Τους τιμημένους νεκρούς μας, αυτούς που σκοτώθηκαν για να είμαστε εμείς ελεύθεροι, τους θυμόμαστε συνήθως τις κεγόμενες ιστορικές μέρες. Κρίμα, διότι θα έπρεπε να τους έχουμε πάντα στον νου μας. Ανθρώπους που υπερασπίζονται την ελευθερία οφείλουμε να τους τιμάμε έμπρακτα και καθημερινά: όχι για το θεαθήναι ή τις μέρες που συνηθίζεται. Διότι η τιμή και η ευγνωμοσύνη δεν έχουν πρόγραμμα ούτε ημερομηνίες.
Πέρα από αυτό, συνήθως αυτές τις θυσίες ανώνυμων ηρώων, που άφησαν οικογένειες, φίλους και δικούς, καθώς και την ελπίδα για την ίδια τους τη ζωή, τις θυμόμαστε και τις μνημονεύουμε ως επιχείρημα για να στηρίξουμε την πολιτική μας θέση. Κάνουμε μια επίκληση στο συναίσθημα, υπονοώντας πως μόνο εμείς και οι ομοϊδεάτες μας -και όχι οι πολιτικοί μας αντίπαλοι- έχουμε αίσθημα ευγνωμοσύνης και συνεχίζουμε την πορεία που χάραξαν αυτοί οι ήρωες. Αυτό είναι πατριδοκαπηλία. Κανένας δεν έχει δικαίωμα να εκμεταλλεύεται θυσίες ηρώων για το προσωπικό ή το πολιτικό του συμφέρον. Βέβαια αυτό συνεχίζει να γίνεται κατά κόρον.
Αν θέλουμε όμως να ερευνήσουμε καλύτερα το τι σήμαιναν (και συνεχίζουν να σημαίνουν) αυτές οι θυσίες, απαραίτητο είναι να δούμε ποιοι είναι αυτοί που σκοτώθηκαν και γιατί. Απλοί άνθρωποι ήταν, σαν εμάς. Άνθρωποι που έτρεμαν, όπως κι εμείς, όπως κάθε λογικός άνθρωπος, τον πόλεμο. Άνθρωποι που δεν ήθελαν να πάνε κι αν μπορούσαν να διαλέξουν, θα διάλεγαν την ειρήνη, διότι μόνο με ειρήνη υπάρχει πολιτισμός, ανάπτυξη, μέλλον. Όσοι δεν φοβούνται και δε μισούν τον πόλεμο είναι μόνο όσοι δεν καταλαβαίνουν το μέγεθος της θηριωδίας του. Όσοι έχουν πλήρη άγνοια κινδύνου ή βλέπουν αδιάφορα τις μαζικές εκτελέσεις και δολοφονίες, τους βιασμούς, τους αποκεφαλισμούς και την αποκτήνωση και πιστεύουν πως είναι για το καλύτερο. Αυτοί οι άνθρωποι είναι τρομακτικοί για το μέλλον της ανθρωπότητας.
Οι ήρωες σκοτώθηκαν, λένε, για την πατρίδα. Και τι είναι η πατρίδα; Το χώμα; Οι πόλεις; Οι κοινωνικές δομές; Κάτι αφηρημένο ίσως; Ίσως είναι λίγο απ' όλα. Πιο πολύ, θα έλεγα, η πατρίδα είναι ένα σπίτι, ένα τείχος ασφαλείας απέναντι στη σκληρότητα του κόσμου. Ένα τείχος που προστατεύει την ελευθερία και τη ζωή και ο άνθρωπος είναι το βαρόμετρό της. Χωρίς ελευθερία και χωρίς σεβασμό προς τη ζωή δεν υπάρχει πατρίδα και κανείς δεν αξίζει να υπερασπίζεται ένα κράτος που περιφρονεί αυτά τα ιδανικά. Το να θυσιάζεται κάποιος για ένα κράτος που περιφρονεί τη ζωή του είναι ό,τι πιο αντιφατικό, ό,τι πιο οξύμωρο.
Πώς μπορούμε όμως έμπρακτα να υποστηρίξουμε τον σεβασμό προς τη ζωή και την ελευθερία; Είμαστε μικροί ως μονάδες, με ελάχιστη πολιτική και κοινωνική δύναμη. Το κράτος όμως από εμάς, τις μικρές μονάδες, αποτελείται. Ο καλύτερος τρόπος, θα έλεγα, είναι να επιζητούμε την ειρήνη. Όταν μνημονεύουμε τους νεκρούς μας, τους ήρωες που θυσιάστηκαν για την ελευθερία πρέπει να θυμόμαστε τι σημαίνει ελευθερία: ειρήνη, όχι πόλεμος. Ίσως κάποιες φορές ο πόλεμος, το απόλυτο κακό της ανθρωπότητας, να είναι αναπόφευκτος. Ποτέ όμως δεν είναι αρεστός, ποτέ δεν είναι ευπρόσδεκτος. Και η χειρότερη μορφή προδοσίας προς τους νεκρούς που θυσιάστηκαν είναι να επιζητούμε τον πόλεμο, να περιφρονούμε και να ξεχνάμε τις κραυγές απελπισίας του άμαχου πληθυσμού ή των επίστρατων που σκοτώθηκαν εν καιρώ πολέμου.
