Η κριτική είναι το εθνικό μας σπορ. Η κριτική απ' τον καναπέ μας, άνετα κι αβίαστα. Έχουμε γνώμη για οτιδήποτε συμβεί, για οποιονδήποτε κλάδο και οποιαδήποτε κατάσταση περάσει μπροστά απ' τα μάτια μας κι έχουμε την απαίτηση η άποψή μας να έχει αξία. Συνηθίζουμε οι Έλληνες να χαρακτηρίζουμε πολύ εύκολα και να βάζουμε ταμπέλες στους υπολοίπους. Μία από τις χειρότερες είναι η ταμπέλα του "ξεπουλημένου".
Όσο κάποιος διάσημος είναι της αρεσκείας μας στο στυλ, την εμφάνιση και το περιεχόμενο, όλα εντάξει. Τον θαυμάζουμε, τον υποστηρίζουμε και λέμε τα καλύτερα. Μόλις όμως αποκτήσει φήμη, διασημότητα και περισσότερο κοινό και αλλάξει το στυλ του, αρχίζει το κράξιμο. Λέμε πως ξεπουλήθηκε για τα λεφτά, πως πια δεν αξίζει ή πως εξαρχής δεν έλεγε και πολλά. Δηλαδή υποθέτουμε πως αυτός που βλέπαμε αρχικά ήταν ο πραγματικός του εαυτός και ο μετέπειτα αποτελεί την ξεπουλημένη του εικόνα. Εδώ όμως διαπράττουμε δύο μεγάλα φάουλ.
Πρώτον, δεν τον ξέρουμε το ίδιο καλά όσο ο ίδιος ξέρει τον εαυτό του. Εμείς αρχικά βλέπουμε τον ήπιο, δειλό ίσως και άπειρο καλλιτέχνη -τραγουδιστή, ηθοποιό, τηλεπερσόνα, youtuber- κι έχουμε την εντύπωση πως γνωρίσαμε τον πραγματικό του εαυτό. Δεν είναι έτσι. Στην αρχή ο καθένας κρύβει λίγο πολύ τα θέλω του και την προσωπικότητά του για να δώσει μια ουδέτερη εικόνα, ενώ αργότερα, όταν δει πως πετυχαίνει, βγάζει προς τα έξω περισσότερα στοιχεία της προσωπικότητάς του, πιο πολλά απωθημένα και όσα δεν τολμούσε να πει παλιότερα. Αυτό εμείς οι παντογνώστες τηλεθεατές, το κοινό του δηλαδή, το εκλαμβάνουμε σαν προδοσία. Λες και είχε την υποχρέωση να μείνει όπως εμείς συνηθίσαμε ή λες και χρειάζεται την άδεια και την έγκρισή μας για να κάνει αυτό που γουστάρει. Δεν πάει έτσι όμως.
Δεύτερον, μόνο εκείνος ξέρει πόση δουλειά έχει κάνει και πόσο μεγάλες αποτυχίες και πίκρες έχει δεχτεί για να φτάσει όπου έφτασε. Το τι αξίζει να κάνει με την επιτυχία του είναι δική του δουλειά, όχι δική μας. Εμείς βλέπουμε έναν άνθρωπο σχεδόν σαν να γεννήθηκε τη στιγμή που έγινε γνωστός. Μέχρι εκείνην τη στιγμή αγνοούσαμε την ύπαρξή του. Δεν ξέρουμε τους πραγματικούς λόγους που βγήκε στο γυαλί, δε γνωρίζουμε το μέγεθος της φιλοδοξίας του ούτε πόσες ώρες ξόδεψε πριν καν φανταστεί ότι μπορεί να γίνει διάσημος. Οπότε όταν του γίνεται μία καλή επαγγελματική πρόταση, ας πούμε μία χορηγία ή μια πρόταση για διαφημιστική καμπάνια ενός προϊόντος, μόνο εκείνος μπορεί να καταλάβει το αν αξίζει. Η δουλειά του απέδωσε καρπούς και μια εταιρεία αναγνωρίζει τη φήμη του και θέλει να τον πληρώσει γι' αυτό. Εσύ που τον κράζεις, αν σου δινόταν η ίδια ευκαιρία -ακόμα και χωρίς τη σκληρή δουλειά του- θα έλεγες όχι;
Ένας φίλος μου έγραψε ένα πολύ ωραίο τσιτάτο καθώς υπερασπιζόταν μία φίλη του λογοτέχνιδα που τιμήθηκε πέρυσι με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για ένα ποίημά της. Ένα άλλο άτομο έγραφε πως η συγκεκριμένη λογοτέχνιδα έπρεπε να αρνηθεί το βραβείο από το κράτος που τόσο έχει βλάψει τους πολίτες κτλ. κτλ. Ο φίλος μου έγραψε: "είναι πολύ εύκολο να αρνηθεί κάποιος ένα βραβείο που δεν του δόθηκε". Αυτό νομίζω τα λέει όλα. Μέχρι να βρεθεί κάποιος στη θέση να αναγνωριστεί η προσπάθειά του και να του προταθεί το βραβείο, δεν έχει ιδέα τι σημαίνει αυτό. Δεν μπορεί καν να φανταστεί τι σημαίνει π.χ. η ποίηση για την ποιήτρια ή πόσες ώρες έχει φάει γράφοντας πριν το ποίημά της κερδίσει την αγάπη του κόσμου. Το τι πρέπει ή δεν πρέπει να κάνει μόνο η ίδια έχει το δικαίωμα να το πει, κανείς άλλος.
Βέβαια υποπτεύομαι τι κάνει τον απλό Έλληνα καναπεδοκένταυρο (είναι συγγενικό είδος με τον καρεκλοκένταυρο, της ίδιας συνομοταξίας) να κράζει και να βάζει ταμπέλες. Ζηλεύει. Η ζήλια και ο φθόνος του που κάποιος άλλος έχει πετύχει είναι πολύ μεγάλοι. Ξέρει ότι ο ίδιος δεν έχει πετύχει σ' αυτό που έκανε οπότε, αντί να καλοτυχίσει εκείνον που πέτυχε, τον φθονεί και τον κράζει. Τα έχουμε ξαναπεί αυτά. Αντί να θέλει να εξελίσσεται, προτιμά να μένει πνιγμένος στον βούρκο και να τραβά και τους άλλους μέσα για να μη νιώθει μοναξιά.
Το συμπέρασμά μου είναι το εξής: ας αφήσουμε τους άλλους να είναι ο εαυτός τους. Ας τους αφήσουμε να παίρνουν οι ίδιοι αποφάσεις για τη ζωή τους, να εκτιμούν το τι και πόσο αξίζει η δουλειά τους αντί να νομίζουμε πως ξέρουμε εμείς μόνο το καλύτερο για εκείνους. Εφόσον το αξίζουμε, ας προσπαθήσουμε να είμαστε κι εμείς εξίσου καλοί και πετυχημένοι. Ίσως τότε βρεθούμε στην ίδια θέση και, αν είμαστε τόσο συνεπείς και κατασταλαγμένοι, ίσως πούμε το όχι για να μην "ξεπουληθούμε". Κι αν δε φτάσουμε ποτέ στην περίοπτη θέση εκείνων, τουλάχιστον ας έχουμε δυο καλά πράγματα να πούμε απ' τον καναπέ μας αντί να προωθούμε την αρνητική κριτική. Δεν τσαλακώνει τη δική τους εικόνα αλλά τη δική μας.
Όσο κάποιος διάσημος είναι της αρεσκείας μας στο στυλ, την εμφάνιση και το περιεχόμενο, όλα εντάξει. Τον θαυμάζουμε, τον υποστηρίζουμε και λέμε τα καλύτερα. Μόλις όμως αποκτήσει φήμη, διασημότητα και περισσότερο κοινό και αλλάξει το στυλ του, αρχίζει το κράξιμο. Λέμε πως ξεπουλήθηκε για τα λεφτά, πως πια δεν αξίζει ή πως εξαρχής δεν έλεγε και πολλά. Δηλαδή υποθέτουμε πως αυτός που βλέπαμε αρχικά ήταν ο πραγματικός του εαυτός και ο μετέπειτα αποτελεί την ξεπουλημένη του εικόνα. Εδώ όμως διαπράττουμε δύο μεγάλα φάουλ.
Πρώτον, δεν τον ξέρουμε το ίδιο καλά όσο ο ίδιος ξέρει τον εαυτό του. Εμείς αρχικά βλέπουμε τον ήπιο, δειλό ίσως και άπειρο καλλιτέχνη -τραγουδιστή, ηθοποιό, τηλεπερσόνα, youtuber- κι έχουμε την εντύπωση πως γνωρίσαμε τον πραγματικό του εαυτό. Δεν είναι έτσι. Στην αρχή ο καθένας κρύβει λίγο πολύ τα θέλω του και την προσωπικότητά του για να δώσει μια ουδέτερη εικόνα, ενώ αργότερα, όταν δει πως πετυχαίνει, βγάζει προς τα έξω περισσότερα στοιχεία της προσωπικότητάς του, πιο πολλά απωθημένα και όσα δεν τολμούσε να πει παλιότερα. Αυτό εμείς οι παντογνώστες τηλεθεατές, το κοινό του δηλαδή, το εκλαμβάνουμε σαν προδοσία. Λες και είχε την υποχρέωση να μείνει όπως εμείς συνηθίσαμε ή λες και χρειάζεται την άδεια και την έγκρισή μας για να κάνει αυτό που γουστάρει. Δεν πάει έτσι όμως.
Δεύτερον, μόνο εκείνος ξέρει πόση δουλειά έχει κάνει και πόσο μεγάλες αποτυχίες και πίκρες έχει δεχτεί για να φτάσει όπου έφτασε. Το τι αξίζει να κάνει με την επιτυχία του είναι δική του δουλειά, όχι δική μας. Εμείς βλέπουμε έναν άνθρωπο σχεδόν σαν να γεννήθηκε τη στιγμή που έγινε γνωστός. Μέχρι εκείνην τη στιγμή αγνοούσαμε την ύπαρξή του. Δεν ξέρουμε τους πραγματικούς λόγους που βγήκε στο γυαλί, δε γνωρίζουμε το μέγεθος της φιλοδοξίας του ούτε πόσες ώρες ξόδεψε πριν καν φανταστεί ότι μπορεί να γίνει διάσημος. Οπότε όταν του γίνεται μία καλή επαγγελματική πρόταση, ας πούμε μία χορηγία ή μια πρόταση για διαφημιστική καμπάνια ενός προϊόντος, μόνο εκείνος μπορεί να καταλάβει το αν αξίζει. Η δουλειά του απέδωσε καρπούς και μια εταιρεία αναγνωρίζει τη φήμη του και θέλει να τον πληρώσει γι' αυτό. Εσύ που τον κράζεις, αν σου δινόταν η ίδια ευκαιρία -ακόμα και χωρίς τη σκληρή δουλειά του- θα έλεγες όχι;
Ένας φίλος μου έγραψε ένα πολύ ωραίο τσιτάτο καθώς υπερασπιζόταν μία φίλη του λογοτέχνιδα που τιμήθηκε πέρυσι με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για ένα ποίημά της. Ένα άλλο άτομο έγραφε πως η συγκεκριμένη λογοτέχνιδα έπρεπε να αρνηθεί το βραβείο από το κράτος που τόσο έχει βλάψει τους πολίτες κτλ. κτλ. Ο φίλος μου έγραψε: "είναι πολύ εύκολο να αρνηθεί κάποιος ένα βραβείο που δεν του δόθηκε". Αυτό νομίζω τα λέει όλα. Μέχρι να βρεθεί κάποιος στη θέση να αναγνωριστεί η προσπάθειά του και να του προταθεί το βραβείο, δεν έχει ιδέα τι σημαίνει αυτό. Δεν μπορεί καν να φανταστεί τι σημαίνει π.χ. η ποίηση για την ποιήτρια ή πόσες ώρες έχει φάει γράφοντας πριν το ποίημά της κερδίσει την αγάπη του κόσμου. Το τι πρέπει ή δεν πρέπει να κάνει μόνο η ίδια έχει το δικαίωμα να το πει, κανείς άλλος.
Βέβαια υποπτεύομαι τι κάνει τον απλό Έλληνα καναπεδοκένταυρο (είναι συγγενικό είδος με τον καρεκλοκένταυρο, της ίδιας συνομοταξίας) να κράζει και να βάζει ταμπέλες. Ζηλεύει. Η ζήλια και ο φθόνος του που κάποιος άλλος έχει πετύχει είναι πολύ μεγάλοι. Ξέρει ότι ο ίδιος δεν έχει πετύχει σ' αυτό που έκανε οπότε, αντί να καλοτυχίσει εκείνον που πέτυχε, τον φθονεί και τον κράζει. Τα έχουμε ξαναπεί αυτά. Αντί να θέλει να εξελίσσεται, προτιμά να μένει πνιγμένος στον βούρκο και να τραβά και τους άλλους μέσα για να μη νιώθει μοναξιά.
Το συμπέρασμά μου είναι το εξής: ας αφήσουμε τους άλλους να είναι ο εαυτός τους. Ας τους αφήσουμε να παίρνουν οι ίδιοι αποφάσεις για τη ζωή τους, να εκτιμούν το τι και πόσο αξίζει η δουλειά τους αντί να νομίζουμε πως ξέρουμε εμείς μόνο το καλύτερο για εκείνους. Εφόσον το αξίζουμε, ας προσπαθήσουμε να είμαστε κι εμείς εξίσου καλοί και πετυχημένοι. Ίσως τότε βρεθούμε στην ίδια θέση και, αν είμαστε τόσο συνεπείς και κατασταλαγμένοι, ίσως πούμε το όχι για να μην "ξεπουληθούμε". Κι αν δε φτάσουμε ποτέ στην περίοπτη θέση εκείνων, τουλάχιστον ας έχουμε δυο καλά πράγματα να πούμε απ' τον καναπέ μας αντί να προωθούμε την αρνητική κριτική. Δεν τσαλακώνει τη δική τους εικόνα αλλά τη δική μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου