Τι είναι αυτό για το οποίο προσευχόμαστε, ελπίζουμε και ονειρευόμαστε; Να αποκτήσουμε ένα καλό αυτοκίνητο, ένα καλό σπίτι, να έχουμε λεφτά, παχυλούς λογαριασμούς σε τράπεζες... Γενικώς να έχουμε. Τίποτα μεμπτό σε αυτό από μόνο του, μολονότι υπάρχουν αρκετές σχετικές παράμετροι που το κάνουν.
Αυτός που ονειρεύεται να έχει, ελπίζει. Δε φοβάται. Αυτός που πια έχει, φοβάται. Δεν ελπίζει. Αυτή είναι μια βασική διαφορά ανάμεσα στους έχοντες και στους μη έχοντες. Ο φόβος, σε αυτή την περίπτωση, γίνεται τρόπος ζωής. Φοβόμαστε για οτιδήποτε μπορεί να έχουμε και νιώθουμε δικό μας. Κάποιος μπορεί να μην έχει δικό του σπίτι, όμως όταν το αποκτήσει μπορεί να κάνει μέχρι και φόνο για να το κρατήσει.
Ο φόβος αυτός όμως δε βρίσκεται κρυμμένος βαθιά μέσα στο ίδιο το άτομο. Διασπείρεται και στους συγγενείς, τα παιδιά και τους φίλους του. Δημιουργούνται κοινωνίες που φοβούνται μαζικά. Ψάχνουν εχθρούς και τους βρίσκουν. Συνήθως τους βρίσκουν σε οτιδήποτε μοιάζει διαφορετικό, διότι δε μοιάζει με όποιον έμαθαν για φίλο. Δεν είναι τυχαίο πως οι πλουσιότερες χώρες κρύβουν (ίσως όχι και τόσο καλά) τον ρατσισμό μέσα τους.
Αντίθετα, οι άνθρωποι που (ακόμα) δεν έχουν, οι φτωχότεροι, καταλαβαίνουν καλύτερα απ' τον καθένα την πείνα, τις στερήσεις, τον πόνο. Είναι οι πρώτοι που θα συμπαρασταθούν σε άλλους ανθρώπους που πονάνε, που στερούνται κτλ. Διότι οι στερήσεις τους κάνουν περισσότερο ανθρώπους. Δεν έχουν λουστεί ακόμα με την κατάρα της ιδιοκτησίας.
Όταν συμβεί αυτό, γίνεται μια τερατώδης μεταμόρφωση. Οι (πλέον) έχοντες αποφασίζουν να χτίσουν τείχη και σύνορα, να τα περιφρουρήσουν με στρατό, να αμυνθούν απέναντι σε οποιονδήποτε άλλον και να επιτεθούν για να αποκτήσουν περισσότερα. Ο φόβος να μη χάσει κανείς όσα έχει, αυτός ο κακός σύμβουλος, οδηγεί στις σκληρότερες λύσεις: οδηγεί σε πολέμους, των οποίων τα θύματα είναι "απαραίτητες θυσίες", οδηγεί σε γενοκτονίες φυλών που έχουν δαιμονοποιηθεί, οδηγεί ακόμα και σε εμφύλιες διαμάχες, διότι υπάρχουν στιγμές όπου ακόμα και ανάμεσα στους "φίλους" αναγνωρίζονται "εχθροί" σε κάποιον που έχει μάθει στις διακρίσεις. Λέξεις όπως "εθνικό φρόνημα", "πατριωτισμός" και άλλες τέτοιες βαρύγδουπες πλην συγκεχυμένες έννοιες καμουφλάρουν απλά τις ενέργειες που οδηγούνται από τον φόβο αυτόν. Αυτά σε επίπεδο κράτους.
Σε επίπεδο οικογένειας πάλι, ο φόβος, που έχει οδηγήσει στην απομόνωση, στον συντηρητισμό και στο μίσος προς οτιδήποτε διαφορετικό, αναπαράγεται και διαιωνίζεται, έως ότου δεν μπορεί πια να εντοπιστεί η αιτία του. Τα παιδιά που είναι μεγαλωμένα έτσι, αν δεν κάνουν το απαραίτητο βήμα του να διαφοροποιηθούν, μαθαίνουν στις διακρίσεις και κοινωνικοποιούνται με βάση αυτές. Δεν ξέρουν τι φοβούνται και τι μισούν, όμως παρόλα αυτά τους είναι δύσκολο να δουν πίσω από τα τείχη που έχουν χτιστεί γύρω τους.
Αποτέλεσμα αυτού είναι ένα κενό στη θέση που θα έπρεπε να είναι η προσωπική-πνευματική ανάπτυξη, διότι ο φόβος δεν αφήνει χώρο γι' αυτήν: είναι σαν λουρί που επιτρέπει πολύ συγκεκριμένες κινήσεις και μάλιστα προς πολύ συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Έτσι, το παιδί μαθαίνει να επενδύει συναισθηματικά σε αυτό που ανατράφηκε: να έχει και να θέλει να αποκτήσει κι άλλα. Να έχει αντί να είναι. Αν κάποιος αναρωτιέται γιατί τα παιδιά δε διαβάζουν πια (κλισέ) και γιατί οι νέοι θέλουν καινούρια, φανταχτερά αμάξια, καινούρια κινητά και ποτέ δε χορταίνουν καινούρια παιχνίδια, η απάντηση είναι εδώ. Έτσι έμαθαν. Ακόμα κι αν οι γονείς δεν το αναγνωρίζουν, έχουν ήδη καθοδηγήσει τα παιδιά τους σε αυτήν την κατεύθυνση, σ' έναν φαύλο κύκλο.
