Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Weirdo, ο Έλληνας ερευνητής του Μεταφυσικού

   Τα τελευταία χρόνια η πιο πολυσύχναστη και μοδάτη μεριά του διαδικτυακού κόσμου είναι το youtube. Η Ελλάδα έχει ακολουθήσει τον δρόμο που τράβηξαν οι μεγαλύτερες και πιο πολυπληθείς χώρες, βγάζοντας με τη σειρά της youtubers, άλλους περισσότερο κι άλλους λιγότερο αξιόλογους. Οι περισσότεροι εξ αυτών ασχολούνται με απλά θέματα, είναι κωμικοί ή vloggers, αφηγούνται άρθρα και απόψεις τους ή ασχολούνται με πιο αξιοπρόσεκτα θέματα, όπως η τριάδα Mad Scientist, Astronio και Καθημερινή Φυσική. Αξίζει να σημειωθεί πως τον δρόμο στο ελληνικό youtube πρωτοχάραξε ο Mikieus με την εκπομπή Μπραφ, η οποία το 2009 έκανε πολύ πάταγο στα φοιτητικά κυρίως σπίτια. Στο παρόν άρθρο όμως θα ασχοληθούμε μ' έναν άλλο, πιο ιδιαίτερο Έλληνα youtuber.
   Στο στόχαστρό μας σήμερα είναι ο Weirdo, κατά κόσμον Αποστόλης Χειρδάρης, ο οποίος είναι επίσης αρθρογράφος κι αρχισυντάκτης του mindhack.gr. Εισήλθε σχετικά πρόσφατα στον κόσμο του ελληνικού youtube και άφησε το πολύ προσωπικό του στίγμα. Εγώ είχα την τύχη να τον βρω σχετικά νωρίς, απ' τα πρώτα του κιόλας βίντεο σχετικά με το μεταφυσικό. Επειδή ασχολούμαι κι εγώ με παρόμοια θέματα, βρέθηκε γρήγορα στον δρόμο μου και είχα την ευκαιρία να δω τη διαδρομή του καναλιού του απ' τα πρώτα κιόλας επεισόδια. Με ευχάριστη έκπληξη είδα πως ασχολείται σοβαρά με μεγάλου εύρους θέματα στον κόσμο του μεταφυσικού κι έχει σοβαρές γνώσεις, ενώ είναι φανερό πως ερευνά σε βάθος κάθε θέμα που μελετά.
   Θέματα με τα οποία έχει ασχοληθεί είναι κυρίως η μαγεία, μυθικά/θρυλικά πλάσματα της λαογραφίας, θρησκευτικά φαινόμενα, θέματα της μυθολογίας Κθούλου (έχει παραδεχτεί πως ο Lovecraft είναι ο αγαπημένος του συγγραφέας) και θεωρίες συνωμοσίας. Ακροθιγώς έχει ασχοληθεί με απαγωγές εξωγήινων, ιστορίες για το dark web και θέματα creepypasta, δηλαδή αλλόκοσμων τεράτων που είναι στη μόδα. Ένα από τα καλύτερα στοιχεία του καναλιού του είναι πως, λόγω του επαγγέλματός του (γραφίστας είναι) και σίγουρα επειδή έχει πολύ μεράκι, κάνει πολύ ωραίες εισαγωγές στα βίντεό του και χτίζει ατμόσφαιρα με την κατάλληλη μουσική. 
   Αυτό όμως που με έκανε να εκτιμήσω το συγκεκριμένο άτομο και να γράψω μάλιστα άρθρο είναι το ίδιο το γεγονός που με κέρδισε στο κανάλι του: δεν προσπαθεί να το παίξει μεγάλος γνώστης, δεν προβάλλει τον εαυτό του σαν μέγα μύστης και εξερευνητής. Δεν προσπαθεί να προσελκύσει κόσμο χτίζοντας μια ψεύτικη εικόνα για τον εαυτό του: είναι απολύτως ειλικρινής κι έχει κάνει αρκετά βίντεο στα οποία έχει ομολογήσει πως ασχολείται με το μεταφυσικό από αγνό ενδιαφέρον. Επίσης, ασχολείται με τη συγκεκριμένη θεματολογία από εγκυκλοπαιδική σκοπιά, αναφέροντας κάθε πηγή και έρευνα που σχετίζεται, πάντα τονίζοντας πως όλα αυτά είναι υποθέσεις και εικασίες, κάτι που άλλοι του είδους δε θα έκαναν, ελπίζοντας να τραβήξουν περισσότερο κόσμο. Αυτή η ειλικρίνεια κάνει το κανάλι μοναδικό, κατά τη γνώμη μου.
   "Αν δεν τα πιστεύει, τότε γιατί τα κάνει;" μπορεί να ρωτήσει κάποιος. Πρώτα απ' όλα, η πίστη είναι μυστήριο πράγμα. Δεν είναι ασπρόμαυρο: σπάνια υπάρχει το "πιστεύω ολοκληρωτικά ή αρνούμαι ολοκληρωτικά". Το μεταφυσικό έχει πολλές μορφές και μπορεί κανείς να ταξιδεύει χρόνια ολόκληρα μέσα σε εικασίες για κάποιες θεωρίες χωρίς να ασχολείται με άλλες. Χωρίς να ξέρω τον άνθρωπο προσωπικά, υποθέτω πως πιστεύει σε κάποια φαινόμενα ή τουλάχιστον αφήνει ανοιχτό το πορτάκι της πιθανότητας, χωρίς όμως να παραπλανεί κόσμο. Πάντως η ομορφιά και η γλυκιά ανατριχίλα που προκαλεί η εντρύφηση και η ενασχόληση με τέτοια φαινόμενα είναι, πιστεύω, η μεγαλύτερη κινητήριος δύναμη τέτοιων ατόμων και ο Weirdo καταφέρνει να οδηγήσει τον θεατή σ' αυτόν τον δρόμο. Χάρη σ' αυτόν μάθαμε για την Εταιρεία Ψυχικών Ερευνών του Άγγελου Τανάγρα, για πολλές άγνωστες πτυχές θεωριών συνωμοσίας και γενικά στο κανάλι του υπάρχει μια πολύ καλά δουλεμένη σύνοψη από όσα θέματα αναφέρει. Τα συναισθήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω είναι ένας εθισμός, ο οποίος κάνει τους ερευνητές και παρατηρητές του μεταφυσικού να ασχολούνται και να περιδιαβαίνουν στον κόσμο του αγνώστου και του παράξενου, θέλοντας να ξεφύγουν έστω και για λίγο απ' την πεζή πραγματικότητα. 

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Η Κοινωνία Ποτέ δεν είναι Έτοιμη

   Τι είναι η κοινωνία; Ένας συλλογικός οργανισμός, φτιαγμένος από ετερόκλητα στοιχεία που απλώς τυχαίνει να ζούνε σχετικά κοντά μεταξύ τους. Μετέχουν στην ίδια επικαιρότητα, στην ίδια περίπου καθημερινότητα και δέχονται κοινά ερεθίσματα. Οι αντιδράσεις ποικίλλουν, ακούγονται πολύ διαφορετικές απόψεις -κάποιες ακούγονται ευρέως, κάποιες αποσιωπούνται- και δημιουργούν την κοινή γνώμη, ένα νοητό συμβούλιο όπου αυτός ο τεράστιος κύκλος ανθρώπων κρίνει, κατακρίνει και συμπεραίνει.
   Χαρακτηριστικό της κοινωνίας και της κοινής γνώμης είναι πως αλλάζουν πολύ αργά. Διατηρούν ένα πολύ συντηρητικό προφίλ, καθώς απαρτίζονται κυρίως από ανθρώπους που ζούνε χωρίς μεγάλες αλλαγές στη ζωή τους, τηρώντας όσα έμαθαν χωρίς πρωτοτυπίες. Αυτό δε σημαίνει πως δεν υπόκεινται σε αλλαγές: αναγκάζονται να αλλάξουν για χάρη της επιβίωσης, όταν το παρόν το απαιτεί. Η κοινή γνώμη αναγκάζεται να αποδεχτεί -έστω και τελευταία- ηθικές αξίες που έχουν κατοχυρωθεί εδώ και χρόνια στις συνειδήσεις των ακτιβιστών και των διανοητών, ενώ τα μέλη της κοινωνίας ζούνε τις εξελίξεις όταν αυτές τους χτυπήσουν την πόρτα.
   Λίγοι είναι οι επαναστάτες, λίγοι οι ριζοσπάστες κι ελάχιστοι από αυτούς ακούγονται. Η πλειοψηφία αυτών χάνεται μέσα στο πλήθος, πνίγεται στον βούρκο της ανωνυμίας και του κουτσομπολιού, παραγκωνίζεται από ανθρώπους που δεν έχουν κάτι καλύτερο να προσφέρουν πέρα από κακεντρεχή σχόλια. Τελικά όμως ένας μικρός αριθμός ανθρώπων με την ικανότητα να αλλάξουν τον κόσμο σπάει το δίχτυ του κοινωνικού αποκλεισμού και βγαίνει στην επιφάνεια, φέρνοντας αλλαγές στη σκέψη, στην τεχνολογία και στην πολιτική. Η κοινωνία, όταν βλέπει αυτόν τον παρείσακτο -που τόσα χρόνια η ίδια αγωνιζόταν να θάψει- να γίνεται επίκεντρο του θεάματος, ακολουθεί τα εξής βήματα: αρχικά προσπαθεί να τον ξαναθάψει. Αν δεν τα καταφέρει, τον λοιδωρεί. Αν αποτύχει κι εκεί, κάνει πως εκείνος δεν υπάρχει, αν και είναι πια πολύ αργά γι' αυτό. Τέλος, τον αποθεώνει και τον αγκαλιάζει σαν να ήταν χρόνια φίλοι. Γενικά, η κοινωνία, αυτός ο αργοκίνητος και γεμάτος αδυναμίες οργανισμός, αντιδρά τελευταία στις εξελίξεις και αποδέχεται τις αλλαγές μόνο όταν δεν έχει άλλες επιλογές.
   Η κάθε κοινωνία βλέπει την αλλαγή σαν κίνδυνο. Υπάρχει η εντύπωση πως αν αφήσουμε τα πράγματα όπως είναι, όλα θα πάνε καλά. Τελικά όμως, από ένα καπρίτσιο της τύχης ή μάλλον από αναγκαιότητα, οι αλλαγές θα έρθουν. Μέχρι να έρθουν, η κοινωνία κρύβεται πίσω απ' το δάχτυλό της, αρνούμενη να δεχτεί τα λάθη της. Όταν έρθουν οι αλλαγές όμως, θα τις δεχτεί και θα απορρίψει μετά βδελυγμίας το παρελθόν της, σαν να μην ήταν ποτέ υπεύθυνη γι' αυτό. Η συμπεριφορά της όμως προς μελλοντικές αλλαγές θα είναι και πάλι αρνητική, προσπαθώντας να διατηρήσει τον -αλλαγμένο πια- κόσμο της σαν να υπήρχε πάντα.
   Η κοινωνία ποτέ δεν είναι έτοιμη. Ποτέ δεν ήταν. Δεν ήταν έτοιμη για τη δημοκρατία. Μια χαρά φυτοζωούσε χωρίς πολιτικά δικαιώματα. Όταν της ήρθαν, δεν ήξερε τι να τα κάνει. Είναι απορίας άξιον αν τελικά έμαθε. Δεν ήταν έτοιμη για τα δικαιώματα της γυναίκας. Μια χαρά την είχε κλεισμένη στο σπίτι, χωρίς δικαιώματα στο ίδιο της το σώμα και στην ίδια της τη ζωή. Δεν επρόκειτο να αλλάξει ποτέ από μόνη της (η κοινωνία). Αναγκάστηκε όμως. Τώρα η γυναίκα ψηφίζει, εργάζεται, έχει δικαίωμα στην επιλογή συζύγου, καριέρας και δραστηριοτήτων και η κοινωνία αποδέχεται -ηττημένη- το γεγονός ως έχει, σαν να ίσχυε πάντα.
   Η κοινωνία δεν είναι έτοιμη για την προστασία του περιβάλλοντος. Πολλά θρασύτατα μέλη της ακόμα κοροϊδεύουν όσους προσπαθούν, θεωρούν τους ακτιβιστές αστείες φιγούρες, καρικατούρες, επαναλαμβάνουν ειρωνικά τα μόττο τους πετώντας επιδεικτικά σκουπίδια απ' το παράθυρο του αυτοκινήτου -χάρη στην ατιμωρησία- και κρύβονται πίσω απ' το δάχτυλό τους. Οι αλλαγές έρχονται και δεν είναι καθόλου καλές. Ούτε γι' αυτές είναι έτοιμη η κοινωνία αλλά θα τις λουστεί.
   Η κοινωνία ποτέ δεν ήταν έτοιμη για την τεχνολογία. Αν ήταν, θα τη δεχόταν με καχυποψία, με κριτική σκέψη και δημιουργική φαντασία. Δεν το έκανε. Στην αρχή τη δαιμονοποίησε, έπειτα την φοβήθηκε και τέλος, όταν πια εκείνη κέρδισε σταδιακά έδαφος, την αποδέχτηκε άκριτα και τη θεοποίησε. Δεν είναι τυχαίες όλες οι υπερβολές και οι καταχρήσεις στα προϊόντα τεχνολογίας, ούτε οι φήμες που κυκλοφορούν γύρω από αυτά. Αν υπήρχε σωστή αντιμετώπιση θα υπήρχε και σωστή κρίση, χρήση και άποψη γι' αυτήν. Εφόσον όμως αυτός ο οργανισμός φοβάται την αλλαγή, θα είναι πάντα ανέτοιμος γι' αυτήν. Θα κάνει πάντοτε τις χειρότερες επιλογές και θα γαλουχεί την επόμενη γενιά με παρόμοιο τρόπο.
   Ποια είναι λοιπόν η έξοδος απ' αυτόν τον αέναο φαύλο κύκλο; Η επόμενη γενιά, οι διάδοχοι όσων αποτελούν σήμερα την κοινωνία. Η ελπίδα του αύριο, που έχει την ευκαιρία, παρά τις αντίξοες συνθήκες, να φανεί άξια των περιστάσεων. Στον κόσμο της παγκοσμιοποίησης, οι αλλαγές είναι ραγδαίες. Είτε η αυριανή κοινωνία είναι έτοιμη είτε όχι, θα της χτυπήσουν ξανά και ξανά την πόρτα. Οπότε χρειάζεται επαγρύπνηση. Ούτε η δαιμονοποίηση ούτε η θεοποίηση καταστάσεων και προσώπων θα βοηθήσει. Μονάχα η κριτική σκέψη και η αποδοχή της πραγματικότητας θα κάνει την κοινωνία να είναι έτοιμη.

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

Περί Αυτοδικίας

   Η αυτοδικία, δηλαδή η δράση κάποιου ενάντια σε μια εγκληματική πράξη ως αυτόνομη μονάδα στη θέση του νόμου, είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο. Ο κάθε άνθρωπος έχει αίσθημα δικαιοσύνης μέσα του, το οποίο λειτουργεί διαφορετικά στον καθένα, ανάλογα με τον τρόπο που μεγάλωσε και τις εμπειρίες του. Γι' αυτό έχουν σημειωθεί αμέτρητες φορές πράξεις αυτοδικίας σε πολλές κοινωνίες με διαφορετικά κίνητρα κάθε φορά.
   Πρώτον, τα ιδεολογικά, πολιτικά και θρησκευτικά πιστεύω ορίζουν τη συμπεριφορά των περισσότερων ανθρώπων. Απέναντι στο ίδιο έγκλημα ή στην ίδια παράνομη πράξη αλλιώς θα συμπεριφερθεί ο καθένας: άλλος θα δώσει ελαφρυντικά στον θύτη, άλλος θα τον αποκαλέσει "τέρας", κάποιος θα παρέμβει για να φέρει συμβιβαστική λύση, άλλος θα θολώσει και θα επέμβει για να πλήξει και να τραυματίσει. Αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό: μιας και ο καθένας μας έχει άλλη άποψη για το σωστό και το δίκαιο, άλλη για το πότε η άμυνα είναι δικαιολογημένη, για το πότε ένας άνθρωπος αξίζει να τιμωρηθεί, να πονέσει ή ακόμα και να χάσει τη ζωή του. Όπως και στη θεωρία, δηλαδή στο μυαλό του καθενός, έτσι και στην πράξη, ως μάρτυρας σε μια ανάλογη περίσταση, ο καθένας θα δράσει αλλιώς.
   Γι' αυτό η αυτοδικία είναι μια χαοτική κατάσταση. Μπορεί να καταλήξει σε μια παρεξήγηση ή έναν απλό τραυματισμό μέχρι άγριους ξυλοδαρμούς, βασανισμούς, στυγερές δολοφονίες και βεντέτες ή γενικώς δολοφονίες άλλων αθώων, που μόνο κατά τη γνώμη του αυτόκλητου δικαστή σχετίζονται με το έγκλημα. Το ζήτημα είναι: η αυτοδικία πρέπει να ενθαρρύνεται ή να αποθαρρύνεται από τον νόμο;
   Σε κοινωνίες όπου η αυτοδικία ενθαρρύνεται, οι νταήδες έχουν την τιμητική τους. Συνήθως είναι κοινωνίες που δείχνουν ένα αυστηρό, συντηρητικό προφίλ και ο ανθρωπισμός δεν έχει θέση. Το δίκαιο είναι στα χέρια του δυνατού και η ηθική είναι ένα ποτ-πουρί νόμιμης οπλοκατοχής, πουριτανισμού, φαλλοκρατίας και επίδειξης δύναμης. Πολλά εγκλήματα λύνονται με τις γροθιές, τα μαχαίρια ή τα όπλα και η δουλειά της αστυνομίας είναι τυπική και συνήθως μεροληπτική. Μια Άγρια Δύση, ας πούμε.
   Είναι πολύ δύσκολο για μια κοινωνία να απεμπολήσει πλήρως την αυτοδικία. Μπορεί να το κάνει στα λόγια, όμως η περιπτωσεολογία είναι αχανής και δεν μπορεί πάντα να απαντά με ένα ναι ή με ένα όχι. Ο νόμος, επίσης, δεν μπορεί να αλλάζει ανά περίπτωση. Έχουν οριστεί κάποιες γραμμές ανάμεσα στη νόμιμη και δικαιολογημένη (αυτο)άμυνα και στην παράνομη και αδικαιολόγητη. Μπορεί πολλές φορές να συγκρούονται οι θελήσεις του κράτους και του πολίτη, όμως ο τελευταίος οφείλει να σκεφτεί σε τι είδους κοινωνία θα ζούσαμε αν ο νόμος ήταν με το μέρος του αυτόκλητου δικαστή.
   Το επιχείρημα κατά της αυτοδικίας είναι το ίδιο με αυτό κατά των λαϊκών δικαστηρίων: όλα γίνονται εν βρασμώ ψυχής, με τους όρους του δυνατότερου και μέχρι το σημείο που ικανοποιείται εκείνος. Δεν υπάρχει λογική: όλα είναι ρευστά, όλα είναι αποδεκτά. Ποιος θέλει μια τέτοια κοινωνία; Αυτός που θα βιαστεί να απαντήσει ναι, πιστεύοντας πως ο νόμος αντί να τον προστατεύει θίγει τα συμφέροντά του, ας σκεφτεί πρώτα πως όσοι μισεί και τον μισούν θα έχουν εξίσου το δικαίωμα και το ελεύθερο να βιαιοπραγήσουν ενάντια στον ίδιο με σαθρές αιτιολογίες κι ο νόμος μπορεί να τους αθωώσει.
   Για να γίνουν λιγότερες οι περιπτώσεις αυτοδικίας, η πεπατημένη και πιο συνήθης μέθοδος είναι η περισσότερη αστυνόμευση, κυρίως στο αστικό περιβάλλον. Ο θύτης φοβάται όταν βλέπει το χέρι του νόμου να φτάνει μακριά και το θύμα νιώθει προστατευμένο και ασφαλές, με αποτέλεσμα να απαευθύνεται στην αστυνομία αντί να προβαίνει σε αυτοδικία. Υπάρχει κι εδώ πρόβλημα: και οι αστυνομικοί άνθρωποι είναι κι έχουν υπάρξει άπειρες περιπτώσεις βάναυσης και αδικαιολόγητης αστυνομικής βίας, από όργανα δηλαδή που δρουν ομαδικά, οπλοφορούν κι έχουν γνώση του νόμου και πολύ καλύτερη εκπαίδευση απ' τον οποιονδήποτε πολίτη.
   Συνεπώς, ας φανταστούμε την αντίδραση του οποιουδήποτε πολίτη σε ανάλογες περιπτώσεις, όταν ούτε τα εκπαιδευμένα όργανα δε δρουν με καθαρό μυαλό. Επειδή συχνά-πυκνά γίνονται τέτοια εγκλήματα, η κοινή γνώμη βγαίνει και λέει δημόσια το μακρύ της και το κοντό της. Βλέπω ένα τρομακτικά μεγάλο μέρος του πληθυσμού να απολαμβάνει τον θάνατο και τους βασανισμούς, να παρακαλάει για νόμιμη οπλοκατοχή και για περισσότερη αυτοδικία, να ζητά αίμα. Αναρωτιέμαι: σε τι είδους κοινωνία να επιθυμούσαν να ζούνε όλοι αυτοί; Σίγουρα υπάρχουν εγκληματικά στοιχεία σε κάθε κοινωνία, όσο συντηρητική ή προοδευτική κι αν είναι, όμως υπάρχει μια διαφορά: όσο αυξάνεται η αυτοδικία και η ηθική της δικαίωση, τόσο πιο πολύ ο καθημερινός πολίτης γίνεται ο ίδιος το εγκληματικό στοιχείο. 

