Τον Μανώλη Σιμιτσάκη τον γνώρισα μέσω της σελίδας του στο διαδίκτυο, όπου έχει γράψει μια σειρά άρθρων για την επιμέλεια βιβλίων. Φυσικά στη δική του σελίδα υπήρχε διαφήμιση για την τριλογία του "Το Δέντρο του Άραϋ". Μαγνητίστηκα από τα εξώφυλλα κι αποφάσισα να τη διαβάσω.
Fast forward τρία χρόνια μετά. Δεν ξέρω τι σκοπεύει να κάνει αυτός ο συγγραφέας στο μέλλον· έχει ανακοινώσει πως ασχολείται με μια νέα συγγραφική δουλειά. Το αναγνωστικό κοινό όμως πιστεύω πως τον έχει συνδέσει αμετάκλητα με την προαναφερθείσα τριλογία. Παρακάτω θα αναφερθώ στα στοιχεία που μου έκαναν εντύπωση στην τριλογία αυτή.
Χαρακτήρες: Οι χαρακτήρες, οι βασικοί ήρωες της τριλογίας, δεν είναι παρά καθημερινοί άνθρωποι. Απλοί άνθρωποι, όπως εσύ κι εγώ, που απλά βρέθηκαν μέσα σε μια θύελλα αλλόκοτων καταστάσεων. Ζουν και δρουν με βάση τα πάθη τους και τη συνείδησή τους, ενώ δε γίνεται καμία προσπάθεια να χτιστούν σαν επικοί ήρωες. Έχουν το χιούμορ τους, τους φόβους και τις ελπίδες τους. Ακόμα και τα πιο εξωκοσμικά πλάσματα που αναφέρονται είναι ανθρώπινα, γεμάτα πάθη, απαλλαγμένα από οποιαδήποτε μορφή επικότητας (ίσως με 1-2 εξαιρέσεις).
Φιλοσοφία: έχοντας διαβάσει και τα τρία έργα του, αποκομίζω την ίδια εντύπωση που είχα κι όταν διάβασα το πρώτο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου: ο συγγραφέας είναι ένας εκ φύσεως αισιόδοξος άνθρωπος. Χρωματίζει όλο τον κόσμο του με πολλά χρώματα και, ενώ αφήνει έπειτα τον κουβά με το μαύρο να χυθεί πάνω στη ζωγραφιά, φυλάει πάντα ένα κομμάτι του πίνακα χρωματιστό. Ο συγγραφέας παρουσιάζει καταστάσεις αδιέξοδες, που προκαλούν θα έλεγε κανείς απελπισία, και, σαν μάγος που βγάζει τον λαγό απ' το καπέλο του, δείχνει στον αναγνώστη μια αόρατη έξοδο.
Φανταστικό: πολλοί συγγραφείς γράφουν "Λογοτεχνία του Φανταστικού". Ονειρεύονται έναν κόσμο, τον χτίζουν, θέτουν τους δικούς τους κανόνες, τον κάνουν αρκετά ρεαλιστικό και τον παρουσιάζουν στον αναγνώστη. Ο Μανώλης Σιμιτσάκης κάνει κάτι διαφορετικό: δείχνει να συναρπάζεται από τη δημιουργία κόσμων, χωρίς να τους "δένει" όμως με αυστηρούς κανόνες. Το στοιχείο του φανταστικού δεν υπάρχει μόνο στον ίδιο τον κόσμο αλλά και στους νόμους που έχουν επιβληθεί σ' αυτόν. Με λίγα λόγια, ο αναγνώστης δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τίποτα. Κι αυτό κάνει το έργο του ξεχωριστό.
Συνολικά, αυτό το τελευταίο, η δημιουργία κόσμων, είναι το κατεξοχήν στοιχείο που αποκόμισα από την τριλογία. Όπως υπόσχονται τα εξώφυλλα, οι περιγραφές είναι γλαφυρές και οι πιθανότητες που ανοίγονται χαοτικές. Ο θάνατος και η μεταθανάτια ζωή από μια διαφορετική, κατά την προσωπική μου γνώμη αθώα κι ελπιδοφόρα, σκοπιά.
Fast forward τρία χρόνια μετά. Δεν ξέρω τι σκοπεύει να κάνει αυτός ο συγγραφέας στο μέλλον· έχει ανακοινώσει πως ασχολείται με μια νέα συγγραφική δουλειά. Το αναγνωστικό κοινό όμως πιστεύω πως τον έχει συνδέσει αμετάκλητα με την προαναφερθείσα τριλογία. Παρακάτω θα αναφερθώ στα στοιχεία που μου έκαναν εντύπωση στην τριλογία αυτή.
Χαρακτήρες: Οι χαρακτήρες, οι βασικοί ήρωες της τριλογίας, δεν είναι παρά καθημερινοί άνθρωποι. Απλοί άνθρωποι, όπως εσύ κι εγώ, που απλά βρέθηκαν μέσα σε μια θύελλα αλλόκοτων καταστάσεων. Ζουν και δρουν με βάση τα πάθη τους και τη συνείδησή τους, ενώ δε γίνεται καμία προσπάθεια να χτιστούν σαν επικοί ήρωες. Έχουν το χιούμορ τους, τους φόβους και τις ελπίδες τους. Ακόμα και τα πιο εξωκοσμικά πλάσματα που αναφέρονται είναι ανθρώπινα, γεμάτα πάθη, απαλλαγμένα από οποιαδήποτε μορφή επικότητας (ίσως με 1-2 εξαιρέσεις).
Φιλοσοφία: έχοντας διαβάσει και τα τρία έργα του, αποκομίζω την ίδια εντύπωση που είχα κι όταν διάβασα το πρώτο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου: ο συγγραφέας είναι ένας εκ φύσεως αισιόδοξος άνθρωπος. Χρωματίζει όλο τον κόσμο του με πολλά χρώματα και, ενώ αφήνει έπειτα τον κουβά με το μαύρο να χυθεί πάνω στη ζωγραφιά, φυλάει πάντα ένα κομμάτι του πίνακα χρωματιστό. Ο συγγραφέας παρουσιάζει καταστάσεις αδιέξοδες, που προκαλούν θα έλεγε κανείς απελπισία, και, σαν μάγος που βγάζει τον λαγό απ' το καπέλο του, δείχνει στον αναγνώστη μια αόρατη έξοδο.
Φανταστικό: πολλοί συγγραφείς γράφουν "Λογοτεχνία του Φανταστικού". Ονειρεύονται έναν κόσμο, τον χτίζουν, θέτουν τους δικούς τους κανόνες, τον κάνουν αρκετά ρεαλιστικό και τον παρουσιάζουν στον αναγνώστη. Ο Μανώλης Σιμιτσάκης κάνει κάτι διαφορετικό: δείχνει να συναρπάζεται από τη δημιουργία κόσμων, χωρίς να τους "δένει" όμως με αυστηρούς κανόνες. Το στοιχείο του φανταστικού δεν υπάρχει μόνο στον ίδιο τον κόσμο αλλά και στους νόμους που έχουν επιβληθεί σ' αυτόν. Με λίγα λόγια, ο αναγνώστης δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τίποτα. Κι αυτό κάνει το έργο του ξεχωριστό.
Συνολικά, αυτό το τελευταίο, η δημιουργία κόσμων, είναι το κατεξοχήν στοιχείο που αποκόμισα από την τριλογία. Όπως υπόσχονται τα εξώφυλλα, οι περιγραφές είναι γλαφυρές και οι πιθανότητες που ανοίγονται χαοτικές. Ο θάνατος και η μεταθανάτια ζωή από μια διαφορετική, κατά την προσωπική μου γνώμη αθώα κι ελπιδοφόρα, σκοπιά.