Κυριακή 20 Ιουνίου 2021

Γιατί ενοχλεί ο όρος "Γυναικοκτονία"

   Γίνεται μεγάλη συζήτηση αυτό το διάστημα για τον όρο "γυναικοκτονία". Άλλοι τον δέχονται και στηρίζουν τη χρήση του, ενώ μια μερίδα συμπολιτών, συνήθως άνδρες, τον απορρίπτει εντελώς. Θεωρώ πως αυτή η απόρριψη αξίζει ανάλυση. Αλλά ας βάλουμε τον όρο στο μικροσκόπιο αρχικά.
   Γυναικοκτονία σημαίνει "το να θανατώνεται μια γυναίκα εξαιτίας του φύλου της". Η βασική ένσταση εδώ είναι ότι θα έπρεπε αντιστοίχως να υπάρχει κι ο όρος "Ανδροκτονία", για να υπάρχει ισότητα. Το ζήτημα βέβαια είναι πως ένας όρος δημιουργείται όταν υπάρχει λόγος να δημιουργηθεί. Στην περίπτωσή μας, βλέπουμε ότι, ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις, γυναίκες δολοφονούνται πολύ συχνότερα από άνδρες μετά από σεξουαλική παρενόχληση, κακοποίηση ή ενδοοικογενειακή βία.
   Οπότε εδώ δεν τίθεται ζήτημα ισότητας. Ο όρος αυτός αναδύεται για να περιγράψει ένα υπαρκτό φαινόμενο, να το κρατήσει στην επιφάνεια της συλλογικής μνήμης και να ευαισθητοποιήσει την κοινωνία υπέρ αυτού. Το οξύμωρο είναι ότι οι θιασώτες του όρου αυτού είναι αυτοί που θα ήθελαν να πάψει το φαινόμενο, άρα και η χρήση του όρου, ενώ οι πολέμιοι αυτού αδυνατούν να δουν το φαινόμενο ως πραγματικό, άρα διαιωνίζουν το ίδιο αλλά και την ανάγκη χρήσης του όρου.
   Το δεύτερο μεγάλο αντεπιχείρημα είναι πως ο όρος αυτός υποβιβάζει τις γυναίκες, διότι διαχωρίζει τη δολοφονία γυναικών από την ανθρωποκτονία. Φυσικά, αυτή η λογική είναι σαθρή: ο όρος "γυναικοκτονία" είναι υποσύνολο του γενικού όρου "ανθρωποκτονία" και δεν έρχεται σε αντίθεση με αυτόν. Αντίστοιχοι όροι, όπως "παιδοκτονία", "βρεφοκτονία", "πατροκτονία", "αδελφοκτονία" κλπ. χρησιμοποιούνται ανέκαθεν για να περιγράψουν εγκλήματα ειδεχθή, χωρίς ανάλογη συζήτηση. Κι αυτό φανερώνει πολλά.
 Φανερώνει για αρχή πως οι πολέμιοι του όρου θέλουν να δείχνουν ευαισθητοποιημένοι, μόνο που το κάνουν με ανάρμοστο τρόπο. Πρώτον, και μόνο αυτός ο ανηλεής και ατελείωτος πόλεμος με τον όρο δείχνει μια ενοχή. Ο πολέμιος του όρου στέκεται εξ ορισμού απέναντι στη γυναίκα, διότι δε θέλει να αναγνωρίσει το φαινόμενο. Όμως επειδή δε θα μπορούσε να κρίνει σαν ανύπαρκτο το φαινόμενο, πασχίζει να το κουκουλώσει. Κι αυτή η προαναφερθείσα ενοχή φανερώνει πως βλέπει τη γυναίκα σαν απειλή, φοβούμενος πως η αλλαγή της υπάρχουσας κατάστασης θα υποβιβάσει τη δική του θέση στην κοινωνία.
   Δεύτερον, η άρνηση του φαινομένου αυτού, ευθεία ή συγκαλυμμένη, δείχνει μια συνολική τάση της κοινωνίας να καλύπτει τη λερωμένη φωλιά της και μάλιστα με έναν τρόπο ακόμα πιο δύσοσμο. Γίνεται μια προσπάθεια ενοχοποίησης του θύματος, των χαρακτηριστικών του, των πράξεών του, των γραπτών του (μιας και δημοσιοποιούνται προσωπικές σημειώσεις ημερολογίου, πέρα από κάθε δημοσιογραφική δεοντολογία) αλλά και ταυτόχρονα ένα ξέπλυμα του θύτη, σε ρυθμούς συστηματικούς και μανιώδεις. Η ίδια η κοινωνία τάσσεται υπέρ του θύτη, όπως φανερώνουν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Κι επειδή αυτό δεν μπορεί να γίνει ανοιχτά (να ειπωθεί δηλαδή πως η δολοφονία αυτή είναι δικαιολογημένη και επικροτείται), υπάρχει η συνεχής τάση αντιστροφής των ρόλων, όπου ο θύτης βαφτίζεται θύμα και το θύμα θύτης. "Κάτι θα του έκανε, δεν μπορεί", "ήταν πολύ καλό παιδί και δεν είχε δώσει δικαιώματα", είναι λεγόμενα που συνηθίζονται σε τέτοιες περιπτώσεις. 
   Ολόκληρη η κοινωνία πέφτει διαρκώς από τα σύννεφα, συγκλονίζεται από τα συσσωρευμένα "μεμονωμένα περιστατικά" και κλαίει περισσότερο για τον θύτη παρά για το θύμα. Ο λόγος είναι απλός: στον θύτη βλέπει να καθρεφτίζεται ο εαυτός της κι αυτή την εικόνα θέλει να τη σβήσει από τη συλλογική μνήμη. Η κοινωνία προτιμά να αρνείται τις δολοφονίες γυναικών, για να μην ανασκαλευτούν τα αίτια που οδηγούν σε αυτές. Έχει περάσει όμως ο καιρός που οι όροι "έγκλημα πάθους" και "έγκλημα από αγάπη" μπορούσαν να ωραιοποιούν μια κατάσταση δύσοσμη και να γίνονται αποδεκτοί. Ο καθρέφτης της κοινωνίας πρέπει να μείνει εκεί, να δείχνει το άσχημο πρόσωπό της κάθε ώρα και στιγμή, μέχρι η ίδια η κοινωνία να κοιτάξει κατάματα το πρόβλημα, είτε το θέλει είτε όχι. Για να μείνει αυτός ο καθρέφτης υψωμένος, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως οι γυναίκες δολοφονούνται επειδή υπάρχουν, επειδή θεωρούνται ιδιοκτησία των ανδρών κι επειδή η συντηρητική τάση κυριαρχίας του ανδρικού φύλου πάνω στο γυναικείο είναι συνολικό φαινόμενο κι όχι μεμονωμένο περιστατικό. Οπότε θα λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Μέχρι να πάψουν να δολοφονούνται γυναίκες από παρενοχλητές, βιαστές, συζύγους και συγγενείς που τις θεωρούν κτήμα τους, θα μιλάμε για γυναικοκτονίες. Παράλληλα, θα ευχόμαστε να πάψει το φαινόμενο, για να πάψει και η ανάγκη χρήσης του όρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου