Το παρακάτω κείμενο είναι μια ανάλυση, από τη δική μου σκοπιά, του τραγουδιού "Ψωμί κι Εφημερίδα" του Μίλτου Πασχαλίδη. Λίγο-πολύ το βλέπω σαν παράπονο ενός αγοριού προς την υπερπροστατευτική του μητέρα, το οποίο εκφράζεται έμμεσα και με λέξεις κλειδιά.
Η ξύλινη ασπίδα που αναφέρεται στην αρχή είναι το φράγμα που προσπαθεί να δημιουργήσει μια μητέρα προς το παιδί της απέναντι στον "έξω κόσμο". Ξύλινη ως τεχνητή και εύθραυστη, "χρεώνεται" στο γιο, μιας και δεν την επέλεξε και την βλέπει σαν βαρίδιο. Με τα χρόνια, η επαφή με τον έξω κόσμο κάνει τον ώριμο πια γιο να δει την ασπίδα αυτή σαν εμπόδιο προς την κοινωνικοποίησή του και την επιστρέφει, κακήν-κακώς, πίσω στη δημιουργό της. Οι επόμενοι στίχοι, που αναφέρονται στις νίκες και τις ήττες, γίνονται εύκολα κατανοητοί: η νίκη σπάνια επιβραβεύεται από την ανήσυχη μάνα (π.χ. "μην παίρνουν τα μυαλά σου αέρα") και η ήττα γίνεται αιτία καβγά (π.χ. "στα λεγα εγώ", "θα μπορούσες να χτυπήσεις", "καλά να πάθεις"). Ο Μίλτος τονίζει πως ο πόθος του κάθε παιδιού είναι να πάρει την ευθύνη των πράξεών του, να ωριμάσει μέσα από τη νίκη και την ήττα, κι όχι να κρύβεται πίσω απ' τα φουστάνια της μάνας του (τη συντριβή μου δε στη χαρίζω).
Έπειτα, όταν έρχεται η ώρα που ο γιος "ανοίγει τα δικά του φτερά" και φεύγει απ' το σπίτι, μια μητέρα που δεν προσπάθησε να τον καταλάβει χρησιμοποιεί επίμονα όλους τους λάθος τρόπους για την θυμάται (να κερδίσει την αθανασία), όπως οι όρκοι και τα ενθύμια. Κυνηγώντας τους "εχθρούς", δηλαδή όλα εκείνα τα πρόσωπα ή πράγματα και καταστάσεις που απογαλακτίζουν το γιο της, έχει αμελήσει πως, αντί για κύριος σύμμαχος, έχει γίνει η ίδια "εχθρός" χωρίς να το καταλάβει (αποφεύγει να κοιταχτεί στον καθρέφτη). Το λάθος του όλου εγχειρήματος παρουσιάζεται στον επόμενο στίχο: "δεν το λένε αυτό ζωή ούτε κι ευθανασία", μιας και οι περιττές ανησυχίες της μάνας καταστρέφουν και τη δική της ψυχική γαλήνη. Αποτέλεσμα φυσικά είναι η κακή διάθεση του γιου απέναντι σε όλη αυτή την προσπάθεια, ώστε "να μπαίνει στο πατρικό του σαν τον κλέφτη" προκειμένου να γλυτώσει από το δράμα αυτό.
Στην επόμενη στροφή η επίθεση γίνεται πιο άμεση, καθώς ο γιος κατηγορεί τη μάνα για αγάπη που κατέληξε σε εφιάλτη, καταστρέφοντας το ρόλο της μάνας σαν να ήταν μητριά, που δε νιώθει δηλαδή πραγματικά τις ανάγκες του παιδιού της. Τα "σύνορα της στάχτης", τα εκλαμβάνω ως το τέλος της παιδικής ηλικίας, τη φάση που ο γιος επιστρέφει ενήλικας και "τα χώνει" σαν ίσος στη μητέρα του. Η στάχτη μπορεί όμως να ερμηνευτεί με δύο τρόπους: αυτόν της αναγέννησης, που αναφέρθηκε παραπάνω (καθώς η μετάβαση από την παιδική/εφηβική στην ενήλικη ηλικία είναι κάτι σαν μια αναγέννηση), αλλά και αυτόν της καταστροφής, καθώς οι καβγάδες που προκύπτουν τότε διαλύουν την καλή οικογενειακή σχέση.
Το ρεφρέν είναι μια αναπόληση κακών συνηθειών της μάνας τα πρώτα χρόνια, όπου το παιδί για τα θελήματα είναι μια καθημερινότητα. Κατακρίνεται η κίνηση του να στείλει η μάνα το παιδί για τσιγάρα, ψωμί κι εφημερίδα με την ειρωνική προστακτική "στείλε με". Τα τσιγάρα συμβολίζουν την προτροπή της μάνας προς τις κακές συνήθειες, η οποία γίνεται ελαφρά τη καρδία, ενώ το ψωμί κι η εφημερίδα, σαφώς πιο αθώα παραδείγματα, συμβολίζουν πιθανότατα την ήρεμη συνείδηση του "ευσυνείδητου πολίτη-γονιού", ο οποίος νοιάζεται για το βιος και το συμφέρον του, ξεχνώντας τα σημαντικότερα. Παρόλα αυτά, ο γιος εναγωνίως προσπαθεί να της θυμήσει το βασικό: "ο μικρός σου ο γιος είμαι γω!". Η κατακλείδα είναι η ανάγκη του γιου να βγει στην επιφάνεια, καθώς δε θέλει να "κρατήσει τα ρέστα", βλέποντάς το σαν φτηνή δωροδοκία και επιπόλαιη επίδειξη μητρικής στοργής. Ο τελευταίος στίχος πηγαίνει και σε άλλα επίπεδα, καθώς τα ρέστα συμβολίζουν τη λειψή προσοχή που ο ίδιος έχει, τη λειψή στοργή και, το σημαντικότερο ίσως, τη λειψή εμπιστοσύνη.
Η επόμενη στροφή ξεκινάει με μια μεγάλη αλήθεια που διέπει τις περισσότερες μάνες. Δηλαδή, ενώ μια ζωή κυνηγάνε να προστατέψουν τα παιδιά τους από οποιαδήποτε επιρροή, με μια ξαφνική στροφή απαιτούν ο γιος να αποκτήσει προσωπικότητα και πυγμή, το "εγώ" όπως αναφέρεται. Η συνέχεια ενέχει μια ενδόμυχη απειλή της μάνας, καθώς εννοείται πως καμία μάνα δε θέλει έναν άχρηστο γιο. Τον πιέζει να γίνει "καπάτσος" ώστε να έχει την αγάπη της, χωρίς πρωτύτερα να έχει προσπαθήσει να του τη γαλουχήσει σταδιακά. Ένας δικός μου συνειρμός πάνω σ' αυτό είναι ένας οργανισμός που ζει σε αποστειρωμένο περιβάλλον για χρόνια, ο οποίος ξαφνικά δέχεται μια παράλογη πίεση να αποκτήσει όλα τα αντισώματα που θα έπρεπε να έχει μέχρι τότε. Η αντίδραση του γιου, πάντως, είναι η αναμενόμενη: στην αρχή νιώθει απελπισία από την απρόσμενη πίεση που κοντεύει να γίνει πανικός, μα τελικά αυτή η απελπισία μετατρέπεται σε οργή, το γνωστό "άι σιχτίρ" που δηλώνει το αθώο θύμα προς κάθε παράλογη απαίτηση. Σκληρά τα λόγια που ακολουθούν στη συνέχεια, όπου η παιδική και εφηβική ηλικία (η "μισή ζωή") παρουσιάζονται σαν εμπορική συναλλαγή, καθώς ο γιος τα έζησε όπως του ζήτησε η μάνα, ενώ η υπόλοιπη ζωή του θα πρέπει να του χαριστεί ελεύθερη, ως αντάλλαγμα...
Εν κατακλείδι, η λυσσαλέα επίθεση που εξαπολύει ο "παραπονεμένος γιος" με το στόμα του Πασχαλίδη δεν είναι μια πράξη αχαριστίας: προφανώς καταλαβαίνει την πολυτέλεια του να έχει μια μάνα που νοιάζεται γι' αυτόν, έστω και με το λάθος τρόπο. Είναι όμως η εξωτερίκευση της ψυχοσύνθεσης που απέκτησε μέσα από αυτή την πιεστική παιδική ηλικία, η ανάγκη να εκφράσει το παράπονο για όση σύγχυση και διλήμματα έζησε προκειμένου να ενηλικιωθεί. Το τραγούδι είναι ένα μάθημα ίσως για κάθε μάνα που ξεπερνά τα όρια και "ποδοπατά" την προσωπικότητα του παιδιού της, από φόβο μην το χάσει ή της πάθει κακό, προκαλώντας η ίδια τελικά το κακό που προσπαθούσε να αποφύγει...
http://www.youtube.com/watch?v=PLUUIqMWSRc
Η ξύλινη ασπίδα που αναφέρεται στην αρχή είναι το φράγμα που προσπαθεί να δημιουργήσει μια μητέρα προς το παιδί της απέναντι στον "έξω κόσμο". Ξύλινη ως τεχνητή και εύθραυστη, "χρεώνεται" στο γιο, μιας και δεν την επέλεξε και την βλέπει σαν βαρίδιο. Με τα χρόνια, η επαφή με τον έξω κόσμο κάνει τον ώριμο πια γιο να δει την ασπίδα αυτή σαν εμπόδιο προς την κοινωνικοποίησή του και την επιστρέφει, κακήν-κακώς, πίσω στη δημιουργό της. Οι επόμενοι στίχοι, που αναφέρονται στις νίκες και τις ήττες, γίνονται εύκολα κατανοητοί: η νίκη σπάνια επιβραβεύεται από την ανήσυχη μάνα (π.χ. "μην παίρνουν τα μυαλά σου αέρα") και η ήττα γίνεται αιτία καβγά (π.χ. "στα λεγα εγώ", "θα μπορούσες να χτυπήσεις", "καλά να πάθεις"). Ο Μίλτος τονίζει πως ο πόθος του κάθε παιδιού είναι να πάρει την ευθύνη των πράξεών του, να ωριμάσει μέσα από τη νίκη και την ήττα, κι όχι να κρύβεται πίσω απ' τα φουστάνια της μάνας του (τη συντριβή μου δε στη χαρίζω).
Έπειτα, όταν έρχεται η ώρα που ο γιος "ανοίγει τα δικά του φτερά" και φεύγει απ' το σπίτι, μια μητέρα που δεν προσπάθησε να τον καταλάβει χρησιμοποιεί επίμονα όλους τους λάθος τρόπους για την θυμάται (να κερδίσει την αθανασία), όπως οι όρκοι και τα ενθύμια. Κυνηγώντας τους "εχθρούς", δηλαδή όλα εκείνα τα πρόσωπα ή πράγματα και καταστάσεις που απογαλακτίζουν το γιο της, έχει αμελήσει πως, αντί για κύριος σύμμαχος, έχει γίνει η ίδια "εχθρός" χωρίς να το καταλάβει (αποφεύγει να κοιταχτεί στον καθρέφτη). Το λάθος του όλου εγχειρήματος παρουσιάζεται στον επόμενο στίχο: "δεν το λένε αυτό ζωή ούτε κι ευθανασία", μιας και οι περιττές ανησυχίες της μάνας καταστρέφουν και τη δική της ψυχική γαλήνη. Αποτέλεσμα φυσικά είναι η κακή διάθεση του γιου απέναντι σε όλη αυτή την προσπάθεια, ώστε "να μπαίνει στο πατρικό του σαν τον κλέφτη" προκειμένου να γλυτώσει από το δράμα αυτό.
Στην επόμενη στροφή η επίθεση γίνεται πιο άμεση, καθώς ο γιος κατηγορεί τη μάνα για αγάπη που κατέληξε σε εφιάλτη, καταστρέφοντας το ρόλο της μάνας σαν να ήταν μητριά, που δε νιώθει δηλαδή πραγματικά τις ανάγκες του παιδιού της. Τα "σύνορα της στάχτης", τα εκλαμβάνω ως το τέλος της παιδικής ηλικίας, τη φάση που ο γιος επιστρέφει ενήλικας και "τα χώνει" σαν ίσος στη μητέρα του. Η στάχτη μπορεί όμως να ερμηνευτεί με δύο τρόπους: αυτόν της αναγέννησης, που αναφέρθηκε παραπάνω (καθώς η μετάβαση από την παιδική/εφηβική στην ενήλικη ηλικία είναι κάτι σαν μια αναγέννηση), αλλά και αυτόν της καταστροφής, καθώς οι καβγάδες που προκύπτουν τότε διαλύουν την καλή οικογενειακή σχέση.
Το ρεφρέν είναι μια αναπόληση κακών συνηθειών της μάνας τα πρώτα χρόνια, όπου το παιδί για τα θελήματα είναι μια καθημερινότητα. Κατακρίνεται η κίνηση του να στείλει η μάνα το παιδί για τσιγάρα, ψωμί κι εφημερίδα με την ειρωνική προστακτική "στείλε με". Τα τσιγάρα συμβολίζουν την προτροπή της μάνας προς τις κακές συνήθειες, η οποία γίνεται ελαφρά τη καρδία, ενώ το ψωμί κι η εφημερίδα, σαφώς πιο αθώα παραδείγματα, συμβολίζουν πιθανότατα την ήρεμη συνείδηση του "ευσυνείδητου πολίτη-γονιού", ο οποίος νοιάζεται για το βιος και το συμφέρον του, ξεχνώντας τα σημαντικότερα. Παρόλα αυτά, ο γιος εναγωνίως προσπαθεί να της θυμήσει το βασικό: "ο μικρός σου ο γιος είμαι γω!". Η κατακλείδα είναι η ανάγκη του γιου να βγει στην επιφάνεια, καθώς δε θέλει να "κρατήσει τα ρέστα", βλέποντάς το σαν φτηνή δωροδοκία και επιπόλαιη επίδειξη μητρικής στοργής. Ο τελευταίος στίχος πηγαίνει και σε άλλα επίπεδα, καθώς τα ρέστα συμβολίζουν τη λειψή προσοχή που ο ίδιος έχει, τη λειψή στοργή και, το σημαντικότερο ίσως, τη λειψή εμπιστοσύνη.
Η επόμενη στροφή ξεκινάει με μια μεγάλη αλήθεια που διέπει τις περισσότερες μάνες. Δηλαδή, ενώ μια ζωή κυνηγάνε να προστατέψουν τα παιδιά τους από οποιαδήποτε επιρροή, με μια ξαφνική στροφή απαιτούν ο γιος να αποκτήσει προσωπικότητα και πυγμή, το "εγώ" όπως αναφέρεται. Η συνέχεια ενέχει μια ενδόμυχη απειλή της μάνας, καθώς εννοείται πως καμία μάνα δε θέλει έναν άχρηστο γιο. Τον πιέζει να γίνει "καπάτσος" ώστε να έχει την αγάπη της, χωρίς πρωτύτερα να έχει προσπαθήσει να του τη γαλουχήσει σταδιακά. Ένας δικός μου συνειρμός πάνω σ' αυτό είναι ένας οργανισμός που ζει σε αποστειρωμένο περιβάλλον για χρόνια, ο οποίος ξαφνικά δέχεται μια παράλογη πίεση να αποκτήσει όλα τα αντισώματα που θα έπρεπε να έχει μέχρι τότε. Η αντίδραση του γιου, πάντως, είναι η αναμενόμενη: στην αρχή νιώθει απελπισία από την απρόσμενη πίεση που κοντεύει να γίνει πανικός, μα τελικά αυτή η απελπισία μετατρέπεται σε οργή, το γνωστό "άι σιχτίρ" που δηλώνει το αθώο θύμα προς κάθε παράλογη απαίτηση. Σκληρά τα λόγια που ακολουθούν στη συνέχεια, όπου η παιδική και εφηβική ηλικία (η "μισή ζωή") παρουσιάζονται σαν εμπορική συναλλαγή, καθώς ο γιος τα έζησε όπως του ζήτησε η μάνα, ενώ η υπόλοιπη ζωή του θα πρέπει να του χαριστεί ελεύθερη, ως αντάλλαγμα...
Εν κατακλείδι, η λυσσαλέα επίθεση που εξαπολύει ο "παραπονεμένος γιος" με το στόμα του Πασχαλίδη δεν είναι μια πράξη αχαριστίας: προφανώς καταλαβαίνει την πολυτέλεια του να έχει μια μάνα που νοιάζεται γι' αυτόν, έστω και με το λάθος τρόπο. Είναι όμως η εξωτερίκευση της ψυχοσύνθεσης που απέκτησε μέσα από αυτή την πιεστική παιδική ηλικία, η ανάγκη να εκφράσει το παράπονο για όση σύγχυση και διλήμματα έζησε προκειμένου να ενηλικιωθεί. Το τραγούδι είναι ένα μάθημα ίσως για κάθε μάνα που ξεπερνά τα όρια και "ποδοπατά" την προσωπικότητα του παιδιού της, από φόβο μην το χάσει ή της πάθει κακό, προκαλώντας η ίδια τελικά το κακό που προσπαθούσε να αποφύγει...
http://www.youtube.com/watch?v=PLUUIqMWSRc
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου