Αυτό το εξαιρετικό τραγούδι, σε στίχους του αείμνηστου Άλκη Αλκαίου, μουσική και ερμηνεία Μιλτιάδη Πασχαλίδη, μου είχε κεντρίσει πολλές φορές το ενδιαφέρον να το ψάξω και να το αναλύσω. Κάποια στιγμή διάβασα το ομώνυμο βιβλίο του Πασχαλίδη, το οποίο εμβαθύνει αρκετά στο νόημα του τραγουδιού. Παρόλα αυτά θα ήθελα το άρθρο και η απόπειρα ερμηνείας των στίχων να είναι βασισμένα στις καθαρά δικές μου ιδέες, σε αυτές που είχα προτού διαβάσω το βιβλίο και μάθω μέρη του νοήματος από τους ίδιους τους δημιουργούς. Αυτό φυσικά σημαίνει πως η ερμηνεία μου δεν θα αναφερθεί στην σχέση των στίχων με το τεράστιο κίνημα του 1968 στο Παρίσι, που στάθηκε ίσως αιτία για αυτούς τους στίχους.
Φυσάει ένας αέρας που σαρώνει/ ενθύμια παλιά και φυλακτά: ξεκάθαρος συμβολισμός, κατά την γνώμη μου. Ο αέρας είναι η πολιτική αλλαγή, που "σαρώνει" παλιές και συντηρητικές πολιτικές ιδέες και νοοτροπίες (ενθύμια/φυλαχτά). Η ομορφιά και η ευστοχία των λέξεων με συγκλονίζει: οι παλαιές, πατροπαράδοτες απόψεις χαρακτηρίζονται έτσι, δημιουργώντας την εικόνα του σκονισμένου, του ανέγγιχτου, του ανεπεξέργαστου, όπως ακριβώς είναι οι "σταθερές" απόψεις οπισθοδρομικών ανθρώπων.
Οι ήρωες το σκάνε απ’ την οθόνη/ ξυλάρμενοι τραβάνε στ’ ανοιχτά: ειρωνεία, θα έλεγα. η λέξη "ήρωες" δίπλα από την ρηματική φράση "το σκάνε" δείχνει έντονη διάθεση του στιχουργού να περιπαίξει κάποια γραφικά πρόσωπα της παλιάς καθεστηκυίας τάξης που ξαφνικά έχασαν την γη κάτω από τα πόδια τους. Παλιότερα ήρωες δηλαδή, τώρα ξυλάρμενοι, μια ισχυρή λέξη που μπορεί να σημαίνει αβοήθητοι, ακυβέρνητοι, απροετοίμαστοι ή με πλέοντες με μαζεμένα τα πανιά. Σε κάθε περίπτωση δηλώνεται η κωμικοτραγική κατάσταση των παθόντων που ξαφνικά βγαίνουν στ' ανοιχτά, δηλαδή κινδυνεύουν εκεί που δεν το περιμένουν και κάνουν βεβιασμένες απόπειρες διαφυγής (κυριολεκτικά και μεταφορικά).
Πού μας πηγαίνει αυτό το τρεχαντήρι;/ δεν ξέρω γέμισε μου το ποτήρι: Αυτή η ερωταπόκριση σκιαγραφεί την μη πολιτικοποιημένη, αδιάφορη στάση της πλειοψηφίας ενός πληθυσμού, ο οποίος έχει συνηθίσει να μην σκέφτεται και η πολιτική αλλαγή τον βρίσκει ανέτοιμο, αδιάφορο (πρβλ. τις εκφράσεις "ε, όλοι το ίδιο είναι", "τι θα κάνει τώρα κι αυτός ο καινούριος", ξεκάθαρα σημεία ωχαδερφισμού). Η ερώτηση δείχνει φόβο κι αγωνία για το μέλλον ενώ η απάντηση πολιτική αδιαφορία και ενδιαφέρον για την βολή και την ζωούλα σε μια περίοδο που τα πάντα στον πολιτικό χώρο αλλάζουν και τα πράγματα κινούνται ταχύτερα από την βραδυκίνητη πολιτική σκέψη (ή την πλήρη έλλειψή της). Τρεχαντήρι (=σκάφος, γρήγορο κατ' ευφημισμόν) είναι η αλλαγή που "κουβαλάει" μέσα της ένα κίνημα ανθρώπων, άλλους εκούσια κι άλλους ακούσια (που απλά τους σάρωσε ο αέρας παραπάνω).
Τα μάρμαρα στο φως αντιφεγγίζουν/ σε ποιο ταξίδι σ’ έχω ξαναδεί: δύσκολοι στην ερμηνεία στίχοι.Τα "μάρμαρα" θα έλεγα πως είναι οι "κατεργασμένοι" πολιτικά άνθρωποι. Σε μια ήρεμη κατάσταση δεν ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους ανθρώπους αλλά "στο φως", δηλαδή στην δράση, φαίνεται η πραγματική τους αξία και ήθος (αντιφεγγίζουν δηλαδή). Τότε ακολουθεί η αναγνώριση από τους συντρόφους του κινήματος, οι οποίοι διαπιστώνουν με έκπληξη ότι υπάρχουν ομοϊδεάτες που εμφανίστηκαν απροειδοποίητα.
Τυφλά πουλιά το τζάμι μου ραμφίζουν/ το πλένει στα φανάρια ένα παιδί: Ισχυρή εικονοπλασία για άλλη μια φορά. Το τζάμι (του αυτοκινήτου) μας μεταφέρει μάλλον στην θέση του οδηγού, ο οποίος είναι ακόμα απρόσβλητος από την αλλαγή και την βλέπει "μέσα από το τζάμι", προσπαθώντας να βγάλει συμπεράσματα και να καταλάβει πού ανήκει ιδεολογικά. Αλλά βρίσκεται μπροστά σε δύο "περίεργα" φαινόμενα. Τα "τυφλά πουλιά" είναι πιθανότατα οι φοβισμένοι και ανίδεοι κράχτες, κράχτες ή καταστροφολόγοι, ανιστόρητοι και παράλογοι, οι οποίοι διατυμπανίζουν παντού την τρομολαγνεία τους και προσπαθούν να διαμορφώσουν άποψη στους υπολοίπους. Ειρωνικό το "τυφλά" φυσικά, όπως και οι απόψεις τους, που παρομοιάζονται με το ενοχλητικό ράμφισμα. Η δεύτερη εικόνα, αυτή του παιδιού που πλένει το τζάμι, είναι εκείνη που ραγίζει καρδιές. Η σκληρή εικόνα της ωμής, αφιλτράριστης πραγματικότητας που χτυπάει τον οδηγό κατάστηθα (ή τον αφήνει αδιάφορο αν έχει να κοιτάξει την ζωούλα του) και δυνητικά του περνάει κοινωνικά μηνύματα και τον ενεργοποιεί. Τέτοιες εικόνες υπάρχουν πολλές, όμως η εικόνα της εξαναγκαστικής παιδικής εργασίας, και μάλιστα σε σκληρές συνθήκες, είναι μία από τις δυνατότερες.
Κι ένας τελάλης σ’ έρημη πλατεία/ τριάντα χρόνια ψάχνει την αιτία: στο βιβλίο του Πασχαλίδη ο Αλκαίος εκμυστηρεύεται πως ο μυστήριος "τελάλης" του είναι ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ένας παλιός μουσικός που έχει επίσης ερμηνεύσει το τραγούδι. Για εμένα, που δεν στέκομαι (καλώς ή κακώς) σε πρόσωπα και ερμηνεύω απρόσωπα, αυτός ο τελάλης είναι ένας έμπειρος, μπαρουτοκαπνισμένος θα μπορούσα να πω, παλαίμαχος της ζωής, ο οποίος έχει δει την αλλαγή από πριν, έχει ερμηνεύσει, έχει απαρνηθεί, έχει ξαναπιστέψει και γενικώς έχει μια σφαιρική άποψη για την ιστορία και την αλλαγή των καιρών. Η "έρημη" πλατεία ίσως υποδηλώνει την ερημιά που νιώθει ένας τόσο συνειδητοποιημένος άνθρωπος μέσα σε ένα ανίδεο, σχεδόν χυδαία αδιάφορο, πλήθος (profanum vulgus που έλεγε κι ο φίλος Οράτιος). "Ψάχνει την αιτία", διότι η φιλοσόφηση των πραγμάτων και η εξαγωγή συμπερασμάτων θέλει να αναρωτιόμαστε συνεχώς, να διαλύουμε ό,τι έχουμε δεδομένο και να ξαναχτίζουμε από την αρχή τις απόψεις μας με βάση τις εμπειρίες μας, αντί να το παίζουμε γνώστες και να εμμένουμε σε παλιές απόψεις σε πείσμα των καιρών.
Στους δρόμους καβαλάρηδες καλπάζουν/ και κυνηγούν τ’ αδέσποτα σκυλιά: Άλλη μια πολύ όμορφη εικόνα, μία από αυτές που μας έχει συνηθίσει ο καλλιτέχνης. Θα έλεγα πως εδώ φαίνεται το πραγματικό πρόσωπο της κοινωνίας, ο παραλογισμός που αντικρίζει κάποιος όταν απορρίψει ό,τι θεωρούσε δεδομένο και δει την κοινωνία με τα μάτια της λογικής. Οι "καβαλάρηδες" είναι ίσως τα όργανα της τάξης που, ενώ είναι πολιτικά αμέτοχοι, "καλπάζουν", δηλαδή μεταφορικά κάνουν επίδειξη δύναμης σε εύκολους και ανίσχυρους στόχους για το θεαθήναι και για να τους καμαρώνει η ανόητη πλέμπα. "Τ' αδέσποτα σκυλιά" που κηνυγιούνται θα μπορούσαν να είναι οτιδήποτε γίνεται στόχος; μικροαπατεώνες, πολίτες που βρέθηκαν στο λάθος μέρος την λάθος στιγμή, γενικώς αποδιοπομπαίοι τράγοι που βγαίνουν "οι κακοί" σε έναν κόσμο που γίνονται σημεία και τέρατα αλλά πρέπει επίσημα και για τα μάτια του κόσμου να υπάρχουν ένοχοι.
Και οι νοικοκυραίοι που τρομάζουν/ ξορκίζουν μ’ αγιασμό το σατανά: Η συνέχεια της παραπάνω εικόνας. Η έντονη ειρωνεία συνεχίζεται με τον περιφρονητικό όρο "νοικοκυραίοι", οι "σοβαροί άνθρωποι" που κοιτάζουν την δουλειά τους (διαβάζουν δημόσια εφημερίδα για να δείξουν ότι είναι έξυπνοι, καλλιεργημένοι και πληροφορημένοι ίσως) και ταράζονται από την πολιτική αλλαγή (δείτε πού μας κατάντησαν οι αλήτες!). Φυσικά είναι τόσο αποπροσανατολισμένοι (υπάρχει εντονότατο το στοιχείο της θρησκείας εδώ), ώστε μεταφράζουν την αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό και τις δραματικές συνέπειες στην κοινωνία ως "το κακό" και το "ξορκίζουν". Το ξόρκι δείχνει την ανοησία, την αγραμματοσύνη και την δεισιδαιμονία που χαρακτηρίζει δυστυχώς την πλειοψηφία, η οποία αδυνατεί να ερμηνεύσει με την λογική και πορεύεται όπως έχει μάθει: με τυφλή πίστη, φόβο προς οποιαδήποτε αλλαγή και προσευχή μέχρι τελικής πτώσης.
