουαλική Παρενόχληση

   Η σεξουαλική παρενόχληση στην παιδική ηλικία είναι διαχρονικό φαινόμενο. Όσο κι αν πολλοί κατηγορούν την εποχή μας πως έχει εκπέσει ηθικά και πως κάποτε τα πράγματα ήταν αλλιώς, η μόνη διαφορά που βλέπω πλέον είναι ότι οι άνθρωποι μιλάνε περισσότερο. Παλιά όλα αποκρύπτονταν. Το "τα εν οίκω μη εν δήμω" στην χειρότερή του πλευρά. Γι' αυτό στιγματίστηκε η σημερινή εποχή ενώ οι παλιότερες έμοιαζαν ηθικές.
   Για να γίνω πιο συγκεκριμένος και πιο κατανοητός, οι παλιότερες κοινωνίες, οι πιο κλειστές, είχαν πολύ περισσότερα δράματα. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της απόλυτης κυριαρχίας του αρσενικού στοιχείου προς το θηλυκό και του ενήλικου προς το ανήλικο. Καθώς η ηθική της τότε κοινωνίας θεωρούσε επιτρεπτό το ξυλοφόρτωμα των παιδιών, ποιο παιδί θα τολμούσε να μιλήσει για σεξουαλική παρενόχληση; Καθώς τότε θεωρούνταν αποδεκτό πως η γυναίκα πρέπει να τρώει ξύλο (άποψη που άκουγα συχνά ως παιδί της γενιάς του '90 παρακαλώ), ποια γυναίκα ή κοριτσάκι θα μπορούσε να μιλήσει γι' αυτό; Πόσο μάλλον για περίεργα αγγίγματα;
   Βλέπω ακόμα τα κατάλοιπα εκείνης της κοινωνίας σε πολλούς μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους. Τείνουν να είναι αδιάφοροι σε τέτοια θέματα, να δικαιολογούν μετά μανίας τον θύτη και να προσάπτουν κατηγορίες στο θύμα: προσπαθούν να πείσουν την κοινή γνώμη πως το θύμα υπερβάλλει, προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους πως ο θύτης παρεξηγήθηκε και δεν το ήθελε, βασίζονται στο καλό όνομα του θύτη στην κοινωνία για να στηρίξουν την άποψή τους κτλ. Με λίγα λόγια, τα παραπάνω δείχνουν πως οι παλιές γενιές δεν είναι ακόμα έτοιμες να δεχτούν πως οι αδύναμες κοινωνικές ομάδες έχουν δικαιώματα. Δεν πιστεύω ότι οι παλιές γενιές είναι κακές ή ότι μαστιζόμαστε από ανήθικους γέροντες· θα ήταν μια αυθαίρετη και άτοπη γενίκευση. Απλά έτσι συνήθισαν αρκετοί από αυτούς.
   Αλλά η σεξουαλική κακοποίηση είναι και σήμερα ένα τρομερά ευαίσθητο θέμα. Δε γίνεται εύκολα κατανοητή, οπότε πώς να γίνει αντιληπτή κατά την ώρα της ενέργειας και να πιαστεί ο δράστης επ' αυτοφώρω; Συνήθως η κακοποίηση γίνεται ενώπιον των γονέων, εν γνώσει των γονέων, οι οποίοι απλά δεν το καταλαβαίνουν! Δεν καταλαβαίνουν τα σημάδια της. Αυτό από μόνο του είναι ανησυχητικό. Ας δώσω παράδειγμα "ήπιας μορφής": Μια γιαγιά/ένας παππούς/ένας θείος/μία θεία (είναι οι πιο συχνοί δράστες) θέλουν από αγάπη (το λέω κυριολεκτικά, όχι ειρωνικά) να σφίξουν στην αγκαλιά τους και να φιλήσουν ένα παιδάκι, π.χ. το εγγονάκι τους. Εκείνο νιώθει μια απόσταση και δε θέλει. Όλη η ομήγυρη το πιέζει να πάει και να δεχτεί το φιλί και την αγκαλιά του παππού. Εκείνο αναγκάζεται να πάει χωρίς να θέλει. Είναι απόλυτα και αδιαμφισβήτητα σίγουρο πως σιχαίνεται εκείνη την στιγμή! Αφού έδειξε πως δε θέλει! Όμως δεν του δίνεται επιλογή (άτιμη κοινωνία, ακόμα και μέσα στο σπίτι). Αυτό μπορεί να συμβεί σε κάθε σπίτι. Ίσως φανερά μπροστά σε όλους, ίσως κρυφά όταν θύμα και θύτης είναι μόνοι.
   Το θέμα του φιλιού είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο. Ένα φιλί που θέλει μόνο ένας απ' τους δύο, που προσφέρει ικανοποίηση μόνο στον έναν απ' τους δύο και είναι επιβεβλημένο απ' αυτόν. Μάλιστα δε μιλάμε πάντα για φιλί στο μάγουλο. Κάποτε υπάρχει φιλί στον ώμο, φιλί στο λαιμό, φιλί στην πλάτη ή οπουδήποτε αλλού μπορεί κανείς να φανταστεί. Αυτό φέρνει δύο πολύ κακές επιπτώσεις στην παιδική ψυχολογία, η οποία είναι πολύ ευαίσθητη: πρώτη, πως το ίδιο δεν ορίζει το σώμα του. Πως μετά από απαίτηση άλλων είναι αναγκασμένο να ενδίδει και να κάνει πράγματα που δε θέλει. Δεύτερον, πως δεν υπάρχει κανένας να το καταλάβει και να το υποστηρίξει. Δεν υπήρχε κάποτε τουλάχιστον. Διότι χαίρομαι που ακούω νέους γονείς να μπαίνουν γενναία μπροστά και να απαιτούν από τον οποιονδήποτε να αφήσει το παιδί να επιλέξει αν θέλει να δεχτεί το φιλί ή την αγκαλιά τους. Εννοείται πως αν το παιδί θέλει και πάει αυτοβούλως δεν υπάρχει πρόβλημα. 
   Θα αναρωτηθεί κανείς: μα ένα φιλί, μια αγκαλιά μπορεί να είναι τόσο κακό πράγμα; Απαντώ: όχι απλά κακό. Μοιραίο. Μοιραίο να σημαδέψει εφ' όρου ζωής τη σεξουαλική ζωή ενός ενήλικου ατόμου. Αν το παιδάκι συνήθισε να δέχεται ανεπιθύμητα φιλιά στο λαιμό επειδή έτσι άρεσε στη γιαγιά του, θα κουβαλάει την απέχθεια γι' αυτά για όλη του τη ζωή. Ακόμα κι όταν ο/η σύντροφός του θα του δίνει τα φιλιά στο ίδιο σημείο, θα νιώθει μια φαγούρα ή μια ανατριχίλα συνοδευόμενη από ένα κακό συναίσθημα και μια ανάγκη να φύγει. Με λίγα λόγια, η σεξουαλική του ελευθερία και αυτοδιάθεση έχει δεχτεί ένα ισχυρό πλήγμα, με σημάδια ανάλογα με αυτά ενός ατόμου που έχει πέσει θύμα βιασμού!
   Επαναλαμβάνω: δεν θεωρώ κακούς τους παππούδες, τις γιαγιάδες, τους θείους, τις θείες κτλ. Δεν κάνουν κάτι από κακία. Απλά έχουν πλήρη άγνοια της πράξης τους. Έχουν επίσης πλήρη άγνοια των σοβαρών συνεπειών της στην παιδική ψυχή και στο παιδικό σώμα. Το κάνουν από αγάπη· από έντονη επιθυμία να δείξουν αυτή την αγάπη στο παιδάκι. Συνήθως δεν το σκέφτονται καν σεξουαλικά, στις καλές περιπτώσεις τουλάχιστον, που ελπίζω πως είναι η πλειοψηφία. Οπότε δε σκέφτονται καθόλου το πώς μυρίζουν (αν μυρίζουν οι ίδιοι καπνό ή αλκοόλ), το τι αίσθηση προκαλεί το φιλί ή η αγκαλιά τους (απέχθεια ή αίσθημα πνιγμού στο αδύναμο σώμα) και άλλες δυσάρεστες παρενέργειες. 
   Όλα αυτά καλό είναι να τα προσέχουν πρώτα οι γονείς, ώστε να είναι οι ίδιοι φύλακες των παιδιών τους, προστάτες της σωματικής τους αυτοδιάθεσης και να δίνουν το εξής μήνυμα στα παιδιά τους: "Είμαι εδώ για σένα. Κανείς δε σε αναγκάζει να κάνεις κάτι που δε θέλεις, εσύ επιλέγεις τι θα γίνει με το σώμα σου". 

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

"Δε Βγαίνουν πια τέτοια τραγούδια"

   Πολύ συχνά ακούγεται μια επαναλαμβανόμενη ρήση που κοντεύει να γίνει (αν δεν έχει ήδη γίνει) στερεότυπο: "Δε βγαίνουν πια τέτοια τραγούδια" ή "Δε βγαίνουν τέτοια τραγούδια σήμερα". Συνήθως τέτοια σχόλια γίνονται στο youtube, κάτω από τραγούδια παλιά και χιλιοακουσμένα. Αυτή η ρήση, καθώς και η πεποίθηση που την ακολουθεί, είναι δείγμα έλλειψης σοφίας και λογικής. Όμως ακόμα συνεχίζουν να εκστομίζονται αυτά τα λόγια και θα συνεχίσουν για πολλά χρόνια ακόμα.
   Το πρώτο και σημαντικότερο λάθος της παραπάνω ρήσης είναι πως συγκρίνει το παρόν με το παρελθόν. Συγκρίνει άλλα μέτρα κι άλλα σταθμά. Συγκρίνει επίσης τραγούδια τριάντα και βάλε ετών με τραγούδια που βγήκαν προχτές. Ποιο είναι το πρόβλημα όμως αυτής της συλλογιστικής;
   Το πρόβλημα είναι πως τα τραγούδια που έχουν επιζήσει από εκείνες τις δεκαετίες, τις χαμένες στα βιβλία ιστορίας, είναι λίγα. Είναι 5-10, άντε 20 από τα καλύτερα, τα πιο διαλεχτά κομμάτια που μας έχουν μείνει από τότε. Είναι τα κομμάτια που ξεχώρισαν στην εποχή τους κι έχουν μείνει, χάρη στην αξία τους πάντα, μέχρι την εποχή μας. Φυσικά και αξίζουν. Όμως ξεχνάμε πως και τότε έβγαιναν άλλα 100-200 τραγούδια που απλά δεν ήταν τόσο καλά και ξεχάστηκαν. Έπαιξαν στο ράδιο και στα βινύλια για λίγο καιρό και ο κόσμος τα ξέχασε. Οπότε σήμερα έχουμε κρατήσει το 5-10% της μουσικής του χτες. Δε γίνεται να συγκρίνουμε την ελίτ του χτες με την καθημερινότητα του σήμερα. Η σύγκριση πρέπει να είναι δίκαιη!
   Αυτά όσον αφορά τις παλιές εποχές. Ας επιστρέψουμε στο σήμερα και στην πεποίθηση πως η σημερινή εποχή δεν βγάζει πια ποιοτικά τραγούδια. Το ζήτημα εδώ είναι πως τα "ποιοτικά" ας πούμε τραγούδια, αυτά που θα αντέξουν στο χρόνο, αυτά που θα συνεχίσουν να ακούγονται για γενιές μετά τη δική μας, ακόμα δεν έχουν ξεχωρίσει απ' τη μάζα. Τα ακούει και τα παραδέχεται μια μειοψηφία ανθρώπων αλλά σε γενικές γραμμές δεν έχουν περάσει ακόμα το εμπόδιο του χρόνου.
   Έπειτα, αυτά τα λίγα τραγούδια που θα επιζήσουν συνήθως είναι τα λιγότερο εμπορικά. Κι αυτό σημαίνει πως, στον κυκεώνα της σημερινής μουσικής, η οποία μεταδίδεται και αναμεταδίδεται από χίλια-δυο μέσα, γίνονται γνωστά τα υπόλοιπα, τα εμπορικά τραγούδια. Αυτά που κάνουν κύκλο ενός μήνα και ξεχνιούνται, "παλιώνουν". Αυτά είναι στην επιφάνεια, ενώ τα πιο ποιοτικά είναι κρυμμένα επειδή ακριβώς είναι λιγότερα, απευθύνονται σε μια μειοψηφία και "δεν πουλάνε". Οπότε ναι, σήμερα βγαίνουν ποιοτικά τραγούδια, κάποια ισάξια με τα πιο ποιοτικά του παρελθόντος, απλά δεν μπορούμε να τα αντιληφθούμε εύκολα.
   Συμπερασματικά ας πω αυτό: για να συγκρίνουμε το σήμερα με το χτες, θα πρέπει να είμαστε ίσοι και δίκαιοι και με τα δύο. Δε γίνεται να πιάνουμε την καθημερινότητα του σήμερα και να την συγκρίνουμε με τα σκόρπια γεγονότα που (νομίζουμε ότι) ξέρουμε για το χτες. Οφείλουμε να κάνουμε έρευνα πάνω στο θέμα και να μην ξεστομίζουμε μεγάλα λόγια απερίσκεπτα. Αλλά βέβαια οι αυθαίρετες γενικεύσεις είναι στοιχείο πολλών ανθρώπων, διότι οποιαδήποτε έρευνα προϋποθέτει κόπο και δουλειά. Αλλιώς η ιστορία θα ήταν μια εύκολη και ξεκούραστη επιστήμη. Κι αν η πλειοψηφία δεν μπορεί να κάνει την απλοϊκή ανάλυση αυτού του άρθρου στον τομέα της μουσικής, πόσο μάλλον σε άλλα θέματα, πιο περίπλοκα!  

Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

Το Κυνήγι της Γνώσης

                Εδώ και πολλούς αιώνες γίνονται συστηματικά λάθη στην παιδεία. Λάθη στο πώς πρέπει να προβάλλεται η γνώση, τι πρέπει να έχει σημασία και τι όχι, πώς οφείλει ένας εκπαιδευτικός να προσεγγίσει τον μαθητή και να του μεταδώσει την γνώση και, ίσως το πιο κύριο, πώς να κάνει το παιδί ν’ αγαπήσει το σχολείο και τις γνώσεις που θα λάβει.
                Κάπως έτσι η σημερινή κοινωνία έχει καταντήσει να είναι γεμάτη από νέους που μισούν το σχολείο και συνεπώς την ίδια τη γνώση. Από μικροί λαμβάνουν πολλές εργασίες, πολλές ευθύνες, πολλές απειλές και τιμωρίες, με αποτέλεσμα να νιώθουν την διαδικασία της γνώσης σαν αγγαρεία. Σε παλιότερες εποχές -χρυσές κι ανεκτίμητες για κάποιους- ο δάσκαλος είχε την βέργα, χτυπούσε, απειλούσε και φώναζε και το σχολείο είχε στρατιωτική πειθαρχία. Πώς μπορεί με αυτούς τους τρόπους ένα παιδί ν’ αγαπήσει τη γνώση;
                Το αντίθετο βλέπουμε σε ιστορίες απομονωμένων κοινωνιών, όπου παιδιά γονιών αμόρφωτων ανακαλύπτουν το διάβασμα και την γνώση και τα λατρεύουν. Εκείνα τα παιδιά βλέπουν την γνώση σαν κάτι μαγικό, ελκυστικό, αναντικατάστατο. Έχουν την τάση να μην αποχωρίζονται ποτέ την ιδέα της γνώσης, να είναι αχόρταγοι και να θέλουν συνεχώς να μαθαίνουν. Η τάση αυτή παρομοιάζεται στο νου τους με την ανάγκη για εξέλιξη και την απέχθεια του να μένουν στάσιμοι γνωστικά, κοινωνικά και υπαρξιακά. Η γνώση γίνεται ένα υπέροχο ταξίδι σε κόσμους μαγικούς κι ανεξερεύνητους.
                Το είδος αυτό της τάσης ισχύει και για κάποιους ανθρώπους της δικής μας κοινωνίας, που αποτελούν όμως μειοψηφία. Γι’ αυτούς, το κυνήγι της γνώσης δεν έχει τέλος. Η μάθηση είναι μια διαδικασία που, ενώ για άλλους είναι ένα βασανιστήριο που τελειώνει μαζί με το σχολείο, για εκείνους κρατάει μια ζωή και ποτέ δεν είναι αρκετή. Δεν μαθαίνουν για να έχουν, για να αποκτήσουν και να κερδοσκοπήσουν. Μαθαίνουν για να είναι ο εαυτός τους και να εκπληρώνουν την ύπαρξή τους. Διότι υπάρχει μέσα τους μια αλήθεια: όσο ζεις μαθαίνεις κι όσο μαθαίνεις ζεις.
Αυτό το αίσθημα πληρότητας κατά την διάρκεια της μαθητείας είναι αναντικατάστατο. Για να προσεγγίσω ίσως αυτή την εγκεφαλική λειτουργία, θα παρομοιάσω την άγνοια με το σκοτάδι. Η πλειοψηφία φοβάται το σκοτάδι. Απομακρύνεται απ’ αυτό και δεν κοντοζυγώνει. Η μειοψηφία όμως, αυτή η μερίδα των ανθρώπων της γνώσης, θα εισέλθει στον σκοτεινό χώρο με σκοπό να ψηλαφίσει, να γνωρίσει, ν’ ανακαλύψει και να φέρει φως. Διότι υπάρχει η ανάγκη στον απειροελάχιστο χρόνο ζωής -σε σχέση με τον χρόνο ζωής του κόσμου μας- που διαθέτουμε, να μάθουμε όσο το δυνατόν περισσότερα γι’ αυτόν. Να μαγνητιζόμαστε απ’ το άγνωστο και να μας προκαλεί να το μετατρέψουμε σε γνωστό.

                

Τετάρτη 10 Μαΐου 2017

Κοίτα Ποιος Μιλάει...

   "Κοίτα ποιος μιλάει...". Μια πολύ συνηθισμένη φράση, την οποία ακούμε οι περισσότεροι από μικροί. Είναι μια φράση-καθρέφτης, θα έλεγα, καθώς αντικατοπτρίζει την νοοτροπία της κοινής γνώμης σχετικά με το δικαίωμα λόγου και την βαρύτητα που έχει ο λόγος του καθενός.
   Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, σε οποιαδήποτε λόγια υπάρχουν δύο συνιστώσες: το πρόσωπο που μιλάει και το νόημα των λεγομένων του. Σε μια κοινωνία λογικών όντων, το 80-85% της προσοχής μας θα στρεφόταν στο νόημα, το περιεχόμενο των λόγων κάποιου. Θα μας ενδιέφερε η οπτική του γωνία, η -ακόμα και αντίθετη με τα δικά μας δεδομένα- άποψή του και θα ζυγίζαμε τα λόγια του ακριβώς ως έχουν, ψάχνοντας ταυτόχρονα και επιχειρήματα υπέρ ή κατά αυτής της άποψης για να εξετάσουμε την αληθοφάνειά τους.
   Αυτά σε μια λογική κοινωνία. Στην δική μας κοινωνία, που μόνο κατ' ευφημισμόν ονομάζεται λογική (θα έλεγα πως είναι wannabe λογική η κοινωνία μας), το 80-85% της προσοχής στρέφεται στο πρόσωπο που μιλάει, όχι στο περιεχόμενο των λόγων του. Γιατί; Για πολλούς λόγους. Πρώτον, διότι έτσι είναι όλα πιο εύκολα. Δεν χρειάζεται να αποδομήσουμε τα λόγια κάποιου και να χρειαστεί να σκεφτούμε με βάση την λογική και τα επιχειρήματα. Μπορούμε απλά να τον λασπολογήσουμε, να τον κατηγορήσουμε για οτιδήποτε που (κατά την γνώμη μας πάντα) είναι καταδικαστικό και, τρόπον τινα, να του αφαιρέσουμε το δικαίωμα του λόγου.
   Δεύτερον, έτσι είναι πιο εύκολο να παρασύρουμε κι άλλους. Αν έπρεπε να ξοδέψουμε χρόνο για να επιχειρηματολογήσουμε, να δεχτούμε έστω και για λίγο την αντίθετη άποψη καθώς την αποδομούμε ή να μπούμε σ' εκείνη την λογική, αυτό θα έπαιρνε χρόνο. Χρόνο δικό μας για χάρη κάποιου άλλου. Και πώς θα μπορούσαμε να "πείσουμε" εύκολα κάποιον ότι ο τάδε ομιλητής έχει άδικο; Θα έπρεπε να του προβάλλουμε επιχειρήματα, αντεπιχειρήματα, συλλογισμούς. Κοντολογίς θα έπρεπε να σκεφτούμε, κάτι που μισεί η κοινή γνώμη. Επίσης θα μας έβγαζε απ' την βολική θέση του καναπέ μας.
   Τρίτον, ασχολούμαστε με το πρόσωπο κι όχι με τα λεγόμενα επειδή δεν θέλουμε ν' αλλάξουμε! Τόσο απλά! Αν κάποιος χρησιμοποιεί την λογική του, ακούει όλες τις απόψεις, τις φιλτράρει, βρίσκει ψήγματα αλήθειας και τα ενσωματώνει στην ήδη υπάρχουσα άποψή του, σιγά-σιγά αλλάζει. Προς το καλύτερο, θα έλεγα εγώ, όμως για την κοινωνία η αλλαγή είναι κακή. Αλλαγή έχει φτάσει να σημαίνει αστάθεια απόψεων, λες και είμαστε γεννημένοι με συγκεκριμένες απόψεις και πρέπει να τις υπερασπιστούμε άνευ όρων.