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018

Το Μαζικό Σύνδρομο Καταδίωξης

   Ο άνθρωπος είναι το πιο ταλαίπωρο ον στον πλανήτη γη -και πιθανότατα και σε όλους τους υπόλοιπους. Πέρα από την υπερφορολόγηση, το χρόνιο άγχος, τους πολέμους και τις φυσικές καταστροφές, έχει και τόσους άλλους κινδύνους να αντιμετωπίσει. Κινδύνους μεταφυσικούς, φοβερούς και τρομερούς, με δυνάμεις πολύ πάνω απ' την ανθρώπινη, που ο μόνος σκοπός της ύπαρξής τους είναι να κυνηγούν και να βασανίζουν τους ανθρώπους.
   Απ' τα αρχαία χρόνια οι άνθρωποι πίστευαν σε τέρατα που πρόκειται να τους κυνηγήσουν. Αυτό το σχέδιο λειτουργεί πολύ καλά στα παιδιά, καθώς οι γονείς τους, βασισμένοι σε απαρχαιωμένες μεθόδους, χρησιμοποιούν φόβητρα για να τρομάξουν τα παιδιά τους, να τα γεμίσουν με ενοχές για να γίνονται ήρεμα και υπάκουα χωρίς την υπερπροσπάθεια των ίδιων. Μπορεί να γελάμε με τα πουλιά που τρομάζουν με τα σκιάχτρα, όμως οι άνθρωποι δεν είμαστε καθόλου καλύτεροι: τα σκιάχτρα υπάρχουν μέσα στο μυαλό μας. Τα παιδιά κοιτάνε μήπως υπάρχει κάποιο τέρας κάτω απ' το κρεβάτι τα βράδια. Εγώ δεν κοίταξα, διότι ήμουν τυχερός που οι γονείς μου δε μου έλεγαν τέτοιες ιστορίες. Κατά τ' άλλα όμως, το φόβητρο δημιουργεί εικόνες που μπορεί να προκαλέσουν με τα χρόνια -ανάλογα με τις ευαισθησίες ενός παιδιού- ένα σύνδρομο καταδιώξης. Οι αρχαίοι είχαν τη λάμια και την έμπουσα, οι σύγχρονοι έχουν πολύ μεγαλύτερη ποικιλία...
   Γενικώς η οργιάζουσα φαντασία του είδους μας, που αρέσκεται στο να τρομάζει τον ίδιο τον αφηγητή και το κοινό του, έχει γεννήσει κατά καιρούς πολλά φοβερά και τρομερά τέρατα, εκ των οποίων όλα -τι σύμπτωση!- κυνηγάνε ανθρώπους. Οι άνθρωποι είχαν σπασμούς και έβγαζαν αφρούς απ' το στόμα, οπότε γεννήθηκε ο μύθος του λυκανθρώπου, που σεληνιάζεται και σφαγιάζει αθώους ανθρώπους. Οι αλμπίνοι, χλωμοί, περιθωριακοί και με κόκκινα μάτια, γέννησαν τον μύθο του βρικόλακα, που έρχεται τη νύχτα να μας πιει το αίμα. Επιπλέον, πολλοί νεκροί επιστρέφουν ως φαντάσματα, πνεύματα και ζόμπι ώστε να μας στοιχειώσουν ως το τέλος της ζωής μας. Αλλά τα πράγματα δε σταματούν εκεί.
   Η θρησκεία, ένας απλός κώδικας συναδελφοσύνης και αγάπης, δεν άργησε να μολυνθεί με κάθε είδους δεισιδαιμονίες και παραδοξολογίες. Ο θρύλος με τους εξορκισμούς -ο πιο τρομακτικός θα έλεγα παγκοσμίως- επηρεάζει ακόμα και τους άθεους. Τους κάνει να αναρωτιούνται μήπως υπάρχει κάτι εκεί έξω. Διότι ό,τι δε φέρνει η συστηματική κατήχηση μπορεί να φέρει ο τρόμος...
   Για όσους δεν αρκούνται στα θρησκευτικά και παγανιστικά τέρατα, υπάρχει πάντα και ο κοσμικός τρόμος. Εξωγήινα όντα, μεγαλωμένα για χιλιετίες στις πιο σκοτεινές γωνιές του διαστήματος, έρχονται μέχρι εδώ για να απαγάγουν και να βασανίσουν ανυποψίαστους ανθρώπους, να τους πάρουν απ' τα κρεβάτια τους και να μάθουν τα μυστικά του ανθρώπινου είδους με σκοπό να ξαναέρθουν και να μας ξαναβασανίσουν! Ζούμε μια τραγωδία.
   Το σύνδρομο καταδίωξης αυτήν τη φορά είναι μαζικό. Όλη η ανθρωπότητα -ή τουλάχιστον το ποσοστό που επηρεάζεται από παραδοξολογίες- φοβάται και τη σκιά της και βλέπει παντού εχθρούς. Η βραδινή ανησυχία υπάρχει στο DNA μας: δεν είμαστε ζώα νυκτόβια, τη νύχτα υπάρχει ο φόβος του κυνηγού που θα έρθει στη φωλιά μας να μας φάει. Ένας φόβος προαιώνιος, που έχει μεταλλαχθεί στη σκέψη μας κι έχει πάρει χίλιες δυο μορφές πιο τρομερές από έναν απλό λύκο ή λιοντάρι. Κι έτσι οδηγούμαστε να αυθυποβάλουμε τους εαυτούς μας στις πιο τρομερές καταδιώξεις, στα πιο αποτρόπαια περιστατικά βίας και βασανισμού. Αυτό όμως έχει και μια γοητευτική πλευρά για τη διεστραμμένη ανθρώπινη φύση, μια πλευρά που τον ωθεί να λέει τρομακτικές ιστορίες στους νεότερους τις νύχτες, να εμφυσά τον ήδη υπάρχοντα φόβο σε περισσότερα αθώα μυαλά και η αυθυποβολή, μαζί με το μόνιμο αίσθημα καταδιώξης, να συνεχίζονται.
   Πριν κλείσω, οφείλω να παραδεχτώ πως λατρεύω το μυστήριο, τη φαντασία και το άγνωστο. Πιθανόν να είναι στη φύση του ανθρώπινου είδους, αλλιώς δε θα μεταδίδονταν τόσο ραγδαία όλοι αυτοί οι θρύλοι. Πέρα απ' το σύνδρομο καταδίωξης όμως υπάρχει κι ένας λανθάνων ναρκισσισμός μέσα στις μάζες: για χάρη των ανθρώπων, των ανθρώπων και μόνο, οι νεκροί επιστρέφουν με αλλόκοτες μορφές, τα πνεύματα εισέρχονται μέσα μας για να μας βασανίσουν κι όλα τα αποτρόπαια πλάσματα μας κυνηγάνε τις κρύες και σκοτεινές νύχτες. Όλοι και όλα κινούνται γύρω απ' τον άνθρωπο, έτσι πιστεύει ο άνθρωπος. Μπορεί να μοιάζει με τρομακτική πραγματικότητα, όμως είναι παρήγορη σε σχέση με τη σκέψη πως τίποτα εκεί έξω -ούτε καν η ίδια η "μητέρα" φύση- δε νοιάζεται για την πάρτη μας.

Σύνδρομο καταδίωξης, μεταφυσικά πλάσματα

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

Πού Χάθηκαν οι Πατριώτες;

   Μια από τις πιο συνηθισμένες ταμπέλες που βάζει κανείς στον εαυτό του ή στους άλλους είναι αυτή του πατριώτη. Βάσει αυτής, ο λεγόμενος πατριώτης αποκτά κύρος και συμπάθεια απ' τους υπόλοιπους, ενώ ο μη πατριώτης κερδίζει την απαξίωση των υπολοίπων. Πρόκειται για έναν αγώνα, στο μυαλό των περισσοτέρων, για απόδειξη και ανάδειξη. Τι σημαίνει όμως να είναι κανείς πατριώτης;
   Πατριωτισμός και ανάγκη για πατριωτισμό υπάρχει παντού. Η χώρα μας δεν αποτελεί εξαίρεση. Ο πιο συνηθισμένος ορισμός του πατριώτη είναι "αυτός που αγαπάει την πατρίδα του". Επειδή όμως και η έννοια "πατρίδα" είναι κάτι αφηρημένο και συγκεχυμένο, τα πράγματα πολύ συχνά παίρνουν περίεργες τροχιές ή εκτροχιάζονται εντελώς. Συνηθισμένες μέθοδοι απόδειξης του πατριωτισμού είναι διαχρονικά η ανύψωση της ελληνικής σημαίας σε περίοπτο σημείο της οικίας τις ημέρες εθνικών εορτών και η αγάπη προς τον εθνικό ύμνο, ο οποίος παίζεται παντού τέτοιες μέρες. Η ελληνική σημαία από κάποιους πιο ένθερμους και ζηλότυπους πατριώτες είναι υψωμένη κάθε μέρα στο σπίτι.
   Στην εποχή της τεχνολογίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ο πατριωτισμός δηλώνεται με την ανάρτηση προσφιλών άρθρων, βίντεο και τραγουδιών και παράλληλα αποκήρυξη οποιουδήποτε στοιχείου, ανθρώπου ή συνήθειας που τείνει προς τον λεγόμενο ανθελληνισμό -όπως τον καταλαβαίνει έκαστος. Γενικά ο όρος "ανθελληνισμός" και "ανθέλληνας" έχει καταντήσει μια πολύ συνηθισμένη ρετσινιά για οποιονδήποτε δε συμφωνεί με τις απόψεις και τα ιδεώδη του εν λόγω πατριώτη. Σύνηθες φαινόμενο της εποχής μας είναι επίσης η κοινοποίηση γλωσσικών και ιστορικών μύθων, που καθόλου δε βοηθάνε στην ιστορική αλήθεια αλλά κάνουν πιο προσφιλή στους σκληροπυρηνικούς εθνικιστικούς κύκλους την εικόνα του προσώπου που κοινοποιεί.
   Τα πράγματα χάνουν κάθε όριο όταν ορισμένα άτομα που δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει αγάπη προσπαθούν να αποδείξουν την αγάπη και τη φιλοπατρία τους με όποιον τρόπο μπορούν και καταλαβαίνουν. Συγκεκριμένα, πρόκειται για μια μέθοδο του αποκλεισμού: αφού μισώ και αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας τις υπόλοιπες εθνότητες, φυλές και ανθρώπους, προφανώς αποδεικνύεται πως αγαπώ την πατρίδα μου. Είναι πολύ εύκολο να παρασυρθεί κανείς σ' αυτή την παγίδα: οι εκδηλώσεις μίσους έχουν ταυτιστεί σε πολλές συνειδήσεις με τη φιλοπατρία, σε βαθμό που η ζημιά έχει γίνει. Ο εθνικισμός και ο ρατσισμός προσπαθούν να καπηλευτούν το όνομα και τις χάρες της φιλοπατρίας και να το καταφέρνουν μια χαρά.
   Έπειτα, υπάρχει η έννοια του εθνικού φρονήματος. Το εθνικό φρόνημα με λίγα λόγια είναι το αίσθημα περηφάνιας για την πατρίδα αλλά και το αίσθημα ανωτερότητας του δικού μας έθνους σε σχέση με τα υπόλοιπα. Η υγιής και αθώα μορφή του έρχεται από την ευγενή άμιλλα, από την ανάδειξη καλλιτεχνών, αθλητών, λογοτεχνών, επιστημόνων και πολιτικών που αξίζουν να μείνουν στην Ιστορία και αφήνουν μια γλυκιά εικόνα του έθνους στο παγκόσμιο στερέωμα της ανθρωπότητας. Η στρεβλή μορφή του εθνικού φρονήματος είναι οι τάσεις επεκτατισμού, αλυτρωτισμών και εθνοκάθαρσης που γίνεται -όχι μόνο στο έθνος μας, δυστυχώς η τάση είναι παγκόσμια- σε βάρος της ανθρώπινης ζωής. Ο επίδοξος πατριώτης λοιπόν, για την ανάγκη ανάδειξης του εθνικού φρονήματος -όπως ο ίδιος το καταλαβαίνει- σκοπεύει και προτίθεται να θυσιάσει πολλές χιλιάδες ελληνικές ζωές προκειμένου να κερδίσει μια μάχη, έναν πόλεμο, μία θέση στον ήλιο.
   Θα αναρωτηθεί κανείς: μα ο πόλεμος μπορεί να μας χτυπήσει την πόρτα. Δεν πρέπει να υπερασπιστούμε τα πάτρια εδάφη; Βεβαίως, όταν απειλείται να καταστραφεί το έθνος. Το πρόβλημα είναι πως η "καταστροφή" αυτή ερμηνεύεται όπως θέλει ο εκάστοτε άνθρωπος: για άλλους είναι καταστροφή το να επιτρέψουμε μια συμμαχία με άλλες βαλκανικές ή ευρωπαϊκές χώρες. Θεωρούν πως μια τέτοιου είδους συμφιλίωση αλλοιώνει τον πολιτισμό μας. Θα προτιμούσαν να βάψουν τα χέρια τους με αίμα παρά να επιτρέψουν άλλους πολιτισμούς να έρθουν σε επαφή με τον δικό μας. Και πάλι εδώ έρχεται η στρεβλή ιδέα πως το έθνος που συνεργάζεται αλλοιώνεται και πως η εχθρική στάση απέναντι σε άλλα έθνη είναι κάτι καλό και επιθυμητό.
   Μέχρι στιγμής, οι περισσότεροι αυτοαποκαλούμενοι πατριώτες παρουσιάζουν μια εικόνα μισαλλοδοξίας, έντονης έριδας προς οτιδήποτε δεν είναι ίδιο με τις ιδέες τους και, το βασικότερο όλων, δεν έχουν καμία πρόθεση να συνεργαστούν με οποιονδήποτε για την ανάπτυξη και την οικοδόμηση του κοινού καλού. Προβαίνουν σε γιγαντιαίων διαστάσεων χαρακτηρισμούς, μειωτικές εκφράσεις προς τους πολιτικούς αντιπάλους και γενικώς αναλώνονται σε μια φαύλη νοοτροπία, γεμάτη εχθρική διάθεση και τάσεις αλληλοσπαραγμού. Ειδικά στην εικόνα της χώρας προς τα έξω, για παράδειγμα στην πορεία των αθλητικών ομάδων, των καλλιτεχνών και των δημοσίων προσώπων -ακόμα και στο ευρωκοινοβούλιο, όπου καθόλου φειδωλά δεν είναι αυτά τα φαινόμενα- δεν υπάρχει καμία ιδέα ομόνοιας, συναδελφοσύνης και αλληλεγγύης. Ο καθένας κοιτά να προβάλει τον εαυτό του και την παράταξή του, λασπολογώντας τους "αντιπάλους" και ξεχνώντας πως πρόκειται για μία κοινή προσπάθεια. Η παροιμία σχετικά με την κατσίκα του γείτονα σε όλο της το μεγαλείο.
   Χάρη σε αυτές τις μονοδιάστατες ιδέες μπορούμε να εξάγουμε συμπεράσματα για τον υγιή πατριωτισμό. Η άποψή μου είναι η εξής: ο πραγματικός πατριώτης δε χρειάζεται να έχει μια παράλογη και τεράστια ιδέα για την πατρίδα του. Αντίθετα, χρειάζεται λογική και σύνεση. Οφείλει να σκέφτεται πως η πατρίδα του είναι μια ακόμα χώρα, όπως οι υπόλοιπες. Έτσι θα ξεφύγει απ' τις υπερβολές και τους παραλογισμούς, θα αποκτήσει μια ρεαλιστική εικόνα γι' αυτήν και θα μπορεί να παρατηρεί και να προτείνει λύσεις για τις αδυναμίες της. Θα αποφεύγει να κερδοσκοπεί σε βάρος της πατρίδας του. Επιπλέον, εφόσον δεν έχει φουσκωμένα τα μυαλά του με προσωπικές φιλοδοξίες και κενοδοξίες, θα καταφέρει να συμφιλιωθεί με άτομα που έχουν διαφορετικές πολιτικές απόψεις και θα θάψει, για χάρη του κοινού καλού, το τσεκούρι του πολέμου. Εν τέλει, ο πραγματικός πατριώτης δε χρειάζεται να φαίνεται ούτε να αναδεικνύεται. Δε χάθηκαν πουθενά οι πατριώτες. Απλώς κάνουν σιωπηρά τη δουλειά τους, ζουν τη ζωή τους με συνείδηση και χωρίς υπερβολές, βρισιές και έριδες, έχοντας κατανοήσει πως το να μην πετάξουν τα σκουπίδια τους στην αυλή του γείτονα είναι πολύ πιο πατριωτικό από το να βρίσουν δημοσίως με τις χειρότερες λέξεις τους "αντιπάλους" τους.

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

Και οι γονείς μας τι πάθανε;

   Είναι αλήθεια. Η πρόοδος είναι ένα δίκοπο μαχαίρι. Όχι μόνο επειδή φέρνει κάποια νέα προβλήματα μαζί της: αυτός είναι ένας κίνδυνος που έχει προβλεφθεί. Κυρίως επειδή παρά τα καλά που φέρνει βρίσκεται αντιμέτωπη με μυαλά που αρνούνται να εναρμονιστούν στο παρόν: κοιτούν με τόση λαχτάρα το παρελθόν (ή μάλλον αυτό που νομίζουν πως ήταν το παρελθόν) που κάθε αλλαγή στην ασπρόμαυρη, ρομαντική εικόνα τους μοιάζει παραφωνία.
   Ένας απ' τους πιο ζόρικους τομείς, μετά την κλιματική αλλαγή, είναι η αλλαγή στον τρόπο που μεγαλώνουμε τα παιδιά μας και μάλιστα στην επιστημονική μέθοδο, η οποία συγκρούεται με τις παραδοσιακές μεθόδους ανατροφής. Αφορμή για το άρθρο στάθηκε μια δημοσίευση παιδοψυχολόγου, που σχολίαζε την ανάγκη για την αυτοδιάθεση κι αυτοδιαχείριση του παιδικού σώματος: τόνιζε πως το ίδιο το παιδί πρέπει να επιλέγει ποιον θα φιλάει και ποιον θα αγκαλιάζει. Αυτό φυσικά για οποιονδήποτε νοήμονα άνθρωπο είναι αυτονόητο.
   Κι όμως, και τι δε γράφτηκε στα σχόλια. Από παραδοσιακή κυρία που ισχυριζόταν πως τέτοιοι νεωτερισμοί θα κάνουν τα παιδιά ... βιονικούς ανθρώπους (ανάθεμα αν ξέρει τι σημαίνει αυτή η λέξη-καραμέλα που χρησιμοποιείται τόσο) μέχρι άλλους που έλεγαν πως "είναι θέμα κουλτούρας, καθώς εμείς οι Έλληνες είμαστε θερμοί και αγαπιόμαστε περισσότερο κι έτσι μαθαίνουμε και τα παιδιά μας". Άραγε τι σχέση έχει η αγάπη με το πολύ συγκεκριμένο ζήτημα του παιδικού εξαναγκασμού για φιλιά και αγκαλιές μέσα στον οικογενειακό κύκλο; Ο σχολιαστής μπέρδεψε δύο διαφορετικά ζητήματα: την αμοιβαία αγάπη με τα φιλιά του θείου/νονού/παππού προς το παιδί, τα οποία ούτε αμοιβαία είναι ούτε ευχάριστα και για τους δύο. Κοντολογίς, το παιδί δεν είναι αντικείμενο να το φιλάς όποτε θες χωρίς να θέλει.
   Το μακράν αγαπημένο μου σχόλιο όμως ήταν το "Και οι γονείς και παππούδες μας τι πάθανε;". Θέλω να σταθώ εδώ, διότι το σχόλιο αυτό το έχω δει άπειρες φορές σε πολύ διαφορετικά θέματα και είναι πάντα εξίσου απαράδεκτο. Πρώτον, η ρητορική αυτή ερώτηση εννοεί υποτίθεται πως οι παλιές γενιές, ακόμα και χωρίς παιδοψυχολόγους, ζούσαν χωρίς ψυχολογικά προβλήματα. Στο μυαλό του σύγχρονου Έλληνα πάντα. Διότι πώς μπορείς να γνωρίζεις, παραδοσιακέ τύπε, ΠΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ένιωθαν τουλάχιστον πέντε εκατομμύρια διαφορετικοί άνθρωποι που ανήκαν στις παλαιότερες γενιές; Μόνο με βάση τους γονείς σου και μια χούφτα ακόμα ανθρώπους που γνώριζες ως παιδί... Είναι επαρκές αυτό για να επιχειρηματολογείς; Σαφώς και όχι! Οποιοδήποτε παρόμοιο επιχείρημα δε στέκει, διότι τις παλιές εποχές οι εν ζωή σχολιαστές τις έζησαν ως παιδιά ή ΜΟΝΟ μέσα από αφηγήσεις των παλιών. Αφηγήσεις ρομαντικές, εξωραϊσμένες, όπου όλα πήγαιναν ρολόι κι όλοι αγαπούσαν αλλήλους, σε αντίθεση με "τα σημερινά χάλια".
   Δεύτερον, για να δηλώσεις, σχολιαστή, υπεύθυνα και με πλήρη (ή σχεδόν πλήρη) επίγνωση πώς ακριβώς ένιωθαν οι παλιοί με τα κατ' ανάγκη φιλιά και με τις αγκαλιές με το στανιό οφείλεις να έχεις κάνει έρευνα. Έρευνα με πολλά δείγματα, πιστή και λεπτομερή, σε βάθος δεκαετίας-εικοσαετίας. Λυπάμαι αλλά έτσι βγαίνουν τα επιστημονικά πορίσματα. Με κόπο και δουλειά. Έτσι διορθώνονται οι παλιές αντιλήψεις. Με ανεύθυνα σχόλια στα ΜΚΔ (Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης) μπορείς μονάχα να αποδείξεις πόσο ρηχά βλέπεις το θέμα και πόσο ακατάλληλος είσαι να ψυχολογήσεις ένα παιδί. Διότι δεν ήρθαν να σου μιλήσουν για τα εσώψυχά τους "οι γονείς μας και οι παππούδες μας". Κι αν ήρθαν 2 στα 5.000.000 αμφιβάλλω αν ήταν ειλικρινείς. Αλλά ακόμα κι αν ήταν, ακόμα κι αν πέτυχες τους δύο σκληροτράχηλους ανθρώπους που δεν επηρεάστηκαν, πάλι αυτό δε λέει τίποτα. Στατιστικά τουλάχιστον.
   Διότι κανείς δε ρώτησε τους γονείς και παππούδες αν ήθελαν ως παιδιά να τους φέρονται σαν αντικείμενα. Υπάρχει έστω και μια αμφιβολία για την απάντησή τους σε σχετική ερώτηση; Όχι. Η παιδική ψυχολογία δεν έχει αλλάξει τόσο ανά τις γενιές. Κανένα παιδάκι δε θέλει φιλιά από ιδρωμένους κι αναψοκοκκινισμένους θείους, νονούς/παππούδες που βρωμάνε τσιγάρο και αλκοόλ (σε τέτοιες φάσεις συνήθως ο Έλληνας συγγενής δείχνει την αγάπη του), γιαγιάδες που αρπάζουν και φιλάνε παθιασμένα και γενικά από άτομα που δεν είναι η μαμά του ή κάποιος στον οποίο έχει πραγματικά θάρρος. Ούτε σήμερα ούτε παλιά ούτε αύριο και ούτε μεθαύριο. Ούτε εσύ, σχολιαστή, το ήθελες. Απλά το έχεις ξεχάσει (ή θέλεις να το ξεχάσεις και στρουθοκαμηλίζεις).
   Να σου πω γιατί; Διότι τα παιδιά, στην ηλικία των 5-12 ετών τουλάχιστον, που δεν είναι πια μωρά αλλά ούτε έφηβοι να δηλώσουν ανοιχτά την αντιπαράθεσή τους (και να τους πεις περίεργους, ατίθασους κι απροσάρμοστους επειδή το έκαναν) δεν αντιτίθενται ανοιχτά. Δηλώνουν σιωπηρά ή με στάση του σώματος την άρνησή τους κι εσύ (όπως και το υπόλοιπο σόι) δεν μπαίνει στον κόπο να τα καταλάβει. Πολλές φορές μάλιστα γίνεται και θέμα (ερώτηση: -Σ' αρέσει όταν σε φιλάει ο παππούς; -Όχι. Γέλια από το σόι). Αυτά είναι στοιχεία πειθαναγκασμού και όχι αγάπης. Αν "οι γονείς και παππούδες σου" στο είχαν μάθει αυτό, τότε ο παιδοψυχολόγος σήμερα θα είχε λιγότερη δουλειά και δε θα έπρεπε να απαντά σε απαράδεκτες δηλώσεις και αφελέστατες ερωτήσεις.
   Οπότε, έχοντας προσπεράσει το ζήτημα, κλείνω με το εξής: οποιοσδήποτε (χωρίς εξαιρέσεις αυτή τη φορά) ισχυρίζεται πως "οι γονείς και οι παππούδες μας" δεν έπαθαν τίποτα απ' τα δεινά των καιρών τους -μικρότερα ή μεγαλύτερα- προφανώς δεν τους ρώτησε, δεν μπήκε στον κόπο να μάθει ή δε νοιάστηκε. Πολλά έπαθαν κι ας μην το είπαν. Έζησαν σε εποχές με μεγάλες δυσκολίες και χωρίς ανέσεις. Όσο κι αν εξωραϊστούν εκείνες οι εποχές (επειδή επιλέγουν κάποιοι να θυμούνται μόνο τα καλά του χτες και μόνο τα στραβά του σήμερα), η εποχή μας έχει ξεπεράσει πολλά απ' τα προβλήματα τους. Ποιος όμως είναι ο καταλυτικός παράγοντας για αυτήν την κατακλυσμιαία αλλαγή; Η πρόοδος κι όχι η παράδοση. Πώς έρχεται η πρόοδος; Με εντατική έρευνα, επιστημονικά πορίσματα κι όχι με φευγαλέες κι εύκολες απαντήσεις από εύκολους ανθρώπους.

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

Θα έδινες το αυτοκίνητο (ή το κινητό/τάμπλετ) στο ανήλικο παιδί σου;

   Η ερώτηση του τίτλου είναι ρητορική. Προφανώς υπάρχουν γονείς που θεωρούν καλή ιδέα να βάλουν στη θέση του οδηγού το τετράχρονο παιδάκι τους, αποδεικνύοντας πως ούτε οι ίδιοι δεν κάνουν για οδηγοί. Έχουν πάρει τις έννοιες "κανόνες ασφαλείας", "προσεκτική οδήγηση" και "γονική συμπεριφορά" και τις έχουν πετάξει απ' το παράθυρο του 18ου ορόφου. Αυτή η συμπεριφορά παρ' όλ' αυτά είναι ξένη και φαίνεται γελοία σε οποιονδήποτε γονέα έχει τη στοιχειώδη λογική και αίσθηση κινδύνου. Τι κάνει τέτοιες συμπεριφορές απαράδεκτες; Προφανώς η ανωριμότητα του παιδιού να αναλάβει ευθύνες οδηγού, μιας και δεν έχει ούτε τη σωματική διάπλαση ούτε τις δεξιότητες ούτε την κριτική ικανότητα.
   Ας περάσουμε τώρα σ' ένα λιγότερο προφανές αλλά πολύ πιο συχνό παράδειγμα: θα έδινες το τάμπλετ σου στο ανήλικο (κάτω των 12 ετών) παιδί σου; Η ερώτηση εδώ δεν είναι ρητορική και οι απαντήσεις ποικίλλουν. "Όχι αν δεν ξέρω τι παίζει", "Ναι αλλά με όρους", "Ναι αλλά θα το προσέχω". Η αλήθεια είναι πως οι γονείς λίγο ή πολύ ξέρουν πως το τάμπλετ (ή οποιαδήποτε ηλεκτρονική συσκευή) δεν ενδείκνυται για ψυχαγωγία των παιδιών σε ευαίσθητες ηλικίες. Αν νοιάζονται για το παιδί τους μπορούν να καταλάβουν πως η παθητική δεκτικότητα πίσω από μια οθόνη δεν προσφέρει τίποτα ουσιαστικό σ' έναν βρεφικό ή νηπιακό εγκέφαλο αλλά αντίθετα προκαλεί σοβαρές βλάβες. Τότε γιατί το δίνουν;
   Διότι βολεύει. Το παιδί περνά πολλές ώρες ήσυχο μπροστά από μια οθόνη. Ο γονέας, που άνθρωπος είναι κι αυτός, δεν μπορεί να έχει πάντα την προσοχή του στο παιδί. Οι παλαιότεροι τα άφηναν αρκετά πιο ελεύθερα αλλά σήμερα οι κίνδυνοι (διερχόμενα αυτοκίνητα, απαγωγείς) κάνουν την ελευθερία σ' ένα αστικό περιβάλλον θανάσιμο κίνδυνο για ένα παιδί. Οπότε ο γονέας είτε θα έχει συνεχώς την προσοχή του στραμμένη στο παιδί, κάτι που είναι εξοντωτικό και δεν του δίνει καθόλου προσωπικό χρόνο, είτε θα τραβήξει την προσοχή του με κάτι. Τα ηλεκτρονικά παιχνίδια ανέκαθεν ήταν ελκυστικά, σε βαθμό που γίνονται εθιστικά. Οι ενδεικτικές απαντήσεις της παραπάνω παραγράφου δεν είναι και πολύ ρεαλιστικές, αν και φαίνονται: το παιδί ασχολείται με το τάμπλετ για ώρες, ώρες που ο γονέας δεν ασχολείται μαζί του. Είναι οι ώρες ησυχίας για τον γονέα, που ξέρει πού είναι και τι κάνει -ειρωνεία- το παιδί του. Οπότε σίγουρα δε θα έχει στραμμένη την προσοχή του εκεί. Έτσι χτίζεται με τον καιρό μια σχέση εμπιστοσύνης του παιδιού προς τη συσκευή.
   Ας δούμε λίγο τον απλό τρόπο σκέψης ενός μωρού ή νηπίου: "μου το έδωσε η μαμά μου, άρα είναι ασφαλές". Αυτή είναι η πιο περίπλοκη σκέψη για ένα παιδάκι μέχρι 5 ετών. Ίσως κάποια παιδάκια να αναπτύσσουν νωρίς την καχυποψία αλλά αυτό δεν είναι συνηθισμένο και ειδικά προς κάτι που τους δίνει η μητέρα τους. Οπότε ό,τι κι αν υπάρχει μέσα στο τάμπλετ θεωρείται ασφαλές απ' το παιδικό μυαλό. Θα έπρεπε; Φυσικά και όχι. Αλλά δεν μπορούμε να εξηγήσουμε περιπτώσεις και υποπεριπτώσεις σ' ένα νήπιο. Οι γονείς οφείλουν να γνωρίζουν τους κινδύνους και να δρουν αναλόγως. Οφείλουν να παραδεχτούν πως τα παιχνίδια και οι διαφημίσεις σ' ένα τάμπλετ έχουν φτιαχτεί από ανθρώπους πολύ πιο πονηρούς και πολύ πιο επαγγελματίες (σ' αυτόν τον τομέα) από τους ίδιους. Αφήνουν δηλαδή τα παιδιά τους να αντιμετωπίσουν μόνα τους κάθε επιτήδειο κατασκευαστή παιχνιδιών και διαφημίσεων που μπορεί να τύχει να περάσει απ' την οθόνη τους.
   Πρόσφατα βγήκε στις ειδήσεις η φριχτή είδηση πως μια γιαπωνέζικη κούκλα, ο Μόμο, εμφανίζεται στις οθόνες των τάμπλετ και τρομάζει με απάνθρωπο τρόπο τον χρήστη. Τον αναγκάζει να κάνει παράλογα πράγματα και τον τιμωρεί με τρομακτικές εικόνες αν δεν το κάνει. Λίγο παλιότερα είχε βγει το Blue Whale, που επίσης ανάγκαζε τα θύματά του να προβούν σε παρανοϊκές πράξεις. Θα αναρωτηθεί κανείς: "Τι τέρατα υπάρχουν στον κόσμο, που έβγαλαν τέτοια "παιχνίδια" για παιδιά;" Μα το θέμα δεν είναι πόσοι διεστραμμένοι υπάρχουν στον κόσμο ούτε θα κάτσουμε να τους μετρήσουμε! Το θέμα είναι να μην μπουν στο μυαλό των παιδιών. Απ' τη στιγμή που δίνει κανείς στο παιδί απ' την πιο τρυφερή ηλικία κάτι που έχει ίντερνετ και βασίζεται σε αλγορίθμους, είναι πιθανόν αργά ή γρήγορα να μπλέξει με κάτι άσχημο, ανεπιθύμητο ή ακόμα και τερατώδες. Ειδικά αν το έχει συνδέσει με ασφάλεια, μιας και του το έδωσαν οι γονείς του.
   Αυτά είναι τα πιο τρανταχτά παραδείγματα αλλά υπάρχουν κι άλλα, λιγότερο εμφανή. Έχουν γίνει επιστημονικές έρευνες για την επίδραση των συσκευών στην ψυχοσύνθεση και την εγκεφαλική λειτουργία των παιδιών αλλά δε ζητάω απ' τον γονέα να ψάχνει διατριβές επιστημόνων. Μονάχα να βασιστεί στη λογική του: εγώ ως ενήλικας βλέπω πόσο εθιστική είναι η χρήση τηλεφώνου και τάμπλετ πάνω σ' εμένα τον ίδιο. Το scrolling, η θέαση διαδοχικών βίντεο με προσφιλές περιεχόμενο και η αφιέρωση πολλών ωρών σε παιχνίδια είναι αποδεικτικά στοιχεία πως ακόμα κι ενήλικες πέφτουν θύματα του εθισμού τέτοιων έξυπνων συσκευών. Σκεφτείτε τώρα τι άμυνες έχει ένα νήπιο ή ένα βρέφος απέναντι σε τέτοιες συσκευές.
   Η πρώτη αντίδραση ενός γονέα όταν συνειδητοποιήσει τα παραπάνω είναι να αφορίσει, να καταραστεί και να πετάξει απ' το παράθυρο τέτοιες συσκευές. Αυτή όμως είναι η αρχή της τεχνοφοβίας, κάτι που επίσης βλάπτει. Δεν είναι λύση να διώξουμε την τεχνολογία σαν κάτι σατανικό μακριά απ' τα σπίτια μας. Το παιδί μεγαλώνοντας θα δει δίπλα του, στο θρανίο, στον προαύλιο του σχολείου ή στο πάρκο τέτοιες συσκευές. Η σωστή μέθοδος είναι η προετοιμασία για έναν τέτοιο κόσμο. Χωρίς τερατολογίες, χωρίς να του εμφυσηθεί κοσμικός τρόμος. Να του γίνουν συστάσεις να προσέχει, να ξέρει πώς λειτουργούν τέτοιες συσκευές και να μπορεί να νιώσει πως πίσω από κάθε οθόνη κρύβονται χιλιάδες επαγγελματίες του μάρκετινγκ που κάνουν παρέλαση μπροστά στα μάτια του. Αυτά χρειάζονται τον ανάλογο βαθμό ωριμότητας. 
   Οπότε ας επιστρέψουμε στην αρχή του άρθρου. Όπως οποιοσδήποτε γονέας δε θα έδινε το αυτοκίνητο στο παιδί του πριν εκείνο να είναι ώριμο κι έτοιμο για τις ευθύνες της οδήγησης, έτσι δεν πρέπει να του δίνει το τάμπλετ πριν αποκτήσει κριτική ικανότητα. Υπάρχουν απαγορευμένες ηλικίες για καθετί και κίνδυνοι που δε θα αντιμετωπίσει το παιδί μαζί με τους γονείς του αλλά μόνο του. Το ότι βολεύει κάτι τον γονέα δεν είναι δικαιολογία για να εκθέσει το παιδί σε κάτιεπικίνδυνο για την υγεία του.

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

Η Πορεία προς την Ποίηση

   Πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων (και μη) νιώθουν την ανάγκη να ασχοληθούν, ερασιτεχνικά ή και με την ελπίδα της ανάδειξης σε επαγγελματίες, με την ποίηση. Λίγο-πολύ όλοι μας έχουμε μια μικρή επαφή με το τι είναι ποίηση απ' τα παιδικά μας χρόνια. Έχουμε διαβάσει ή ακούσει μικρά, απλά κι ευανάγνωστα ποιηματάκια με χαριτωμένο νόημα και ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.
   Η εικόνα αυτή της ποίησης δεν αλλάζει στο μυαλό των περισσοτέρων καθώς τα χρόνια περνούν. Οπότε όταν ξεκινάνε να δημιουργούν, να δοκιμάζουν τον εαυτό τους γράφοντας ποίηση, ασχολούνται κυρίως με τη μορφή. Δειλά στην αρχή, με περιέργεια στη συνέχεια και με αυτοπεποίθηση ακόμα πιο μετά ανακαλύπτουν τα όρια του εαυτού τους σε έμμετρο στίχο, με αυστηρή δομή και ομοιοκαταληξία. Είναι μια πρωτόγνωρη χαρά η στιχουργική: ο επίδοξος ποιητής εκπλήσσεται ευχάριστα καθώς βλέπει πως καταφέρνει μια χαρά να φτιάχνει ρίμες και διασκεδάζει με τις προσπάθειες και τα δημιουργήματά του. Πριν το καταλάβει, μπορεί να έχει γράψει καμιά εικοσαριά τέτοια και να νιώθει φοβερός ποιητής. Τα αγαπάει τα γραπτά του και κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει γι' αυτό: αυτό δε σημαίνει πως το να σκαρφίζεται κανείς ρίμες είναι σοβαρή ποίηση.
   Πολλές φορές γίνεται αντιληπτή -ή ήταν απ' την αρχή- μια άλλη όψη της ποίησης: στιχουργήματα άναρχα, παράξενα, αλλόκοτα κι ανορθόδοξα. Λέξεις άσχετες μεταξύ τους που πάνε τον συνειρμό σε άλλο επίπεδο. Αλόγιστα ίσως μα ωραία (συνήθως) τοποθετημένες λέξεις η μία δίπλα στην άλλη. Χωρίς κάποιο βαθύ νόημα ή με κάποιο τρομερά βαθύ νόημα που δε γίνεται κατανοητό από κανέναν άλλον παρά από τον/την δημιουργό. Όταν ο νέος ποιητής εισέλθει στο επίπεδο αυτό, μαγεύεται από τις περίτεχνα δομημένες λέξεις κι από την εξαίσια ακουστική τους. Θέλει κι ο ίδιος να εισέλθει σ' αυτόν τον χορό ομορφιάς, χωρίς να νοιάζεται αν στερείται νοήματος -εξάλλου αφού ο ίδιος δεν καταλαβαίνει τα νόηματα των άλλων ποιημάτων, γράφει κι ο ίδιος ανάλογα. Τι εξυπηρετεί όμως αυτού του είδους η ποιητική; Μάλλον τίποτα, αφού ένα τέτοιου είδους "ποίημα" έχει αξία, ας πούμε, μόνο απ' την πένα κάποιου ήδη γνωστού προσώπου: το δικό του θα είναι ένα "εκκεντρικό ποίημα, με βαθύ νόημα", ενώ το ίδιο συνονθύλευμα λέξεων γραμμένο απ' τον νέο και άσημο ποιητή θα είναι αδιάφορο και ανούσιο. Ακόμα και στην ποίηση, πολλά είναι θέμα μάρκετινγκ.
   Ένας ποιητής όμως ή μία ποιήτρια που ασχολείται πραγματικά διαφέρει απ' αυτούς που θέλουν απλά να δείξουν πως είναι ποιητές. Αρχίζει σταδιακά να καταλαβαίνει πως η ποίηση ελάχιστα έχει να κάνει με τη μορφή του ποιήματος αλλά εξαρτάται άμεσα απ' το νόημά του. Όσο πιο πολύ εμμένει και περιφέρεται γύρω από μια σοβαρή, κεντρική ιδέα το ποίημα, τόσο λιγότερο κινδυνεύει να γίνει μια απλή αλληλουχία λέξεων. Έπειτα, αρχίζει να καταλαβαίνει πως η ποίηση δε θέλει ποσότητα: δεν είναι η οποιαδήποτε καθημερινή του ιδέα άξια για να γραφτεί. Δεν αξίζει να θεωρεί ποίημα ένα στιχούργημα που σκέφτηκε με βάση μια χτυπητή ομοιοκαταληξία. Η πραγματική ποίηση θέλει τον χρόνο της, τη σπανιότητά της και, κυρίως, τον σκοπό της.
   Οπότε αν ο ποιητής -που έχει πάψει να είναι νέος κι ενθουσιώδης, γράφοντας για ό,τι του έρθει στο κεφάλι- νιώθει πια μια στο τόσο πως έχει ανάγκη να γράψει για κάτι, πως οφείλει να εκφράσει μια συγκεκριμένη ιδέα του μέσω της ποίησης, τότε ας γράψει. Σε έμμετρο ή ελεύθερο στίχο. Με αυστηρή δομή ή χωρίς. Με παράξενο και περίτεχνο λεξιλόγιο ή με απλούστερο και πιο κατανοητό.  Εκείνο το ποίημα, η μία ιδέα που -κατά τη γνώμη του - αξίζει να γραφτεί είναι απείρως πολυτιμότερη από τα υπόλοιπα προσχέδια, γυμνάσματα και σκαριφήματα. Είναι μέρος της "δουλειάς" του ποιητή αυτό το αισθητήριο που έχει για το "καλό" ποίημα που ετοιμάζεται να γεννηθεί.
   Βέβαια, για να μη γίνω άδικος, ο καθένας έχει δικαίωμα να γράψει όσα πρόχειρα, προσχέδια και γυμνάσματα θέλει. Μπορεί ακόμα και να το κάνει καθημερινά, αν αυτό τον καλύπτει και θεωρεί πως έτσι βελτιώνεται. Είναι όμως απαραίτητο να γνωρίζει πως αυτά ελάχιστη σχέση έχουν με την ποίηση, η οποία έχει καρδιά: δεν είναι απλώς μέσον διασκέδασης, αλλά το θέμα της εκπορεύεται από πραγματικό συναίσθημα, αληθινή ανάγκη γραφής και νόημα. Χωρίς αυτά, ποιητές θα υπήρχαν πολλοί.
   Καταληκτικά, η ποίηση είναι κάτι που πρέπει να γράφεται σπάνια για συναισθήματα και καταστάσεις ειδικές και εξεζητημένες. Επίσης, το ότι κατάφερα εγώ ή κάποιος άλλος να γράψω κάποια όμορφα ποιήματα δε σημαίνει πως καθετί που γράφω από κει και πέρα είναι χρυσός. Σ' εκείνο το σημείο η ποίηση γίνεται, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, θέμα μάρκετινγκ: αντί να ελέγξει κανείς το περιεχόμενο, ελέγχει τον γράφοντα. Αν είναι άσημος, το καλύτερο ποίημα περνά αδιάφορο. Αν είναι διάσημος, το πιο ανάξιο στιχούργημα υμνείται σαν αριστούργημα.
   Γι' αυτό ευθύνεται η υποκειμενικότητα της ποίησης και της τέχνης γενικότερα. Τα κριτήρια της καλής ποίησης είναι ασαφή, υποκειμενικά και ρευστά. Αυτό που για έναν κριτικό ποίησης ή διάσημο ποιητή είναι ορόσημο στη λογοτεχνία, για κάποιον άλλον ίσως περνάει αδιάφορο. Κατά τη γνώμη μου, αξίζει να γράφει κανείς ακόμα και μόνο για τον εαυτό του. Η ικανοποίηση που του δίνει αυτή η δημιουργία είναι λόγος αρκετός. Δε χρειάζεται απαραίτητα να γράφει υψηλή ποίηση. Βέβαια αν υπάρχει κάποιο περαιτέρω νόημα στα γραψίματα αυτά, θα γίνει αντιληπτό από εξασκημένους αναγνώστες. 

Ποίηση, ποιητική συλλογή, βιβλίο, τέχνη, λογοτεχνία

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018

Φωτογραφίες Ευτυχισμένων Ανθρώπων

   Ο σημερινός άνθρωπος βρίσκεται καθημερινά σ' ένα μεγάλο δίλημμα: τι αξίζει τελικά; Να είσαι ευτυχισμένος ή να δείχνεις ότι είσαι ευτυχισμένος; Μιας και το πρώτο είναι εκ προοιμίου δύσκολο ενώ το δεύτερο πολύ ευκολότερο, πολλάκις μένουμε στο δεύτερο και, κατά κάποιον τρόπο, αυτό φέρνει μια προσωρινή ευτυχία. Μια ευτυχία που λειτουργεί σαν ναρκωτικό: έρχεται για λίγο με ορμή και χάνεται στη στροφή σχεδόν αμέσως. Παρ' όλα αυτά, συνεχίζουμε να προσπαθούμε να δείχνουμε ευτυχισμένοι στους άλλους, χωρίς να καταβάλλουμε προσπάθειες να μάθουμε τι θα έκανε εμάς ευτυχισμένους. Αποφεύγουμε τον διάλογο με τον εαυτό μας, προσπαθώντας παράλληλα να κάνουμε διάλογο με τους άλλους μέσω της εικόνας.
   Ζούμε στην εποχή της εικόνας. Σ' αυτή την εποχή είναι πολύ εύκολο να παραστρατίσει κάποιος απ' το πραγματικό νόημα της ευτυχίας και είναι εξαιρετικά εύκολο να πέσει στην παγίδα του να προσπαθεί να δείχνει ευτυχισμένος. Φωτογραφίες υπάρχουν παντού: είναι απλούστατο να τις τραβήξεις και υπάρχουν πολλά μέρη πρόσφορα για να τις δημοσιεύσεις. Ένας ψαγμένος τύπος, δηλαδή κάποιος που έχει σκεφτεί πέντε πράγματα για τη ζωή κι έχει καταλήξει στο τι αξίζει και τι όχι, μπορεί να καταλάβει ποιες φωτογραφίες ψάχνουν απεγνωσμένα για προσοχή, ποια άτομα μέσα σ' αυτές αγωνιούν να νιώσουν μια προσωρινή ευτυχία πείθοντας τους άλλους πως είναι ευτυχισμένοι.
   Ένας διαχρονικός τρόπος είναι το τσιγάρο και το αλκοόλ. Δείχνουν επανάσταση, δείχνουν ενηλικίωση, δείχνουν τύπο και χαρακτήρα. Δείχνουν πολλά χωρίς να είναι τίποτα. Δε με κάνει ανώτερο το να πάρω ένα πακέτο τσιγάρα ούτε το να πιω ένα ποτό: αυτό μπορεί να το κάνει ο καθένας ακόμα και χωρίς να ξοδέψει πολλά. Όταν όμως δεν ξέρω κάποιον άλλον τρόπο για να ευτυχήσω, πολύ πιθανόν να τρέξω αμέσως στην εύκολη, δοκιμασμένη απάντηση. Τι είναι ευτυχία; Το αλκοόλ, διότι προκαλεί μέθη. Ή ακόμα καλύτερα, το να δείχνω ότι πίνω αλκοόλ για να πιστεύουν οι υπόλοιποι πως περνάω καλά και, συνεπώς, πως είμαι ευτυχισμένος.
   Το πραγματικό πρόβλημα με αυτούς τους πρόσκαιρους τρόπους προσωρινής απόκτησης της ευτυχίας είναι αυτό το παραστράτημα απ' το κυνήγι της πραγματικής ευτυχίας. Όσο μας δίνεται μια στραβή αλλά εύκολη λύση, αρνούμαστε να ψάξουμε τη δύσκολη. Αν αυτό δεν ήταν κανόνας, τότε δε θα είχε γεμίσει ο κόσμος με ανθρώπους που ικανοποιούνται απ' την ευτελή απόπειρα της στημένης φωτογραφίας. Πώς καταλαβαίνουμε όμως την πραγματική ευτυχία;
   Η ευτυχία υπάρχει εκεί που δεν υπάρχει η ανάγκη για απόδειξη. Όταν κάποιος θέλει να βγαίνει -και να δημοσιεύει σε φρενήρη ρυθμό- φωτογραφίες που βρίσκεται π.χ. με πολύ κόσμο, πιθανότητα νιώθει μοναξιά. Αντίθετα, εκείνος που δεν έχει την ανάγκη να δημοσιεύει συνεχώς φωτογραφίες, πολύ πιθανόν να είναι εγγύτερα στο νόημα της ευτυχίας. Ίσως να μην την κατέκτησε ακόμα, όμως προσπαθεί να τα βρει με τον εαυτό του αντί να προβάλλεται στους άλλους. Είναι ένα βήμα μπροστά.
   Υπάρχει -κυρίως στις ταινίες αλλά όχι μόνο- ένα στερεότυπο ευτυχισμένου ανθρώπου. Ο μεσήλικας ή υπερήλικας που έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι και δεν έχει ανάγκη από πολλά. Τον βλέπουμε συνήθως στην αυλή του σπιτιού του να ασχολείται με απλές, καθημερινές εργασίες. Αν προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε σ' εκείνον τη μαγεία της σέλφι, δε θα την καταλάβει. Δεν έχει ανάγκη να την καταλάβει. Εκείνος που ζει μια χαρά χωρίς ναρκωτικά δε θα τα πάρει ακόμα κι αν του τα προσφέρουν. Έχοντας κατακτήσει την κατάσταση της ευτυχίας, δεν ψάχνει την έντασή της, την ευτυχία με διακυμάνσεις.
   Ζούμε στην εποχή της εικόνας. Όλα φαίνονται, όλα αποκωδικοποιούνται. Σ' αυτήν την εποχή, στην οποία έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε παρελάσεις "ευτυχισμένων" ανθρώπων να περνούν μπροστά μας, οι φωτογραφίες πραγματικά ευτυχισμένων ανθρώπων ξεχωρίζουν. Για να φτάσουμε εκεί, αξίζει να ασχοληθούμε με τον εαυτό μας. Να κάνουμε ένα διάλειμμα απ' τους γρήγορους ρυθμούς ζωής και να τον ρωτήσουμε τι θέλει. Ίσως βρούμε την απάντηση. Ίσως όχι ακόμα.
   Στον Μπρους Λι αποδίδεται ένα πολύ όμορφο ρητό: "Η ήττα είναι μια κατάσταση του μυαλού. Κανείς δεν έχει ηττηθεί μέχρι η ήττα να έχει γίνει αποδεκτή ως πραγματικότητα...". Αν γίνει πραγματικότητα η ήττα στο αρχικό δίλημμα, αν δηλαδή κάποιος καταθέσει τα όπλα στο λεγόμενο κυνήγι της ευτυχίας, τότε θα καταντήσει να ζει μέσα από απεγνωσμένα στημένες φωτογραφίες, δικές του και των άλλων. Αν αυτή η κατάσταση του μυαλού δε τον πτοεί όμως, τότε έχει ακόμα την επιλογή να κυνηγήσει τα όνειρά του. Κι αυτό είναι ένα κυνήγι που αξίζει, όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018

Κώστας Μυλώσης και Δυτικές Συνοικίες

   Το παρόν "άρθρο" είναι μία συνέντευξη με τον τραγουδιστή και μουσικό Κώστα Μυλώση. Με αφορμή την πρώτη αυτή μας συνεργασία στο τραγούδι "Οι Σειρήνες", του οποίου είμαι στιχουργός, αποφασίσαμε να κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν και να εξερευνήσουμε ταυτόχρονα τον τωρινό μουσικό κόσμο του Κώστα και τα μελλοντικά του πλάνα.
                                                                                                            Βαγγέλης Ιωσηφίδης

Κώστας Μυλώσης, ο άνθρωπος που έγινε γνωστός με το συγκρότημα "Δυτικές Συνοικίες". Πες μας λίγο για την πορεία του συγκροτήματος.
Τις "Δυτικές Συνοικίες" τις δημιουργήσαμε το 1996 μαζί με τον Βασίλη τον Μαντζουράνη και τον Κώστα Αράπη. Το συγκρότημα έκανε μια υπέροχη πορεία, μια ονειρική για εμάς διαδρομή.

Δεν το περιμένατε δηλαδή...
Σίγουρα όχι. Σκοπός μας ήταν να κάνουμε έναν δίσκο κάποτε (γελάει), ήταν το μεγάλο μας όνειρο, ο μεγάλος μας στόχος. Τελικά ο δίσκος ήρθε, έγινε και χρυσός, πήρε βραβεία. Το συγκρότημα μέσα από το τραγούδι "Καλοκαιρινά Ραντεβού" γνώρισε μεγάλη απήχηση -σε Ελλάδα κι όχι μόνο- και τελικά βγάλαμε 4 άλμπουμ: το τελευταίο -διπλό- ήταν ζωντανή ηχογράφηση και το συγκρότημα σταμάτησε το 2009. Κάναμε την τελευταία συναυλία στη Μενεμένη, απ' όπου ξεκινήσαμε στην ουσία.

Γίνατε γνωστοί με κάποια τραγούδια που άφησαν εποχή. Υπάρχουν κάποια άλλα τραγούδια, ίσως λιγότερο γνωστά, που σ' εσένα προσωπικά αρέσουν περισσότερο ή τα έχεις διαλέξει;
Ανάλογα με την εποχή και τη χρονική περίοδο αλλάζει αυτό. Αλλάζουν και τα συναισθήματα, ό,τι νιώθουμε για κάθε τραγούδι, ακόμα κι από μέρα σε μέρα. Οπότε σε κάποια τραγούδια από το πρώτο CD κυρίως, όπου κάποια στιγμή με εξέφραζε ένα περισσότερο, κάποια άλλη ήταν άλλο τραγούδι που με άγγιζε: υπήρχαν εναλλαγές. Λίγο ή πολύ, όλα τα τραγούδια με επηρέασαν και όλα ήταν "το αγαπημένο μου τραγούδι" για κάποια χρονική περίοδο.

Δε θέλεις να αδικήσεις κανένα...
Δεν είναι θέμα αν θα αδικήσω κάποιο. Για να γράψεις και να ερμηνεύσεις κάποια τραγούδια, κάποια χρονική περίοδο σε εκφράζουν και σε γεμίζουν συναισθηματικά. Σίγουρα συγκεκριμένα τραγούδια για περισσότερο διάστημα. Ένα απ' αυτά, αν ήθελα να ξεχωρίσω, θα ήταν το "Θα Βάλω τα Δυνατά μου", που ήταν απ' τον πρώτο δίσκο, στο οποίο έγραψα και στίχο και μουσική μαζί με τον Βασίλη Μαντζουράνη. Επίσης, ένα άλλο, πολύ ιδιαίτερο τραγούδι -απ' τον δεύτερο δίσκο μας- ήταν το "Ψάχνω ένα Καλύτερο Λάθος", που δεν ακούστηκε σχεδόν καθόλου: το έγραψε ο Βασίλης Μαντζουράνης και είναι ένα εκπληκτικό τραγούδι. Η "Χαμένη Αγάπη" είναι ένα απ' τα αγαπημένα μου. Και φυσικά η διασκευή που είχαμε κάνει, το "Κάνω μια Ευχή", ένα τραγούδι που είχαμε πάρει απ' τους "Εξόριστους" με την άδεια του συνθέτη Δημήτρη Κατή και της στιχουργού Τζένης Στράλλα-Γεωργακάκου.

Πέρα από εσένα, ποια άλλα ήταν τα βασικά μέλη, που ήταν σε όλη την πορεία του συγκροτήματος;
Σε όλη την πορεία ήμασταν εγώ κι ο Βασίλης ο Μαντζουράνης. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι όσα παιδιά περάσανε δεν προσφέρανε: πρόσφεραν τα μέγιστα. Όλα τα παιδιά που περάσανε, είτε έμειναν για μία μόνο συναυλία είτε συμμετείχαν σε δίσκους και συναυλίες και μετά ή πριν τη δισκογραφία, όλοι πρόσφεραν το καλύτερο που μπορούσαν. Από εκεί και πέρα, οι συγκυρίες πολλές φορές το έφεραν να μη συνεχίσουν είτε να χρειαστεί να αλλάξουμε εμείς κάποιο μέλος. Εν τέλει, πήραμε τον καλύτερο εαυτό απ' τον καθένα τους και είμαστε τυχεροί γι' αυτό.

Το 2009 όμως σταματήσανε οι "Δυτικές Συνοικίες". Μπορείς να μου κάνεις μια απλή αναφορά για το ποια είναι η μουσική πορεία σου από εκεί και πέρα;
Βεβαίως. 2010 βγάζω το πρώτο προσωπικό μου CD single, ο "Καλλιτέχνης του Δρόμου", που έχει μέσα το ομώνυμο τραγούδι, σε στίχους του Άκη Βαλογιάννη και μουσική δική μου, το "Πες πόσα Θες", σε στίχους και μουσική του Σταύρου Παπαδόπουλου, στο οποίο είχε συμμετάσχει φωνητικά ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου (χαμογελάει). Επίσης, το "Πόσο Πολύ Σ' Αγαπάω", πάλι δημιουργός ο Σταύρος Παπαδόπουλος και το "Απόψε Θέλω να σε Δω", με τον ίδιο δημιουργό.
Αργότερα έρχεται ένα ντουέτο με τον Δημήτρη Γκουλούση, το "Στοιχειωμένο Σπίτι". Παράλληλα βγαίνει και το "Φύγαν τα Χρόνια", πάλι σε στίχους και μουσική του Σταύρου Παπαδόπουλου.
Μετά έρχεται το "Μια Καρδιά Σάπιο Καράβι", σε μουσική του Δημήτρη Γκουλούση και στίχους της Αθηνάς Χατζησυμεωνίδου.
Ύστερα έρχεται το "Να Πέφτω Μόνος", σε στίχους του Ζάχου Κανταδόρου και μουσική του Άκη Καντέρη.
Ακολουθεί το "Μη με μισείς" σε στίχους/μουσική του Θοδωρή Παρασκευόπουλου και τώρα ετοιμάζουμε μαζί με τον Βαγγέλη Ιωσηφίδη το τραγούδι "Οι Σειρήνες", τους στίχους του οποίου έχει γράψει εκείνος: ένα ποίημα είναι στην ουσία, του οποίου τη μουσική έχω γράψει εγώ. Τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτώβρη του 2018 ελπίζουμε ότι θα ολοκληρωθούν τα γυρίσματα του βίντεο κλιπ και θα κυκλοφορήσει ολοκληρωμένο κι αυτό μέσα από την Final Touch, τη δισκογραφική εταιρεία που συνεργάζομαι τον τελευταίο καιρό.

Έχουμε ακούσει πως έχεις βάλει και τον πατέρα σου στο τρυπάκι της μουσικής...
 Όταν ο πατέρας μου έγινε 70 χρονών, για να γιορτάσουμε τη 7η δεκαετία της ζωής του, ο αδερφός μου έδωσε μια ιδέα: ο πατέρας μου πάντα τραγουδούσε μόνος του -και μάλλον από αυτόν πήρα το μικρόβιο- (έντονα γέλια), οπότε ο αδερφός μου πρότεινε να του γράψω ένα κομμάτι, να έχει το δικό του προσωπικό τραγούδι. Να του το κάνουμε δώρο και να πάμε να το ηχογραφήσουμε. Είπα ότι είναι εξαιρετική ιδέα. Δε μου βγαίνει εμένα κάτι σε τραγούδι, αλλά απευθύνομαι στη φίλη μου την Αθηνά Χατζησυμεωνίδου και στον Δημήτρη Γκουλούση, που συνεργαζόμασταν τότε (είχαν έρθει να μου δειγματίσουν το "Μια Καρδιά Σάπιο Καράβι") και τους ζήτησα ένα ακόμα τραγούδι, για τον πατέρα μου αυτήν τη φορά -τους εξήγησα την περίσταση- και μου απάντησαν πως έχουν ένα τραγούδι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του πατέρα μου. Ήταν το "Θεωρίες κι Υποθέσεις". Το κάναμε και βίντεο κλιπ και ήταν το πρώτο τραγούδι του πατέρα μου. Του άρεσε.
Μετά, στα επόμενα γενέθλια του πατέρα μου, πάλι σκεφτόμασταν τι δώρο να του κάνουμε. Κόντευαν οι μέρες... Εδώ να πω πως ο πατέρας μου έχει ένα σλόγκαν: μια ζωή, όποτε τον ρωτάνε "Τι κάνεις;" απαντάει "Μια ζωή σαν Όνειρο" (γελάει). Αυτό το σλόγκαν το χρησιμοποιεί πολύ, από τότε που τον θυμάμαι. Έχει και φίλους στους οποίους το έχει μεταδώσει, οπότε μια μέρα που είμαστε με τον αδερφό μου στο αμάξι μας βλέπει ένας απ' τους φίλους του (ο Σταύρος) και μας φωνάζει: "Μια Ζωή σαν Όνειρο!". Λέω "αυτό είναι, να ο τίτλος του τραγουδιού!". Παίρνω πάλι τηλέφωνο την Αθηνά τη Χατζησυμεωνίδου, η οποία μαζί με τον πατέρα μου γράφει τους στίχους του τραγουδιού αυτού. Το μελοποιεί πάλι ο Δημήτρης ο Γκουλούσης.
Το τρίτο τραγούδι γίνεται φέτος. Τους στίχους έχει γράψει εξ ολοκλήρου ο πατέρας μου, Αρταξέρξης Μυλώσης, τη μουσική την έγραψε ο Άκης ο Καντέρης, σε συνεργασία μαζί μου, και το τραγούδι λέγεται "Αγάπη Δυνατή" (για τη Σοφία μου). Το αφιερώνει στη γυναίκα της ζωής του, τη μητέρα μου, η οποία πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας πάνω από 30 χρόνια και ο πατέρας μου είναι δίπλα της από την πρώτη στιγμή, αγόγγυστα και χωρίς παράπονο. Στηρίζει την οικογένειά του όσο μπορεί από τότε που συνέβη αυτό.

Οπότε το τραγούδι αφήνει ένα ισχυρό μήνυμα;
Ακριβώς! Το τραγούδι δεν αναφέρεται μόνο σε μια οικογένεια, της οποίας ένα μέλος πάσχει από μία ανίατη ασθένεια, αλλά αφήνει πολλά αισιόδοξα μηνύματα: πως όταν η οικογένεια είναι ενωμένη και υπάρχει μεγάλη αγάπη, όλα μπορούν να ξεπεραστούν ή να είναι οι καταστάσεις λιγότερο δύσκολες. Αυτό θέλουμε να περάσουμε ως μήνυμα και είναι μία απ' τις επιθυμίες του πατέρα μου, να εμπνεύσει όσο το δυνατόν περισσότερο απ' τη δικιά του προσωπική εμπειρία κι άλλους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα οικογενειακά, να τους δώσει δύναμη. Μπορεί να μην ξεπερνιέται η ίδια η αρρώστια αλλά βελτιώνεται πολύ η ποιότητα ζωής και η ψυχολογία: όλα είναι συναίσθημα. Όταν αυτά τα δύο είναι σε καλό επίπεδο, αποκτάει άλλο νόημα η ζωή. Εξάλλου μπορεί να είμαστε υγιέστατοι και να μας πιάνει κατάθλιψη για πολύ πιο ασήμαντα ζητήματα. Με την υποστήριξη της ελληνικής εταιρείας σκλήρυνσης κατά πλάκας ετοιμάζουμε το τραγούδι αυτό για να προσπαθήσουμε να περάσουμε τέτοια αισιόδοξα μηνύματα.