Δεν είναι εδώ Βαλκάνια, σου το `πα/ εδώ είναι παίξε γέλασε και σώπα: Σε αυτό το σημείο ο Μίλτος Πασχαλίδης στο βιβλίο του αναφέρει πως ταράχτηκε και ρώτησε τον Αλκαίο αν θα "επιτεθούν" στον Σαββόπουλο και ο Αλκαίος του απάντησε πως ο στίχος δεν είναι του Σαββόπουλου. Τέλος πάντων, σε αυτό το σημείο οι δύο στίχοι τσαλαπατάνε τις πατροπαράδοτες ιδέες της πατρίδας (της πατριδολαγνείας ουσιαστικά) και φανερώνουν το γελοίο κομμάτι της κοινωνίας, η οποία είναι γεμάτη από μεγάλα λόγια και πολλή παραφιλολογία χωρίς την ανάλογη δράση, ενεργοποίηση ή έστω ηθική στην καθημερινότητα (παίξε γέλασε και σώπα). Το "σου το 'πα" δείχνει ότι αυτός που δεν πίστευε εξαρχής στην σωστή και λογική στάση της κοινωνίας επιβεβαιώνεται (πάλι δυστυχώς).
Φυσάει ένας αέρας που σαρώνει/ μα εγώ είμ’ ένα τραγούδι αλλοτινό/ στου δρόμου το λιοπύρι και το χιόνι/ αγύριστο κεφάλι θα γυρνώ: Νοσταλγικός τόνος μάλλον. Ο δεύτερος στίχος φανερώνει την αδυναμία και την έλλειψη δράσης του παλιού αγωνιστή, ο οποίος είδε πως αφιερώνοντας την ζωή του σε έναν αγώνα και κάποια ιδανικά δεν είδε τον κόσμο ν' αλλάζει με τον τρόπο που θα ήθελε. Υπάρχει μια αίσθηση ματαιότητας επίσης. Το "λιοπύρι και το χιόνι" του δρόμου είναι μάλλον οι δύσκολες συνθήκες της καθημερινότητας ή του νέου αγώνα (ξαναφυσάει αέρας - ή μήπως δεν σταμάτησε ποτέ;) που έρχεται και στον 4ο στίχο υπάρχει μάλλον αμφισημία: "Αγύριστο κεφάλι" σε τι; Στις ιδέες ενός παλαιού αγώνα ή στην άρνηση να ξανασυμμετέχει; Μήπως αγύριστο σημαίνει ότι δεν γυρίζει να κοιτάξει το παρελθόν; Ή ότι δε θέλει να γυρίσει να κοιτάξει το ίδιο κι απαράλλαχτο παρόν; Μπορεί να σημαίνει κιόλας ότι δεν θέλει να γυρίσει να κοιτάξει το μέλλον διότι θα γεμίσει απελπισία. Ποιος ξέρει, οι γνώμες ποικίλλουν.
Στα χέρια σου αφήνω το τιμόνι/ κι η πιο μεγάλη νύχτα ξημερώνει: Ουσιαστικά εδώ δημιουργείται η εντύπωση πως ο παλιός αγωνιστής, κουρασμένος κι απογοητευμένος ίσως, "αφήνει το τιμόνι" (του τρεχαντηριού;) στον νεότερο. Ίσως εννοεί πως όλη η νέα γενιά μπορεί να σηκώσει το βάρος ενός αγώνα για αλλαγή από την εφιαλτική καθημερινότητα. Η "πιο μεγάλη νύχτα" ίσως πάλι να είναι η νύχτα των τύψεων που τον βασανίζουν επειδή δεν μπορεί ή δεν θέλει να συνεχίσει να αγωνίζεται. Επίσης μπορεί να σηματοδοτεί την αλλαγή μιας εποχής, όπου οι αγώνες πρέπει να γίνουν από άλλα χέρια. Το μέλλον πάντως δείχνει να παρουσιάζεται αισιόδοξο, καθώς οι στίχοι τελειώνουν με μία εικόνα ήλιου που βγαίνει.
Βέβαια δεν μπορώ να ξέρω σε πόσα έπεσα μέσα σε αυτήν μου την ανάλυση ή αν ήμουν εκτός θέματος. Ήθελα εδώ και χρόνια να δώσω μια δική μου ερμηνεία σε αυτό το ποίημα/στιχούργημα, μιας και με κέντρισε με τον συμβολικό του τόνο από την πρώτη στιγμή που το διάβασα. Τουλάχιστον για την πολιτική και κοινωνική του χροιά ελπίζω πως δεν έπεσα έξω. Βαγγέλης Ιωσηφίδης
Φυσάει ένας αέρας που σαρώνει/ ενθύμια παλιά και φυλακτά: ξεκάθαρος συμβολισμός, κατά την γνώμη μου. Ο αέρας είναι η πολιτική αλλαγή, που "σαρώνει" παλιές και συντηρητικές πολιτικές ιδέες και νοοτροπίες (ενθύμια/φυλαχτά). Η ομορφιά και η ευστοχία των λέξεων με συγκλονίζει: οι παλαιές, πατροπαράδοτες απόψεις χαρακτηρίζονται έτσι, δημιουργώντας την εικόνα του σκονισμένου, του ανέγγιχτου, του ανεπεξέργαστου, όπως ακριβώς είναι οι "σταθερές" απόψεις οπισθοδρομικών ανθρώπων.
Οι ήρωες το σκάνε απ’ την οθόνη/ ξυλάρμενοι τραβάνε στ’ ανοιχτά: ειρωνεία, θα έλεγα. η λέξη "ήρωες" δίπλα από την ρηματική φράση "το σκάνε" δείχνει έντονη διάθεση του στιχουργού να περιπαίξει κάποια γραφικά πρόσωπα της παλιάς καθεστηκυίας τάξης που ξαφνικά έχασαν την γη κάτω από τα πόδια τους. Παλιότερα ήρωες δηλαδή, τώρα ξυλάρμενοι, μια ισχυρή λέξη που μπορεί να σημαίνει αβοήθητοι, ακυβέρνητοι, απροετοίμαστοι ή με πλέοντες με μαζεμένα τα πανιά. Σε κάθε περίπτωση δηλώνεται η κωμικοτραγική κατάσταση των παθόντων που ξαφνικά βγαίνουν στ' ανοιχτά, δηλαδή κινδυνεύουν εκεί που δεν το περιμένουν και κάνουν βεβιασμένες απόπειρες διαφυγής (κυριολεκτικά και μεταφορικά).
Πού μας πηγαίνει αυτό το τρεχαντήρι;/ δεν ξέρω γέμισε μου το ποτήρι: Αυτή η ερωταπόκριση σκιαγραφεί την μη πολιτικοποιημένη, αδιάφορη στάση της πλειοψηφίας ενός πληθυσμού, ο οποίος έχει συνηθίσει να μην σκέφτεται και η πολιτική αλλαγή τον βρίσκει ανέτοιμο, αδιάφορο (πρβλ. τις εκφράσεις "ε, όλοι το ίδιο είναι", "τι θα κάνει τώρα κι αυτός ο καινούριος", ξεκάθαρα σημεία ωχαδερφισμού). Η ερώτηση δείχνει φόβο κι αγωνία για το μέλλον ενώ η απάντηση πολιτική αδιαφορία και ενδιαφέρον για την βολή και την ζωούλα σε μια περίοδο που τα πάντα στον πολιτικό χώρο αλλάζουν και τα πράγματα κινούνται ταχύτερα από την βραδυκίνητη πολιτική σκέψη (ή την πλήρη έλλειψή της). Τρεχαντήρι (=σκάφος, γρήγορο κατ' ευφημισμόν) είναι η αλλαγή που "κουβαλάει" μέσα της ένα κίνημα ανθρώπων, άλλους εκούσια κι άλλους ακούσια (που απλά τους σάρωσε ο αέρας παραπάνω).
Τα μάρμαρα στο φως αντιφεγγίζουν/ σε ποιο ταξίδι σ’ έχω ξαναδεί: δύσκολοι στην ερμηνεία στίχοι.Τα "μάρμαρα" θα έλεγα πως είναι οι "κατεργασμένοι" πολιτικά άνθρωποι. Σε μια ήρεμη κατάσταση δεν ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους ανθρώπους αλλά "στο φως", δηλαδή στην δράση, φαίνεται η πραγματική τους αξία και ήθος (αντιφεγγίζουν δηλαδή). Τότε ακολουθεί η αναγνώριση από τους συντρόφους του κινήματος, οι οποίοι διαπιστώνουν με έκπληξη ότι υπάρχουν ομοϊδεάτες που εμφανίστηκαν απροειδοποίητα.
Τυφλά πουλιά το τζάμι μου ραμφίζουν/ το πλένει στα φανάρια ένα παιδί: Ισχυρή εικονοπλασία για άλλη μια φορά. Το τζάμι (του αυτοκινήτου) μας μεταφέρει μάλλον στην θέση του οδηγού, ο οποίος είναι ακόμα απρόσβλητος από την αλλαγή και την βλέπει "μέσα από το τζάμι", προσπαθώντας να βγάλει συμπεράσματα και να καταλάβει πού ανήκει ιδεολογικά. Αλλά βρίσκεται μπροστά σε δύο "περίεργα" φαινόμενα. Τα "τυφλά πουλιά" είναι πιθανότατα οι φοβισμένοι και ανίδεοι κράχτες, κράχτες ή καταστροφολόγοι, ανιστόρητοι και παράλογοι, οι οποίοι διατυμπανίζουν παντού την τρομολαγνεία τους και προσπαθούν να διαμορφώσουν άποψη στους υπολοίπους. Ειρωνικό το "τυφλά" φυσικά, όπως και οι απόψεις τους, που παρομοιάζονται με το ενοχλητικό ράμφισμα. Η δεύτερη εικόνα, αυτή του παιδιού που πλένει το τζάμι, είναι εκείνη που ραγίζει καρδιές. Η σκληρή εικόνα της ωμής, αφιλτράριστης πραγματικότητας που χτυπάει τον οδηγό κατάστηθα (ή τον αφήνει αδιάφορο αν έχει να κοιτάξει την ζωούλα του) και δυνητικά του περνάει κοινωνικά μηνύματα και τον ενεργοποιεί. Τέτοιες εικόνες υπάρχουν πολλές, όμως η εικόνα της εξαναγκαστικής παιδικής εργασίας, και μάλιστα σε σκληρές συνθήκες, είναι μία από τις δυνατότερες.
Κι ένας τελάλης σ’ έρημη πλατεία/ τριάντα χρόνια ψάχνει την αιτία: στο βιβλίο του Πασχαλίδη ο Αλκαίος εκμυστηρεύεται πως ο μυστήριος "τελάλης" του είναι ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ένας παλιός μουσικός που έχει επίσης ερμηνεύσει το τραγούδι. Για εμένα, που δεν στέκομαι (καλώς ή κακώς) σε πρόσωπα και ερμηνεύω απρόσωπα, αυτός ο τελάλης είναι ένας έμπειρος, μπαρουτοκαπνισμένος θα μπορούσα να πω, παλαίμαχος της ζωής, ο οποίος έχει δει την αλλαγή από πριν, έχει ερμηνεύσει, έχει απαρνηθεί, έχει ξαναπιστέψει και γενικώς έχει μια σφαιρική άποψη για την ιστορία και την αλλαγή των καιρών. Η "έρημη" πλατεία ίσως υποδηλώνει την ερημιά που νιώθει ένας τόσο συνειδητοποιημένος άνθρωπος μέσα σε ένα ανίδεο, σχεδόν χυδαία αδιάφορο, πλήθος (profanum vulgus που έλεγε κι ο φίλος Οράτιος). "Ψάχνει την αιτία", διότι η φιλοσόφηση των πραγμάτων και η εξαγωγή συμπερασμάτων θέλει να αναρωτιόμαστε συνεχώς, να διαλύουμε ό,τι έχουμε δεδομένο και να ξαναχτίζουμε από την αρχή τις απόψεις μας με βάση τις εμπειρίες μας, αντί να το παίζουμε γνώστες και να εμμένουμε σε παλιές απόψεις σε πείσμα των καιρών.
Στους δρόμους καβαλάρηδες καλπάζουν/ και κυνηγούν τ’ αδέσποτα σκυλιά: Άλλη μια πολύ όμορφη εικόνα, μία από αυτές που μας έχει συνηθίσει ο καλλιτέχνης. Θα έλεγα πως εδώ φαίνεται το πραγματικό πρόσωπο της κοινωνίας, ο παραλογισμός που αντικρίζει κάποιος όταν απορρίψει ό,τι θεωρούσε δεδομένο και δει την κοινωνία με τα μάτια της λογικής. Οι "καβαλάρηδες" είναι ίσως τα όργανα της τάξης που, ενώ είναι πολιτικά αμέτοχοι, "καλπάζουν", δηλαδή μεταφορικά κάνουν επίδειξη δύναμης σε εύκολους και ανίσχυρους στόχους για το θεαθήναι και για να τους καμαρώνει η ανόητη πλέμπα. "Τ' αδέσποτα σκυλιά" που κηνυγιούνται θα μπορούσαν να είναι οτιδήποτε γίνεται στόχος; μικροαπατεώνες, πολίτες που βρέθηκαν στο λάθος μέρος την λάθος στιγμή, γενικώς αποδιοπομπαίοι τράγοι που βγαίνουν "οι κακοί" σε έναν κόσμο που γίνονται σημεία και τέρατα αλλά πρέπει επίσημα και για τα μάτια του κόσμου να υπάρχουν ένοχοι.
Και οι νοικοκυραίοι που τρομάζουν/ ξορκίζουν μ’ αγιασμό το σατανά: Η συνέχεια της παραπάνω εικόνας. Η έντονη ειρωνεία συνεχίζεται με τον περιφρονητικό όρο "νοικοκυραίοι", οι "σοβαροί άνθρωποι" που κοιτάζουν την δουλειά τους (διαβάζουν δημόσια εφημερίδα για να δείξουν ότι είναι έξυπνοι, καλλιεργημένοι και πληροφορημένοι ίσως) και ταράζονται από την πολιτική αλλαγή (δείτε πού μας κατάντησαν οι αλήτες!). Φυσικά είναι τόσο αποπροσανατολισμένοι (υπάρχει εντονότατο το στοιχείο της θρησκείας εδώ), ώστε μεταφράζουν την αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό και τις δραματικές συνέπειες στην κοινωνία ως "το κακό" και το "ξορκίζουν". Το ξόρκι δείχνει την ανοησία, την αγραμματοσύνη και την δεισιδαιμονία που χαρακτηρίζει δυστυχώς την πλειοψηφία, η οποία αδυνατεί να ερμηνεύσει με την λογική και πορεύεται όπως έχει μάθει: με τυφλή πίστη, φόβο προς οποιαδήποτε αλλαγή και προσευχή μέχρι τελικής πτώσης.
Δεν είναι εδώ Βαλκάνια, σου το `πα/ εδώ είναι παίξε γέλασε και σώπα: Σε αυτό το σημείο ο Μίλτος Πασχαλίδης στο βιβλίο του αναφέρει πως ταράχτηκε και ρώτησε τον Αλκαίο αν θα "επιτεθούν" στον Σαββόπουλο και ο Αλκαίος του απάντησε πως ο στίχος δεν είναι του Σαββόπουλου. Τέλος πάντων, σε αυτό το σημείο οι δύο στίχοι τσαλαπατάνε τις πατροπαράδοτες ιδέες της πατρίδας (της πατριδολαγνείας ουσιαστικά) και φανερώνουν το γελοίο κομμάτι της κοινωνίας, η οποία είναι γεμάτη από μεγάλα λόγια και πολλή παραφιλολογία χωρίς την ανάλογη δράση, ενεργοποίηση ή έστω ηθική στην καθημερινότητα (παίξε γέλασε και σώπα). Το "σου το 'πα" δείχνει ότι αυτός που δεν πίστευε εξαρχής στην σωστή και λογική στάση της κοινωνίας επιβεβαιώνεται (πάλι δυστυχώς).