Οπότε το επόμενο βήμα είναι η επιθυμία για ειρήνη. Η ειρήνη μπορεί να φέρει συνεργασία και ανάπτυξη και μόνο αυτά μπορούν να φέρουν την ειρήνη. Το μίσος, ο διαχωρισμός και η επακόλουθη περιφρόνηση της ζωής των άλλων (αφού είναι υποτίθεται διαφορετική από τη δική μας) μόνο πόλεμο και θηριωδία μπορούν να φέρουν. Για να θέλει, πάλι, κάποιος διακαώς τον πόλεμο, σημαίνει πως στην ειρήνη δε βρίσκει τον εαυτό του, δε βρίσκει μία θέση για τον ίδιο. Κι αυτό είναι μάστιγα.
Η χειρότερη προδοσία λοιπόν είναι η προδοσία απέναντι στην ειρήνη. Η αγάπη και η προσδοκία για πόλεμο. Ο χειρότερος τρόπος για να τιμήσεις του νεκρούς ήρωες είναι να ονειρεύεσαι κι άλλους νεκρούς ήρωες, διότι δεν καταλαβαίνεις τον πόνο και τη θυσία τους. Αν υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε για να μην υπάρξουν άλλοι πόλεμοι είναι να βγάλουμε την ιδέα του πολέμου από μέσα μας. Η παγκόσμια ειρήνη είναι ένα μακρινό, άπιαστο ίσως, όνειρο αλλά κάθε μας βήμα πρέπει απαραιτήτως να οδεύει προς τα εκεί. Η ιδέα της συνεργασίας και της αλληλοκατανόησης, της εμπιστοσύνης και του οραματισμού πρέπει να υπερνικούν το σκοτάδι που υπάρχει μέσα μας. Ποιος δε θα ήθελε, αν μπορούσε, να φέρει την ειρήνη; Ε λοιπόν, το χρέος μας είναι να εργαστούμε γι' αυτό, πρώτα με τον εαυτό μας κι έπειτα με το κοινωνικό περιβάλλον μας. Χωρίς τέτοιου είδους θέληση, δεν υπάρχει ελπίδα.
Πέρα από αυτό, συνήθως αυτές τις θυσίες ανώνυμων ηρώων, που άφησαν οικογένειες, φίλους και δικούς, καθώς και την ελπίδα για την ίδια τους τη ζωή, τις θυμόμαστε και τις μνημονεύουμε ως επιχείρημα για να στηρίξουμε την πολιτική μας θέση. Κάνουμε μια επίκληση στο συναίσθημα, υπονοώντας πως μόνο εμείς και οι ομοϊδεάτες μας -και όχι οι πολιτικοί μας αντίπαλοι- έχουμε αίσθημα ευγνωμοσύνης και συνεχίζουμε την πορεία που χάραξαν αυτοί οι ήρωες. Αυτό είναι πατριδοκαπηλία. Κανένας δεν έχει δικαίωμα να εκμεταλλεύεται θυσίες ηρώων για το προσωπικό ή το πολιτικό του συμφέρον. Βέβαια αυτό συνεχίζει να γίνεται κατά κόρον.
Αν θέλουμε όμως να ερευνήσουμε καλύτερα το τι σήμαιναν (και συνεχίζουν να σημαίνουν) αυτές οι θυσίες, απαραίτητο είναι να δούμε ποιοι είναι αυτοί που σκοτώθηκαν και γιατί. Απλοί άνθρωποι ήταν, σαν εμάς. Άνθρωποι που έτρεμαν, όπως κι εμείς, όπως κάθε λογικός άνθρωπος, τον πόλεμο. Άνθρωποι που δεν ήθελαν να πάνε κι αν μπορούσαν να διαλέξουν, θα διάλεγαν την ειρήνη, διότι μόνο με ειρήνη υπάρχει πολιτισμός, ανάπτυξη, μέλλον. Όσοι δεν φοβούνται και δε μισούν τον πόλεμο είναι μόνο όσοι δεν καταλαβαίνουν το μέγεθος της θηριωδίας του. Όσοι έχουν πλήρη άγνοια κινδύνου ή βλέπουν αδιάφορα τις μαζικές εκτελέσεις και δολοφονίες, τους βιασμούς, τους αποκεφαλισμούς και την αποκτήνωση και πιστεύουν πως είναι για το καλύτερο. Αυτοί οι άνθρωποι είναι τρομακτικοί για το μέλλον της ανθρωπότητας.
Οι ήρωες σκοτώθηκαν, λένε, για την πατρίδα. Και τι είναι η πατρίδα; Το χώμα; Οι πόλεις; Οι κοινωνικές δομές; Κάτι αφηρημένο ίσως; Ίσως είναι λίγο απ' όλα. Πιο πολύ, θα έλεγα, η πατρίδα είναι ένα σπίτι, ένα τείχος ασφαλείας απέναντι στη σκληρότητα του κόσμου. Ένα τείχος που προστατεύει την ελευθερία και τη ζωή και ο άνθρωπος είναι το βαρόμετρό της. Χωρίς ελευθερία και χωρίς σεβασμό προς τη ζωή δεν υπάρχει πατρίδα και κανείς δεν αξίζει να υπερασπίζεται ένα κράτος που περιφρονεί αυτά τα ιδανικά. Το να θυσιάζεται κάποιος για ένα κράτος που περιφρονεί τη ζωή του είναι ό,τι πιο αντιφατικό, ό,τι πιο οξύμωρο.
Πώς μπορούμε όμως έμπρακτα να υποστηρίξουμε τον σεβασμό προς τη ζωή και την ελευθερία; Είμαστε μικροί ως μονάδες, με ελάχιστη πολιτική και κοινωνική δύναμη. Το κράτος όμως από εμάς, τις μικρές μονάδες, αποτελείται. Ο καλύτερος τρόπος, θα έλεγα, είναι να επιζητούμε την ειρήνη. Όταν μνημονεύουμε τους νεκρούς μας, τους ήρωες που θυσιάστηκαν για την ελευθερία πρέπει να θυμόμαστε τι σημαίνει ελευθερία: ειρήνη, όχι πόλεμος. Ίσως κάποιες φορές ο πόλεμος, το απόλυτο κακό της ανθρωπότητας, να είναι αναπόφευκτος. Ποτέ όμως δεν είναι αρεστός, ποτέ δεν είναι ευπρόσδεκτος. Και η χειρότερη μορφή προδοσίας προς τους νεκρούς που θυσιάστηκαν είναι να επιζητούμε τον πόλεμο, να περιφρονούμε και να ξεχνάμε τις κραυγές απελπισίας του άμαχου πληθυσμού ή των επίστρατων που σκοτώθηκαν εν καιρώ πολέμου.
Οπότε το επόμενο βήμα είναι η επιθυμία για ειρήνη. Η ειρήνη μπορεί να φέρει συνεργασία και ανάπτυξη και μόνο αυτά μπορούν να φέρουν την ειρήνη. Το μίσος, ο διαχωρισμός και η επακόλουθη περιφρόνηση της ζωής των άλλων (αφού είναι υποτίθεται διαφορετική από τη δική μας) μόνο πόλεμο και θηριωδία μπορούν να φέρουν. Για να θέλει, πάλι, κάποιος διακαώς τον πόλεμο, σημαίνει πως στην ειρήνη δε βρίσκει τον εαυτό του, δε βρίσκει μία θέση για τον ίδιο. Κι αυτό είναι μάστιγα.
Η χειρότερη προδοσία λοιπόν είναι η προδοσία απέναντι στην ειρήνη. Η αγάπη και η προσδοκία για πόλεμο. Ο χειρότερος τρόπος για να τιμήσεις του νεκρούς ήρωες είναι να ονειρεύεσαι κι άλλους νεκρούς ήρωες, διότι δεν καταλαβαίνεις τον πόνο και τη θυσία τους. Αν υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε για να μην υπάρξουν άλλοι πόλεμοι είναι να βγάλουμε την ιδέα του πολέμου από μέσα μας. Η παγκόσμια ειρήνη είναι ένα μακρινό, άπιαστο ίσως, όνειρο αλλά κάθε μας βήμα πρέπει απαραιτήτως να οδεύει προς τα εκεί. Η ιδέα της συνεργασίας και της αλληλοκατανόησης, της εμπιστοσύνης και του οραματισμού πρέπει να υπερνικούν το σκοτάδι που υπάρχει μέσα μας. Ποιος δε θα ήθελε, αν μπορούσε, να φέρει την ειρήνη; Ε λοιπόν, το χρέος μας είναι να εργαστούμε γι' αυτό, πρώτα με τον εαυτό μας κι έπειτα με το κοινωνικό περιβάλλον μας. Χωρίς τέτοιου είδους θέληση, δεν υπάρχει ελπίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου