Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Δαμόκλειος Σπάθη

   Η φράση προέρχεται από ένα κείμενο του Κικέρωνα, όπου αναφέρεται η ιστορία του Δαμοκλή. Ο Δαμοκλής λοιπόν ήταν ένας αυλικός στο παλάτι του τυράννου των Συρακουσών της Σικελίας Διονυσίου του Πρεσβύτερου. Μαζί με πολλούς ακόμα αυλικούς του ο Δαμοκλής, κόλακας και φθονών τα μεγάλα πλούτη και τη δόξα του τυράννου, ζήλευε και επιθυμούσε την ανώτατη θέση και το θρόνο του.
   Στην ιστορία αναφέρεται μια σπάνια και πανέξυπνη κίνηση, που δείχνει την σοφία του Διονυσίου: επέτρεψε στον Δαμοκλή να πάρει τη θέση του για μία μόνο μέρα. Αυτό περιελάμβανε κάθε αγαθό του βασιλικού αξιώματος, φαγητά, διαταγές, περιποιήσεις κτλ. Ο Δαμοκλής, περιχαρής μέσα στην άγνοιά του, δέχτηκε. Καθώς απολάμβανε λοιπόν την ξεχωριστή μέρα με όποιο τρόπο μπορούσε, παρατήρησε στη μεγάλη τραπεζαρία ένα σπαθί, το οποίο κρεμόταν από πάνω του. Το όπλο κρατιόταν μόνο από τρίχες αλόγου και η σταθερότητά του ήταν επίφοβη. Απορημένος ρώτησε τον Διονύσιο περί αυτού. Και ο τύραννος του απάντησε πως αυτό το σπαθί το τοποθέτησε ο ίδιος εκεί και ήταν αυτό που του θύμιζε καθημερινά την υπευθυνότητα και τους κινδύνους της θέσης του. Ένας τύραννος δηλαδή, καθώς κατέχει την ανώτατη θέση, έχει την ανώτατη ευθύνη απέναντι στο λαό του και πρέπει να παίρνει τις αποφάσεις του αφού τις ζυγίσει σωστά, μιας και η παραμικρή απροσεξία μπορεί να του στοιχίσει πολλά. Ο Δαμοκλής, αφού αντιλήφθηκε την αλήθεια αυτής της δήλωσης, κατάλαβε το πόσο κοντόφθαλμος  ήταν. Επέστρεψε λοιπόν στην προηγούμενή του κατάσταση χωρίς πια να επιθυμεί αυτό που δε μπορούσε να ελέγξει.
   Η ιστορία αυτή είναι σχετικά απλή, με ένα προφανές για πολλούς ηθικό δίδαγμα. Παρόλα αυτά, μπορεί να μεταφραστεί με διάφορους τρόπους. Στον επαγγελματικό τομέα, ακούω συνεχώς παράπονα για όσους κατέχουν θέσεις γραφείων, θέσεις όπου δεν υπάρχει ιδιαίτερη σωματική κόπωση ή υπεύθυνες θέσεις με πολύ προσωπικό. Η αλήθεια είναι πως η πλειονότητα όσων κάνουν παράπονα είναι άτομα σε απλά και κατώτερα πόστα, οι οποίοι απλά επιθυμούν αυτό που δεν μπορούν να έχουν. Ποιος όμως από αυτούς θα μπορούσε να έχει αυτή την υπεύθυνη θέση; Ποιος κατανοεί το άγχος και την αέναη κόπωση του ανθρώπου ο οποίος έχει την έγνοια άλλων; Ποιος συνειδητοποιεί τη Δαμόκλειο Σπάθη της πνευματικής εργασίας;
   Η Δαμόκλειος σπάθη των πλουσίων, κατά τη γνώμη μου, είναι διττή: για όσους έβγαλαν με κόπους ζωής την διόλου ευκαταφρόνητη περιουσία τους, είναι το σαράκι του να ζεις για να μεγεθύνεις τον πλούτο, καθώς και το άγχος της ασφάλειάς του από καταστροφές, επιτήδειους που τον εποφθαλμιούν, επίδοξους κληρονόμους, για να μην προσθέσω και τον κίνδυνο της ίδιας της ζωής του κατέχοντα. Για όσους πάλι απέκτησαν ξαφνικά μια μεγάλη περιουσία, η Σπάθη είναι θαρρώ η άγνοια της αξίας του ποσού, καθώς ποτέ τους δεν έμαθαν (και πιθανότατα δε θα μάθουν) τις δυσκολίες της  πραγματικής ζωής και το τι σημαίνει πραγματικά να κατέχεις αυτό που ο άλλος στερείται. Αυτό συχνά οδηγεί νεόπλουτους ή κληρονόμους μεγάλων περιουσιών σε αυτοκαταστροφικές λύσεις...
   Έπειτα, η Δαμόκλειος Σπάθη μπορεί να ερμηνευτεί και σε πιο απλά παραδείγματα: αυτός που ζει μόνος φθονεί αυτούς που έχουν σύντροφο, αγνοώντας την αξία της ελευθερίας του, αυτός που έχει κοφτερή σκέψη ζηλεύει τον μακάριο πτωχό τω πνεύματι, ενώ κατά βάθος ξέρει πως δε θα μπορούσε να ζει έτσι, ο σκληρά εργαζόμενος ζηλεύει τον συνταξιούχο αλλά μόλις ο ίδιος βγει στη σύνταξη, παθαίνει κατάθλιψη από την απραγία...
   Εν κατακλείδι, κάθε περίπτωση είναι ένα δίκοπο μαχαίρι. Ή, ακόμα καλύτερα, η ζωή είναι ένα νόμισμα με δύο όψεις. Τη ζεις συνήθως μονόπλευρα, μέχρι να αποκτήσεις τη σοφία και την εμπειρία αμφοτέρων των πλευρών. Έτσι, καθώς γυρνάς το νόμισμα από την άλλη μεριά, βλέπεις την προλίγο αόρατη Δαμόκλειο Σπάθη να κρέμεται απειλητικά από πάνω σου...



Συρακούσες, Διονύσιος, Κικέρων, Δαμοκλής, σπαθί κρέμεται

          

Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Απελευθερώνοντας Τα Ένστικτα

   "Όποτε κάνεις κάτι επειδή πρέπει, θα αποτύχεις". Τι εννοεί η φράση αυτή; Ίσως εννοεί πως το "πρέπει" δεν είναι κάτι που απορρέει από μέσα μας αλλά κάτι που επιβάλλεται από εξωτερικούς παράγοντες. Όμως το "πρέπει", καθώς και κάθε άλλο απρόσωπο ρήμα τέτοιου τύπου, όπως "απαγορεύεται", "δεν κάνει", "επιτρέπεται/δεν επιτρέπεται", αφήνει ένα ερώτημα: ποιος κρύβεται από πίσω; Ποιος απαγορεύει ή επιτρέπει; Η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, είναι πως η κοινωνία είναι το υπονοούμενο υποκείμενο. Η ηθική (δηλαδή το τι θεωρείται σωστό), η παράδοση (τι μας έχει περάσει από τις προηγούμενες γενιές ως πρέπον) και ο νόμος (η επίσημη καταγραφή του τι επιτρέπεται και τι όχι, την οποία ακολουθούμε τυφλά).
   Ας τα πάρουμε με τη σειρά: ηθική. Η ιδέα της κοινωνίας, της κοινής γνώμης αν θέλετε, για το τι είναι καλό. Πόσο μας επηρεάζει και πόσο μας αντιπροσωπεύει; Μας επηρεάζει άμεσα, πιστεύω, διότι κάθε μας κίνηση, ιδιωτική και δημόσια (κυρίως δημόσια) φιλτράρεται και κρίνεται από άπειρους κριτές: ο τρόπος που θα ντυθούμε, που θα επικοινωνήσουμε, που θα στεκόμαστε, τα άτομα στα οποία θα μιλήσουμε, ή γενικώς κάθε πτυχή της "δημόσιας εικόνας" μας. Τα αρνητικά είναι δύο: πρώτον, ο άνθρωπος είναι ατελής. Καμία άποψή του καθενός από μας δεν είναι απόλυτα σωστή ή αλάνθαστη αλλά καθορίζεται από τα διδάγματα της οικογένειας, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τις προκαταλήψεις και τις φοβίες μας. Δεύτερον, ακόμη κι αν υποθέσουμε πως οι απόψεις κάποιου είναι σωστές, η κοινωνία είναι το σύνολο όλων αυτών των διαφορετικών απόψεων. Η ηθική δηλαδή συνολικά διαμορφώνεται από όλες αυτές τις ετερόκλητες "φωνές" και είναι ασταθής, ευμετάβλητη και συνεχώς μεταβαλλόμενη. Είναι δυνατόν λοιπόν τα ατέλειωτα "πρέπει" και "απαγορεύεται" αυτής να μας αντιπροσωπεύουν; Η ατομική μας άποψη έχει χαθεί και θαφτεί κάτω από μια σωρεία απόψεων και προσωπικοτήτων...
   Μετά έρχεται η παράδοση. Τα διδάγματά της έρχονται από το παρελθόν, από το πώς σκέφτονταν και δρούσαν οι "σοφοί μας πρόγονοι" και μας συμβουλεύουν όπου η σημερινή ηθική της κοινωνίας χωλαίνει. Μέχρι εδώ καλά. Τα μειονεκτήματα παρόλα αυτά της παράδοσης είναι πολλά και σημαντικά. Πρώτον και κυριότερον, η παράδοση είναι στην ουσία η ηθική μιας άλλης εποχής, πεπαλαιωμένη και συνημμένη με άλλα δεδομένα, που σίγουρα δεν αναφέρονται στο σήμερα. Οι αξίες του χτες, έπειτα, ακόμα κι αν δεχτούμε πως είναι σωστές, είναι σχεδόν ακατανόητες, διότι δεν γνωρίζουμε από πού πηγάζουν. Τις ξέρουμε δηλαδή όπως ακριβώς είναι, χωρίς να γνωρίζουμε τους λόγους που υπάρχουν ούτε την αιτία που τις έκανε σημαντικές. Πώς εφαρμόζεις λοιπόν μια αξία που δεν κατανοείς; Την ακολουθείς τυφλά; Προφανώς. Γι' αυτό και η συντριπτική πλειοψηφία δεν καταλαβαίνει τι κάνει όταν βασίζεται στην παράδοση. Και όταν κάνεις κάτι που δεν καταλαβαίνεις, θα το κάνεις σίγουρα εσφαλμένα.
   Τρίτος και βαρύτερος έρχεται ο νόμος. Η επίσημη εκδοχή της κοινωνίας για το τι είναι σωστό. Το πρώτο που θα αναφέρω για τον νόμο είναι πως είναι μια ανθρώπινη σύμβαση και τίποτα παραπάνω. Δεν είναι το απόλυτα σωστό αλλά σχετικοποιείται πάντα. Για παράδειγμα, πράγματα που σήμερα θεωρούνται απαράδεκτα, παλιότερα ήταν αποδεκτά, ίσως ίσως και αναγκαία. Ο φόνος, που σήμερα δεν δικαιολογείται (εκτός από την περίπτωση της αυτοάμυνας), σε παλιότερες εποχές προστατευόταν σε πολλές περιπτώσεις. Τα εγκλήματα τιμής, η θανατική ποινή, η διαπόμπευση που είχε αποτέλεσμα την θανάτωση κάποιου, όλα αυτά είναι παραδείγματα πως σε άλλες εποχές ο φόνος ήταν ανεκτός σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Πέρα από τη διαφορά στο χρόνο όμως, τοπικά επίσης υπάρχουν πολλές διαφοροποιήσεις. Άλλες κοινωνίες δέχονται τη θανατική ποινή, άλλες δέχονται τα εγκλήματα ποινής, άλλες ακόμα και το βιασμό! Άρα, ή κάποιοι νομοθέτες είναι σωστοί και κάποιοι όχι ή απλά το νομικό σύστημα είναι συνολικά κάτι ευμετάβλητο και αμφιλεγόμενο. Το ερώτημα που προκύπτει αναπόφευκτα είναι: πρέπει να υπάρχει νόμος;
   Μολονότι οφείλουμε να δεχτούμε τα μειονεκτήματα του νόμου, οφείλουμε να δεχτούμε και την αναγκαιότητά του. Ο καθένας που, χρησιμοποιώντας τη λογική του, συμπεραίνει πως μια αναρχία οδηγεί αναπόφευκτα στο χάος, συνειδητοποιεί πως η ύπαρξη έστω μιας βασικής νομοθεσίας είναι αναγκαστική. Μια κοινωνία πρέπει (να που εμφανίζεται το πρέπει!) να έχει κάποιους βασικούς κανόνες, οι οποίοι αργότερα διακλαδώνονται, περιπλέκονται και υπεισέρχονται σε λεπτομέρειες, για να είναι βιώσιμη και να μη λειτουργεί ο καθένας μας αποκλειστικά από ένστικτο. Και εδώ έχω μόλις εισάγει τη λέξη-κλειδί.
   Ένστικτο. Αυτό το στοιχείο που μας έχει ενσταλαχθεί από τη γέννηση και μας προτρέπει να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για την επιβίωσή μας. Απαιτεί να φάμε όποτε πεινάμε, να συντρίψουμε τους ανταγωνιστές μας με κάθε κόστος, να κυνηγήσουμε αγαθά και να τα προστατέψουμε με όποια μέσα έχουμε, κοινώς να κάνουμε τα πάντα για το προσωπικό μας συμφέρον. Από τη στιγμή όμως που ο άνθρωπος άρχισε να σχηματίζει κοινωνίες, μετά από αμέτρητα θα έλεγα αιματηρά επεισόδια, έθεσε κάποιους κανόνες που τιθασεύουν τα ένστικτα και μας χωρίζουν από τις κοινωνίες των άλογων ζώων. Και το βασικό σημείο κάθε κοινωνίας έγκειται εκεί, κατ' εμέ: στη μαζική τιθάσευση των ενστίκτων. Στην ανάγκη του μαζικού σχηματισμού να αποτρέψει τη δημιουργία του χάους από την ανεξέλεγκτη χρήση του βασικού ενστίκτου του καθενός μας.
   Αυτό ακούγεται σαν θυσία της προσωπικότητας στο βωμό της μάζας. Και δεν απέχει πολύ απ' την αλήθεια. Προκειμένου να μην κυριαρχεί ο ισχυρότερος και να υπάρχει μια ειρηνική συμβίωση και ισορροπία οφείλουμε να κάνουμε κάποιες θυσίες. Πόσες όμως; Μέχρι ποιο σημείο; Υποτίθεται πως οι νόμοι και η ηθική υπαγορεύονται από τη λογική. Αλλά η καταπίεση σε τέτοιο βαθμό των ενστίκτων δε φέρνει πάντα το επιθυμητό αποτέλεσμα. Πολλές μορφές τρέλας, κατάθλιψης και περιπτώσεις έλλειψης κοινωνικοποίησης προκύπτουν από την καταπίεση κάποιου από την κοινωνία. Επίσης, πολλές φορές η ανάγκη των ανθρώπων να απαλλαγούν από τους περιορισμούς τις κοινωνίας τους πιέζει να διοχετεύσουν την καταπιεσμένη ενέργεια των ενστίκτων τους σε παράλογες και ανεξέλεγκτες μορφές βίας. Δηλαδή μετά το φιλτράρισμα της κοινωνίας, το ένστικτο, που ουσιαστικά υπάρχει για να μας κάνει την επιβίωση ανάγκη, λειτουργεί αρνητικά και κατασταλτικά προς εμάς τους ίδιους, πράγμα ανεπίτρεπτο.
   Το συμπέρασμα που βγάζω από τον συλλογισμό αυτόν είναι το εξής: εφόσον αναγκαζόμαστε να ζούμε σε μια κοινωνία, εφόσον πρέπει να επιβάλλουμε κάποιους κανόνες στον εαυτό μας, ας οριοθετήσουμε τα πράγματα. Όπου νιώθουμε πως δε συμβαδίζουμε με την κοινωνία, όπου η λογική ή και το ένστικτό μας δε βρίσκει αντίκρισμα, οφείλουμε να κοιτάξουμε και να προστατέψουμε τον εαυτό μας. Αν η ύπαρξή μας έχει όντως ισορροπία ανάμεσα στα δύο, τότε το πράγμα θα δουλέψει. Κάθε όμως παρέκκλιση από την ισορροπία θα δημιουργεί προβλήματα. Αν το ένστικτο υπερισχύει της λογικής, τότε ο φόνος και η βία θα είναι αναπόφευκτα όπου κι αν βρεθεί εμπόδιο στο προσωπικό συμφέρον. Αν η λογική υπερισχύσει του ενστίκτου, θα φτάσουμε να υπερασπιζόμαστε την κοινωνία και το "δίκαιο των άλλων" πάνω από το δικό μας, με αποτέλεσμα να ποδοπατήσουμε αμετάκλητα την προσωπικότητά μας (και υπάρχουν άπειρα παραδείγματα ανθρώπων που υπέστησαν συνέπειες λόγω αυτής της έλλειψης ισορροπίας). Αν όντως υπάρξει η ισορροπία, μπορούμε να συμβαδίσουμε με την κοινωνία σχεδόν σε ιδανικό σημείο (ή τουλάχιστον όσο εγγύτερα στο ιδανικό είναι δυνατόν να φτάσουμε).
   "Όποτε κάνεις κάτι επειδή πρέπει, θα αποτύχεις". Όποτε δώσεις όμως λογική στην πράξη και το "πρέπει" μετατραπεί σε "είναι καλό" και "είναι συμφέρον", τότε μπορείς να δώσεις όλη την ενέργειά σου σ' αυτήν και να επιτύχεις. Αν ανακαλύψεις ότι το "πρέπει" αυτό είναι παράλογο, το ένστικτό μου λέει να μην το ακολουθήσεις καν.


     
                                         
Προστασία νεογνών, σκύμνοι, επιβίωση, ένστικτο




Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Το Σαράκι του Ρεμπώ

   Ένα τραγούδι σε στίχους Άλκη Αλκαίου, αναμφισβήτητα δύσκολο στην κατανόηση. Το ένιωσα από την πρώτη φορά που το άκουσα, πιστεύω ότι ο καθένας θα συμφωνούσε. Το ότι υπάρχει μια μεγάλη δόση πάθους κι ανεκπλήρωτου έρωτα διάχυτη στο τραγούδι, αυτό είναι ξεκάθαρο. Αλλά ας δούμε τα πράγματα διεξοδικά.
   Ο νεοσύλλεκτος στο στρατό, ο δύτης στο βυθό: από τους πρώτους δυο κιόλας στίχους, μας δίνεται η ευκαιρία να νιώσουμε στο πετσί μας το χαοτικό συναίσθημα της έκπληξης που νιώθει ο αναφερόμενος ερωτευμένος του τραγουδιού: η δυσάρεστη έκπληξη, αυτός ο κόμπος στο στομάχι που έχει αυτός που πρωτοαντικρίζει την αγχωτική στρατιωτική κοινωνία, αυτή η ανείπωτη από την άλλη έκπληξη του δύτη, τη στιγμή που ανοίγεται μπροστά του η αμύθητη μαγεία του βυθού: αρνητική και θετική έκπληξη, οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Γιατί στον κεραυνοβόλο έρωτα υπάρχουν και οι δυο μορφές έκπληξης. Έπειτα, ο στίχος προχωράει βαθύτερα στη σκέψη του ανθρώπου αυτού, όπου το ερώμενο πρόσωπο έχει "θεοποιηθεί", και έχει ενσταλαχθεί το αγωνιώδες αίσθημα της ματαιότητας. Η "κρυμμένη εικόνα" είναι ουσιαστικά η εικόνα που έχει στο μυαλό του ο ερωτευμένος για το αντικείμενο του έρωτά του, μια προσωπικά πλασμένη εικόνα, καθώς και μια απαγορευμένη, κατά κάποιον τρόπο, εικόνα. Αινιγματική και ομιχλώδης. Οι σκέψεις που δημιουργούνται, οι φαντασιώσεις και τα σενάρια, οι απορίες και οι αμφιβολίες, όλα αυτά μαζί είναι το "καινούριο παραμύθι" που βρίσκεται μπροστά του.
   Η δεύτερη στροφή αφορμάται από καθημερινές σκηνές μας βόλτας στην πόλη. Τα ερεθίσματα από την καθημερινότητα είναι δυνατές άγκυρες που τον τραβάνε πίσω στον έρωτά του, εναύσματα που αφυπνίζουν το παρελθόν σε λεπτομέρειες. Αυτό γίνεται φανερό στον τρίτο στίχο, καθώς το τέρας της νοσταλγίας έχει ξυπνήσει και βρυχάται μανιασμένο. Μάλιστα, φαίνεται και το πέρασμα του χρόνου, καθώς το ερωτικό παιχνίδι παίζεται πιθανότατα εδώ και καιρό. Το ερώμενο πρόσωπο έχει γίνει τέτοια εμμονή, που έχει τη διπλή δύναμη από έναν πυρετό! (Τύφλα να χουν τα αναβράζοντα depon!)
   Στην τρίτη στροφή εισαγόμαστε στην κύρια σκηνή, αυτήν του κινηματογράφου. Υπάρχει πιθανότατα, αν δούμε το σκηνικό από απλουστευμένη γωνία, μια αντίθεση μεταξύ της φρίκης που παρουσιάζεται στο σινεμά (ποιος ξέρει, κάποια ταινία τρόμου;) και στην ανέμελη, ξέγνοιαστη καθημερινότητα που εκτυλίσσεται έξω από την αίθουσα. Σε έναν παραλληλισμό με τον ψυχικό κόσμο του "πρωταγωνιστή" του τραγουδιού, "η φρίκη στην οθόνη" είναι η εσωτερική καταιγίδα, ενώ η ανέμελη ζωή έξω είναι η ψευδαίσθηση της γαλήνης που βγαίνει προς τα έξω. Με μια άλλη οπτική γωνία, ο πρωταγωνιστής "τρώει φρίκη" από τα αισθήματά του, στα οποία προφανώς δεν υπάρχει ανταπόκριση, ενώ ο έξω κόσμος αδιαφορεί. Παρακάτω, πολύ δυνατή παρομοίωση γίνεται με την έκφραση "μελισσολόι ζωντανό". Όντως, κάπως έτσι μοιάζει ο κόσμος αν τον κοιτάξουμε ψυχρά και λογικά: μια συνεχής ροή, άνθρωποι αφοσιωμένοι στη ζωή και στα προβλήματά τους, μια κοινωνία με ταχύτατους ρυθμούς και αδιαφορία για οτιδήποτε αλτρουιστικό και φυσικά στον πόθο που καίει τον άνθρωπο αυτόν. Επιστρέφοντας στην αίθουσα του σινεμά, η κοπέλα (που πιθανότατα είναι και το αντικείμενο του έρωτα) βρίσκεται με το φόβο ζωγραφισμένο στα μάτια της. Ο επίδοξος εραστής της από την άλλη, πάντα με το βλέμμα πάνω της, αναρωτιέται τι την τρώει, αν υπάρχει κάτι άλλο που εκείνος δεν μπορεί να ελέγξει: αναρωτιέται πώς να κατακτήσει τον εσωτερικό της κόσμο και να καταλάβει όσο γίνεται περισσότερα, με στοιχεία και ενδείξεις που βρίσκει στο βλέμμα της (φιλτράρισμα του καπνού, δηλαδή της αινιγματικότητας, στο βλέμμα της).
   Στο ρεφρέν, εν συνεχεία, υπάρχει μια οξεία μνεία σε ένα άγνωστο γ' πληθυντικό πρόσωπο. Μας κλέβουν το αύριο και το βλέμμα. Ποιοι; Μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι μια επίθεση στο σύστημα, ότι δίνεται μια πολιτική χροιά στο στίχο. Μια άλλη προσέγγιση μπορεί να είναι καθαρά ερωτική: οι έρωτες μας κλέβουν το αύριο, διότι χάνουμε την ελεύθερή μας βούληση, και μας κλέβουν το βλέμμα διότι "δεν έχουμε μάτια για αλλού". Σε κάθε περίπτωση, ο στιχουργός είναι κάθετα ενάντιος προς "αυτούς". Συνεπώς, με την παραπάνω κατάσταση να ισχύει, για την κοπέλα είναι κάτι μικρό το να του δώσει την συγκατάθεσή της. Εδώ εισαγόμαστε σε μια αγωνιώδη και παρακλητική σκηνή, όπου ο απελπισμένος ερωτευμένος θέλει πάση θυσία να κερδίσει την εύνοια και την αγάπη. Πρώτα δηλώνοντας ότι το "σ' αγαπώ" είναι κάτι μικρό κι ασήμαντο γι' αυτήν σε σχέση με όσα γίνονται έξω. Μετά, παρακαλάει ακόμα και για ένα "ανόρεχτο" και ψεύτικο ναι και κλείνει με την σταθερή και βέβαιη πεποίθηση πως το δέσιμο είναι παντοτινό και παρόν, έναν δηλαδή τρόπο να κάνει την κοπέλα να νιώσει ασφάλεια και να της αποσπάσει το πολυπόθητο ναι. Αυτός ο τελευταίος τρόπος συμπληρώνει το τρίπτυχο των προσπαθειών του πρωταγωνιστή.
   Στο δεύτερο μισό του τραγουδιού, βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου ο ερωτευμένος έχει υποστεί την ήττα και παλεύει πια με τις αναμνήσεις του. Αυτό συνοδεύεται από την παρόμοια κατάσταση της φύσης, τη δύση του ήλιου δηλαδή και τον παγερό αέρα. Περνώντας μέσω αυτών των εικόνων στις αναμνήσεις του, παρουσιάζεται και πάλι η σκηνή του κινηματογράφου, όπου κάποτε η κοπέλα τον είχε ρωτήσει τι είναι "το σαράκι του Ρεμπώ", φανερώνοντας έτσι την άγνοιά της για το ερωτικό αυτό ζήτημα. Υπάρχει μια ειρωνεία εδώ, καθώς το πρόσωπο που είναι αντικείμενο τέτοιου έρωτα του κάνει μια ερώτηση για τον Ρεμπώ και συνεπώς για τον πόνο του έρωτα.
   Με αυτή την παρατήρηση εισαγόμαστε στο βασικό θέμα του τραγουδιού, τη λέξη-κλειδί. Ρεμπώ. Ο κατατρεγμένος, καταραμένος ποιητής, ο τόσο πολυπράγμων και κοσμογυρισμένος, που ποτέ δε στέριωσε σε έναν τόπο. Αυτός που έζησε την καταφρόνια λόγω της αναρχικής και ομοφυλόφιλης φύσης του στα μέσα και τέλη του 19ου αιώνα. Τι είναι το σαράκι του Ρεμπώ; "Σαράκι" χαρακτηρίζεται ο ερωτικός πόθος που κατατρώει τα σωθικά, όπως ένα σαράκι κατατρώει το ξύλο. Το σαράκι του Ρεμπώ παρόλα αυτά μπορεί να αναφέρεται και στην ανήσυχη φύση του γενικότερα, να ταυτίζει την ανησυχία στην ψυχή του ερωτευμένου με τις ατέρμονες περιπλανήσεις του Ρεμπώ: το σαράκι λοιπόν μετατρέπεται στην κατάρα που δεν επιτρέπει στον Ρεμπώ (ή στην περίπτωση μας στον πρωταγωνιστή) να βρει γαλήνη και λιμάνι. Πιθανώς με την αναφορά στον Ρεμπώ ο Αλκαίος ήθελε να "δέσει" τον στίχο με έναν τρόπο που να θυμίζει Ρεμπώ: ένας έρωτας θυελλώδης, που αλλάζει μορφή, κατατρέχεται τοπικά και χρονικά και είναι μοιραίο να μην καρποφορήσει...
   Μια άλλη σκέψη, ίσως όχι τόσο πιθανή, που συνδέει όμως τον Ρεμπώ με τις σκηνές σινεμά που περιγράφονται, παρουσιάζεται με αφορμή την ταινία "Total Eclipse" του 1995, που είναι συνυφασμένη με τον έρωτα του Ρεμπώ και του ποιητή Πωλ Βερλαίν. Πιθανώς κι ο ίδιος ο στιχουργός να επηρεάστηκε απ' την ταινία για να γράψει τους στίχους. Ποιος ξέρει;
   Μια άλλη προσέγγιση, σχεδόν απίθανη, αφορμώμενη από την αναφορά στον Ρεμπώ, θέλει τους στίχους να αναφέρονται στον έρωτα του ίδιου του Ρεμπώ με τον Βερλαίν και στις δυσκολίες της σχέσης τους.
   Σε κάθε περίπτωση, το τραγούδι κλείνει με την επιστροφή στη σκηνή του σινεμά και αναφορά στην ενοχλητική "καζούρα της γαλαρίας στην πλατεία". Οι άνθρωποι δηλαδή που δε σταματάνε να μιλάνε στο σινεμά, δημιουργούν έναν ενοχλητικό βόμβο και χαλάνε την ιερότητα της στιγμής που έχει ο πρωταγωνιστής με την κοπέλα που αποζητά. Η εικόνα αυτή ταιριάζει με το "ζωντανό μελισσολόι" των αδιάφορων ανθρώπων, που αναφέρεται πιο πάνω. Έπειτα αναφέρεται η "σύνοδος Αφροδίτης-Ουρανού", η οποία, σύμφωνα με την αστρολογία, είναι οιωνός ευχάριστων, ξαφνικών εκπλήξεων στον ερωτικό τομέα. Το ότι η σύνοδος είναι η τρίτη (δηλαδή τα δυο ουράνια σώματα βρέθηκαν σε σύνοδο σε τρίτη συνεχόμενη επανάληψη) κάνει ακόμα πιο ασυνήθιστο το φαινόμενο. Άρα, ο έρωτάς τους έχει σκοπό να πετύχει; Ή μήπως ο στιχουργός αυτοσαρκάζεται; Μήπως η φασαρία των αδιάφορων ανθρώπων είναι κάτι σαν παράσιτο που απαγορεύει, ακόμα και με τόσο θετικούς οιωνούς, τους δυο ανθρώπους να βρεθούν στο ίδιο μήκος κύματος; Τα άστρα δε μας το διασαφηνίζουν αυτό.
   Τελικά, ο ερωτευμένος έχει βρεθεί σε ένα αδιέξοδο, "φυλακισμένος" στους τέσσερις τοίχους, ένας ασκητής προς την αδιάφορη ζωή των έξω (που την περιφρονεί εξάλλου καθ' όλη τη διάρκεια του τραγουδιού), να παλεύει με Χίμαιρες, δηλαδή τις ίδιες του τις αναμνήσεις. Κι όπως συμβαίνει σε κάθε αγνό έρωτα, το φταίξιμο δεν πέφτει στην κοπέλα. Αυτό το χαρακτηριστικό εξάλλου τον κάνει αγνό και τον ξεχωρίζει από τυχάρπαστους έρωτες. Ο πραγματικός φταίχτης είναι ο "κεραυνός", δηλαδή το αστροπελέκι μεταφορικά που δέχτηκε ο ίδιος και ερωτεύθηκε τόσο βαθιά. Ο κεραυνός δε λέει συγνώμη: μια έκφραση που παραπέμπει στο αναπότρεπτο του έρωτα, καθώς και στην έλλειψη αιτιών και συνεπειών για οποιονδήποτε άλλο, παρά μόνο για αυτόν που τον δέχεται...

Παραπομπή σε live του Μίλτου Πασχαλίδη στο "Σαράκι του Ρεμπώ"
https://www.youtube.com/watch?v=4aGbhSE2ZVY


Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Είναι απαραίτητη η Αρχαία Ελληνική Γλώσσα;

   Είναι απαραίτητη η Αρχαία Ελληνική Γλώσσα; Τι ερώτημα κι αυτό. Λίγο-πολύ το έχει σκεφτεί ο καθένας μας, και συνήθως τα συμπεράσματα είναι συγκεχυμένες απαντήσεις. Πώς να καταλάβουμε όμως την αναγκαιότητά της, όταν κανένας δεν έχει μπει στον κόπο να την αναζητήσει, πόσο μάλλον να μας την διδάξει; Το αποτέλεσμα είναι ενήλικες ημιμαθείς, με κουτσουρεμένη ορθογραφία, λεξιλόγιο πτωχότατο και ρητορική δεινότητα εφάμιλλη μουγκού.
   Προφανώς κι αυτά τα χαρακτηριστικά δεν πτοούν τον νεοέλληνα. Εξάλλου, αν μη τι άλλο, τα μέσα πλέον εκθειάζουν την ενασχόληση με οτιδήποτε άλλο πέρα από το πνεύμα. Τα ινδάλματα που προβάλλονται πλέον είναι τόσο μακριά από τον κόσμο της γνώσης και του πνεύματος, ώστε, όποιος προσπαθεί να μάθει κάτι παραπάνω σε ό,τι αφορά τον τομέα γλώσσας και λογοτεχνίας, παραγκωνίζεται ως παρακατιανός. Και κάπως έτσι φτάνουμε στο γνωστό σημείο με ένα ποσοστό 90% περίπου του πληθυσμού να έχει μαύρα μεσάνυχτα αλλά άποψη και το υπόλοιπο 10% να έχει γνώση αλλά άποψη που δεν ακούγεται. Κι έτσι διαιωνίζεται και προκρίνεται η αμάθεια/ημιμάθεια, ενώ η ενασχόληση με ποίηση, λογοτεχνία και γλώσσα απορρίπτεται σε μεγάλο βαθμό.
   Υπάρχουν όμως σοβαροί λόγοι για να ασχοληθούμε με την αρχαία μας γλωσσική κληρονομιά, από τα σχολικά μας χρόνια κιόλας. Ο πρώτος λόγος που θα αναφέρω είναι αμιγώς γλωσσικός. Έχει να κάνει με την γνώση της νέας ελληνικής. Το να μιλάει λοιπόν κανείς τη νέα ελληνική χωρίς καμία γνώση της αρχαίας είναι σαν να χρησιμοποιεί μια ζωή το διακόπτη για να ανάβει το φως, χωρίς ποτέ του να μάθει τι είναι ρεύμα. Γνωρίζει δηλαδή αυτό που βλέπει, το λίγο που έμαθε, δίχως να ψάξει για την πραγματική πηγή της ενέργειας που υπάρχει μπροστά του. Έτσι κι ο ομιλητής αυτός: χρησιμοποιεί (παπαγαλίζοντας συνήθως) έννοιες που άκουσε, που του φαίνονται ωραίες και σημαντικές αλλά χωρίς να καταλαβαίνει την πραγματική σημασία τους. Ρώτα τον τι σημαίνει αυτό που είπε, ρώτα τον από πού προέρχεται η έννοια και θα πελαγώσει. Είμαι σίγουρος πως τέτοιοι ημιμαθείς άνθρωποι πάντοτε ξέρουν να σου πουν "τι είναι σημαντικό" αλλά αν τους ρωτήσεις τι σημαίνει "σημαντικός", έχουν στο νου τους τη λέξη ως ταυτόσημη του "σπουδαίος". Αν δεν έχεις ένα βασικό υπόβαθρο αρχαίας ελληνικής, φίλε μου, δε θα ανακαλύψεις ποτέ το "σημαίνω" που κρύβεται πίσω από τη λέξη, δηλαδή το "δείχνω" σε ελεύθερη μετάφραση. Ο σημαντικός είναι αυτός που δείχνει, ενώ ο σπουδαίος (σπουδή= βιασύνη) είναι ο βιαστικός. Η έννοια του "σημαντικού", του "πετυχημένου", έχει έρθει συνειρμικά στη λέξη σπουδαίος: βιαστικός, άρα πιθανότατα και πολυπράγμων, άρα πιθανότατα και πετυχημένος. Πώς λοιπόν είναι ταυτόσημες οι έννοιες;
   Έπειτα, πέρα από ετυμολογία και σημασιολογία (γνώσεις απαραίτητες φυσικά αν θες να γνωρίζεις σε βάθος τι λες), υπάρχει το πρόβλημα των "κενών" που παρουσιάζει η νέα ελληνική, διότι δεν κατάφερε ποτέ να αντικαταστήσει τέλεια την αρχαία. Προσπαθήστε να μου δώσετε τη γενική πληθυντικού του ουσιαστικού "η κοπελίτσα" (των κοπελίτσων; των κοπελιτσών;). Θα σας πάρει λίγη ώρα μέχρι να βρείτε μια αβέβαιη απάντηση, διότι δεν ξέρετε ποιο είναι το σωστό: δεν υπάρχει σωστό, διότι ποτέ δεν καθιερώθηκε. Απλά χρησιμοποιούμε αυτό που ακούγεται καλύτερα στ' αφτιά μας. Προσπαθήστε τώρα να μου δώσετε το γ' ενικό πρόσωπο παρατατικού του ρήματος "θεωρούμαι" (θεωρούνταν/θεωριόταν;). Πάλι το ίδιο. Κι αυτά είναι δύο από τα πολλά παραδείγματα του πόσο χωλαίνει η νέα ελληνική χωρίς την υποστήριξη της αρχαίας. Όχι πως ο γνώστης της αρχαίας μπορεί αυτόματα να δώσει λύσεις σε όλα. Αλλά ξέρει πού πατάει, πού έχει στέρεη γη και πού κινούμενη άμμο.
   Ο τρίτος λόγος που θα δώσω είναι πιο πολύ ψυχολογικός ή κοινωνικός αν θέλετε. Έχει να κάνει με το τι συμπεράσματα βγάζουμε για τον απέναντί μας όταν επικοινωνούμε, είτε γραπτά είτε προφορικά. Πρώτη περίπτωση: έχουμε απέναντί μας έναν συνομιλητή που γνωρίζει "άπταιστα ελληνικά". Αυτός ο άνθρωπος, ακόμα κι αν είναι ο πιο αντιπαθής, ακόμα κι αν οι απόψεις του είναι απαράδεκτες, υποσυνείδητα έχει κερδίσει το θαυμασμό μας για τον τρόπο που μιλάει: γνωρίζει το μέσο που χρησιμοποιεί για να μας πείσει. Δεν αφήνει κενά ανάμεσα στα λεγόμενά του (τα περισσότερα κενά που αφήνουμε είναι συνήθως έλλειψη λεξιλογίου), δεν αφήνει μισοτελειωμένες προτάσεις, δεν αφήνει στη μέση το συλλογισμό του για να περάσει σε έναν άλλον. Από την άλλη, αυτός που δεν ξέρει να μιλήσει, ακόμα και να μας μιλάει για προσφιλή πράγματα και ωραίες ιδέες, μας ξενίζει: μας δίνει αμέσως την εντύπωση του αδιάβαστου, αυτού που ποτέ του δεν καταπιάστηκε με το λόγο. Δεν έχει σημασία αν είναι σωστός ή όχι: το έχει χάσει στην πορεία.
   Αν περάσουμε στο γραπτό λόγο τώρα, εκεί επικρατεί το χάος. Η ορθογραφία είναι ένας σκόπελος αδιάβατος μα και αόρατος για τον αμύητο. Εκεί που ο διαβασμένος θα περάσει με άνεση, ο μη διαβασμένος θα κολλήσει και θα μπλοκάρει καθώς γράφει, ή ακόμα χειρότερα, δε θα έχει καν συναίσθηση των λαθών του. Για άλλη μια φορά υπάρχει αυτή η υποσυνείδητη κριτική του ατόμου βάσει της επιτυχίας στον τρόπο που επικοινωνεί. Ο ορθογραφημένος, πλούσιος λόγος επιβραβεύεται (το μήνυμα περνάει στον εγκέφαλο πριν καν το συνειδητοποιήσουμε), ενώ ο άξεστος και φτωχός απορρίπτεται: έχει χάσει τη δύναμη και την πειστικότητά του. Αν ακόμα κι αυτό, άνθρωπε, δεν είναι ικανό να σε πείσει για τη χρησιμότητα της γλώσσας και της καλής γνώσης της, τότε μην απορείς μετά που δε σε προσέχουν όταν μιλάς.
   Ο επόμενος λόγος φυσικά είναι ο γιγαντιαίος όγκος γραπτών κειμηλίων που μας άφησαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Δεν είναι μόνο ότι ασχολούνται λίγοι με αυτά: σημαντικότερη κι από την αδιαφορία βρίσκω και την κριτική απέναντι σε όσους ασχολούνται. Πώς να καταλάβει κανείς βασικές έννοιες φιλοσοφίας, έπους, δράματος χωρίς να έχει διαβάσει αρχαία ελληνικά κείμενα; Έχετε την εντύπωση πως οι ταινίες, αυτή η εύκολη λύση για ψυχαγωγία, είναι απόλυτα ξεχωριστή από τα αρχαία κείμενα; Γελιέστε. Οι κωμωδίες δε θα ήταν ποτέ αυτές που ήταν χωρίς τη μελέτη του Αριστοφάνη. Οι τραγικές σκηνές στις ταινίες θα είχαν λιγότερο βάθος χωρίς το πάθος, το διδαγμένο από τον Σοφοκλή και τον Ευρυπίδη. Οι επικές ταινίες δε θα σκιαγραφούσαν με τόση δυναμική τους πρωταγωνιστές, αν πρώτα ο σκηνοθέτης (ή η σχολή που τον έκανε σκηνοθέτη) δεν είχε υπ' όψιν της τον Όμηρο.