   Το συμπέρασμα, έτσι όπως το βλέπω, είναι πως, αντί να γίνουμε κριτές απόψεων, πετάμε την κριτική ικανότητα στην γωνία και γινόμαστε φανατικοί οπαδοί απόψεων. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του φανατισμού; Οι παρωπίδες, που είναι τόσο βολικές επειδή μας επιτρέπουν να μην σκεφτόμαστε! Φανατιζόμαστε χρωματίζοντας πρόσωπα και μέσω αυτού του χρωματισμού δεχόμαστε ή απορρίπτουμε απόψεις a priori. Αν ένας αρθρογράφος, πολιτικός, δημοσιογράφος ή ακόμα και πρόσωπο της καθημερινότητάς μας είναι της συμπαθείας μας, τότε καταπίνουμε αμάσητα όσα λέει. Αν ανήκει στην αντίπερα όχθη, αυτήν που εχθρευόμαστε, τότε κλείνουμε τ' αφτιά μας σε οτιδήποτε πει. Αυτό είναι παρόμοιο με το γιουχάρισμα στα γήπεδα, μια πρακτική που ανέκαθεν χρησιμοποιείται για να μην ακούγεται καν η αντίθετη άποψη κι έτσι η δύναμη της μάζας και του φανατισμού να νικάει την δύναμη της λογικής.
   Αυτή η νοοτροπία βέβαια είναι άμεσος εχθρός της δημοκρατίας. Γιατί; Επειδή η δημοκρατία θέλει πολίτες, όχι πρόβατα χρωματισμένα με αυτό ή εκείνο το χρώμα. Ο χρωματισμός αυτός και η παράλογη κώφωση προς την αντίθετη άποψη σταματάνε κάθε έννοια ελευθερίας του λόγου. Ας παρατηρήσουμε λίγο ένα κοινοβούλιο: όταν μιλάει ένας πολιτικός μιας παράταξης, δεν χρειάζεται να ακούσουμε το περιεχόμενο των λόγων του. Φτάνει να ξέρουμε ποιοι συστρατεύονται και ποιοι είναι πολιτικοί του αντίπαλοι. Ξέρουμε από πριν ποιοι θα χειροκροτήσουν και ποιοι θα γιουχάρουν ή θα διαμαρτυρηθούν. Είτε αναλύσει την πιο υπέροχη θεωρία είτε την πιο γελοία, υπάρχει από πριν τοποθέτηση των υπόλοιπων "βουλευτών" (αστείος ο όρος, θα έλεγα - αλήθεια, πού υπάρχει ελεύθερη βούληση;) ανάλογα με το κόμμα.
   Έχει όμως πολύ μεγάλο νόημα να ακούμε την αντίθετη άποψη. Μας κάνει να αμφισβητούμε προσωρινά την δική μας και είτε να την ισχυροποιούμε, αν αποδειχθεί ορθότερη απ' την αντίπαλη, είτε την αναθεωρούμε, αν έχει λάθη. Μόνο έτσι εξελισσόμαστε, μόνο έτσι αλλάζουμε. Την επόμενη φορά που θα ακούσετε κάποιον να λασπολογεί τον ομιλητή χωρίς να ασχολείται με τα λεγόμενά του, να ξέρετε πως είναι ένα άμυαλο πιόνι. Όχι ένας πολίτης. Ακούστε εσείς αντί γι' αυτόν τα λεγόμενα του ομιλητή. Είτε είναι σωστά είτε σαθρά, θα ωφεληθείτε περισσότερο από το να ακούσετε τις φανατισμένες μπαρούφες ενός άμυαλου πιονιού.