Φυσάει ένας αέρας που σαρώνει/ μα εγώ είμ’ ένα τραγούδι αλλοτινό/ στου δρόμου το λιοπύρι και το χιόνι/ αγύριστο κεφάλι θα γυρνώ: Νοσταλγικός τόνος μάλλον. Ο δεύτερος στίχος φανερώνει την αδυναμία και την έλλειψη δράσης του παλιού αγωνιστή, ο οποίος είδε πως αφιερώνοντας την ζωή του σε έναν αγώνα και κάποια ιδανικά δεν είδε τον κόσμο ν' αλλάζει με τον τρόπο που θα ήθελε. Υπάρχει μια αίσθηση ματαιότητας επίσης. Το "λιοπύρι και το χιόνι" του δρόμου είναι μάλλον οι δύσκολες συνθήκες της καθημερινότητας ή του νέου αγώνα (ξαναφυσάει αέρας - ή μήπως δεν σταμάτησε ποτέ;) που έρχεται και στον 4ο στίχο υπάρχει μάλλον αμφισημία: "Αγύριστο κεφάλι" σε τι; Στις ιδέες ενός παλαιού αγώνα ή στην άρνηση να ξανασυμμετέχει; Μήπως αγύριστο σημαίνει ότι δεν γυρίζει να κοιτάξει το παρελθόν; Ή ότι δε θέλει να γυρίσει να κοιτάξει το ίδιο κι απαράλλαχτο παρόν; Μπορεί να σημαίνει κιόλας ότι δεν θέλει να γυρίσει να κοιτάξει το μέλλον διότι θα γεμίσει απελπισία. Ποιος ξέρει, οι γνώμες ποικίλλουν.
Στα χέρια σου αφήνω το τιμόνι/ κι η πιο μεγάλη νύχτα ξημερώνει: Ουσιαστικά εδώ δημιουργείται η εντύπωση πως ο παλιός αγωνιστής, κουρασμένος κι απογοητευμένος ίσως, "αφήνει το τιμόνι" (του τρεχαντηριού;) στον νεότερο. Ίσως εννοεί πως όλη η νέα γενιά μπορεί να σηκώσει το βάρος ενός αγώνα για αλλαγή από την εφιαλτική καθημερινότητα. Η "πιο μεγάλη νύχτα" ίσως πάλι να είναι η νύχτα των τύψεων που τον βασανίζουν επειδή δεν μπορεί ή δεν θέλει να συνεχίσει να αγωνίζεται. Επίσης μπορεί να σηματοδοτεί την αλλαγή μιας εποχής, όπου οι αγώνες πρέπει να γίνουν από άλλα χέρια. Το μέλλον πάντως δείχνει να παρουσιάζεται αισιόδοξο, καθώς οι στίχοι τελειώνουν με μία εικόνα ήλιου που βγαίνει.
Βέβαια δεν μπορώ να ξέρω σε πόσα έπεσα μέσα σε αυτήν μου την ανάλυση ή αν ήμουν εκτός θέματος. Ήθελα εδώ και χρόνια να δώσω μια δική μου ερμηνεία σε αυτό το ποίημα/στιχούργημα, μιας και με κέντρισε με τον συμβολικό του τόνο από την πρώτη στιγμή που το διάβασα. Τουλάχιστον για την πολιτική και κοινωνική του χροιά ελπίζω πως δεν έπεσα έξω. Βαγγέλης Ιωσηφίδης