   Όσον πάλι αφορά τις επιστήμες. Να είστε σίγουροι πως ο διαχωρισμός θεωρητικών και θετικών επιστημών είναι σχετικά πρόσφατος. Αν δεν υπήρχαν τα αρχαία ελληνικά κείμενα δε θα είχε αναπτυχθεί η τεχνολογία και η επιστήμη όπως την γνωρίζουμε σήμερα. Είναι τόσο αδιάφορη αυτή η πορεία από τις βάσεις της επιστήμης μέχρι το αποκορύφωμά της, ώστε δεν αξίζει να ασχοληθείτε;
   Από την άλλη υπάρχει η γνώση της Ιστορίας. Ίσως η σημαντικότερη γνώση απ' όλες. Δεν ζητάω να εμπιστευθείτε τον οποιονδήποτε εκδότη βιβλίου ιστορίας. Ξέρω πόσο αμφίβολες είναι οι οπτικές γωνίες, ξέρω πόσο υποκινούμενες πολλές ιδέες. Ζητάω από αυτόν που θέλει να μάθει να διαβάσει Θουκυδίδη, Ξενοφώντα. Εκτός του ότι ο αναγνώστης θα μάθει πράγματα που ποτέ δεν είχε την ευκαιρία να μάθει, θα νιώσει στο πετσί του το πόσο κοινές είναι εκείνες οι εποχές με το σήμερα. Θα μπορέσει να συγκρίνει και να καταλάβει. Να διδαχτεί και να δράσει.
   Συνοπτικά η δική μου οπτική γωνία για την ιστορία είναι η εξής: ένα μικρό παιδάκι βάζει το χέρι του στην πρίζα, με τραγικά αποτελέσματα. Δεν υπάρχει τρόπος να πει μετέπειτα το τι έπαθε, γιατί το έπαθε ή να προειδοποιήσει εμάς τους υπόλοιπους. Ο ιστορικός/ιστοριογράφος είναι αυτός που είδε το δυστύχημα και βάζει στον τοίχο μια προειδοποίηση για τον κίνδυνο που περιμένει όποιον κάνει το ίδιο. Παρόλα αυτά υπάρχουν πάντα οι αδαείς που δεν ξέρουν να διαβάσουν την προειδοποίηση αυτήν, αυτοί που απλά δεν την είδαν ή αυτοί που την είδαν και αδιαφόρησαν. Το τέλος τους είναι μοιραίο. Θέλετε να είστε αυτοί που θα βάλουν το χέρι στην πρίζα ή αυτοί που θα διαβάσουν την προειδοποίηση; Θέλετε να είστε αυτοί που θα διαβάσουν Ιστορία ή αυτοί που θα την αγνοήσουν; Κι αν θέλετε να μάθετε, πώς θα το καταφέρετε χωρίς το κατάλληλο υπόβαθρο;
   Ένας ακόμα λόγος για την καλή γνώση της αρχαίας, ενδογλωσσικός, είναι η δύναμη της γλώσσας μας. Δεν το συνειδητοποιούν όλοι πως η κάθε λέξη έχει δύναμη, ένα νόημα αρχέγονο, ακατάπαυστο. Π.χ. ακόμα και στη λέξη ασυγκράτητος υπάρχει η έννοια του κρατώ. Ακόμα και στον αντικατοπτρισμό, υπάρχει η έννοια του ορώ, του βλέπω. Δε χάνεται, όσο περίπλοκη, δύσκολη ή αντιφατική κι αν είναι η λέξη. Και γι' αυτό όσοι ξέρουν απόζητούν τη γνώση ορθογραφίας. Ο θάνατος της ορθογραφίας, η κατάργηση της ποικιλίας φωνηέντων θα φέρει πολλές δυσερμηνείες μαζί του. Ένα παράδειγμα: ακόμα κι αν δεν ξέρω τι σημαίνει εφάμιλλος, εάν συναντήσω τη λέξη μπροστά μου, μπορώ να ξεχωρίσω τα στοιχεία επί+άμιλλα. Μπορώ να κάνω το συνειρμό άμιλλα>συναγωνισμός και να υποθέσω ότι μιλάμε για κάτι "παρόμοιο", εφόσον συναγωνίζεται την προαναφερόμενη λέξη. Αν δεν υπήρχε ορθογραφία, τότε το εφάμιλο θα με πήγαινε στο άμιλο (άμυλο) και θα έψαχνα να μετρήσω το βάρος μου με μανόμετρο.
   Τέλος, έχοντας εξωτερικεύσει την ανάγκη μου να δείξω πόσο αναγκαία είναι η γνώση της αρχαίας ελληνικής, μπορώ με ασφάλεια να πω ότι υπάρχουν πολλά ακόμα να ειπωθούν. Η καλή γνώση της αρχαίας φέρνει και καλύτερη γνώση της νέας ελληνικής. Εξάλλου η γλώσσα φέρνει δύναμη. Η γλώσσα είναι δύναμη. Αν μιλήσω για ένα υπέροχο, θεσπέσιο γεύμα με τα κρεατικά να σπάνε τη μύτη, το ψαχνό κρέας να λιώνει στο στόμα, τη ζουμερή μπριζόλα να αχνίζει έτοιμη να καταβροχθιστεί, το ζεστό ψωμί να έχει την πιο ευχάριστη γεύση, τη φρέσκια σαλάτα να αφήνει στο στόμα την ιδέα λαδόξιδου, ε τότε πιθανότατα έχετε πεινάσει και μόνο που το διαβάσατε. Με αυτή την άτεχνη και πρόχειρη προσπάθεια. Φανταστείτε τι μπορεί να πετύχει μια εκπαιδευμένη γλώσσα, ένας καλοζυγισμένος και στοχευμένος λόγος...