Από την άλλη, τα παιδιά που μεγαλώνουν με στερήσεις έχουν ένα διαφορετικό είδος θάρρους, το οποίο δεν καθοδηγείται απ' τον φόβο. Ονειρεύονται μεν να αποκτήσουν πράγματα, όμως θέλουν να είναι φίλοι με άλλους, όχι να έχουν φίλους. Ονειρεύονται μια καλύτερη ζωή, η οποία όμως δεν είναι εσώκλειστη με τείχη. Ονειρεύονται ένα καλύτερο μέλλον κι είναι έτοιμα να αγωνιστούν γι' αυτό, μιας και η ζωή δεν τους το έχει χαρίσει ήδη. Ένα ρητό (που αποδίδεται στον Μαχάτμα Γκάντι) λέει το εξής: "Γίνε η αλλαγή που εύχεσαι να δεις στον κόσμο".
Αυτός που ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο πασχίζει να αλλάξει τον ήδη υπάρχοντα. Αντιθέτως, αυτός που φοβάται μη χάσει όσα έχει, μένει φυλακισμένος (και ακίνητος σαν βράχος) σ' έναν δικό του κόσμο, αδιαφορώντας για οτιδήποτε γίνεται μακριά του. Προσεύχεται να μην αλλάξει τίποτα, προκειμένου να μην τυχόν χάσει όσα ήδη έχει. Και η κατάρα όλο και σημαδεύει τις γενιές που έρχονται...
Αυτός που ονειρεύεται να έχει, ελπίζει. Δε φοβάται. Αυτός που πια έχει, φοβάται. Δεν ελπίζει. Αυτή είναι μια βασική διαφορά ανάμεσα στους έχοντες και στους μη έχοντες. Ο φόβος, σε αυτή την περίπτωση, γίνεται τρόπος ζωής. Φοβόμαστε για οτιδήποτε μπορεί να έχουμε και νιώθουμε δικό μας. Κάποιος μπορεί να μην έχει δικό του σπίτι, όμως όταν το αποκτήσει μπορεί να κάνει μέχρι και φόνο για να το κρατήσει.
Ο φόβος αυτός όμως δε βρίσκεται κρυμμένος βαθιά μέσα στο ίδιο το άτομο. Διασπείρεται και στους συγγενείς, τα παιδιά και τους φίλους του. Δημιουργούνται κοινωνίες που φοβούνται μαζικά. Ψάχνουν εχθρούς και τους βρίσκουν. Συνήθως τους βρίσκουν σε οτιδήποτε μοιάζει διαφορετικό, διότι δε μοιάζει με όποιον έμαθαν για φίλο. Δεν είναι τυχαίο πως οι πλουσιότερες χώρες κρύβουν (ίσως όχι και τόσο καλά) τον ρατσισμό μέσα τους.
Αντίθετα, οι άνθρωποι που (ακόμα) δεν έχουν, οι φτωχότεροι, καταλαβαίνουν καλύτερα απ' τον καθένα την πείνα, τις στερήσεις, τον πόνο. Είναι οι πρώτοι που θα συμπαρασταθούν σε άλλους ανθρώπους που πονάνε, που στερούνται κτλ. Διότι οι στερήσεις τους κάνουν περισσότερο ανθρώπους. Δεν έχουν λουστεί ακόμα με την κατάρα της ιδιοκτησίας.
Όταν συμβεί αυτό, γίνεται μια τερατώδης μεταμόρφωση. Οι (πλέον) έχοντες αποφασίζουν να χτίσουν τείχη και σύνορα, να τα περιφρουρήσουν με στρατό, να αμυνθούν απέναντι σε οποιονδήποτε άλλον και να επιτεθούν για να αποκτήσουν περισσότερα. Ο φόβος να μη χάσει κανείς όσα έχει, αυτός ο κακός σύμβουλος, οδηγεί στις σκληρότερες λύσεις: οδηγεί σε πολέμους, των οποίων τα θύματα είναι "απαραίτητες θυσίες", οδηγεί σε γενοκτονίες φυλών που έχουν δαιμονοποιηθεί, οδηγεί ακόμα και σε εμφύλιες διαμάχες, διότι υπάρχουν στιγμές όπου ακόμα και ανάμεσα στους "φίλους" αναγνωρίζονται "εχθροί" σε κάποιον που έχει μάθει στις διακρίσεις. Λέξεις όπως "εθνικό φρόνημα", "πατριωτισμός" και άλλες τέτοιες βαρύγδουπες πλην συγκεχυμένες έννοιες καμουφλάρουν απλά τις ενέργειες που οδηγούνται από τον φόβο αυτόν. Αυτά σε επίπεδο κράτους.
Σε επίπεδο οικογένειας πάλι, ο φόβος, που έχει οδηγήσει στην απομόνωση, στον συντηρητισμό και στο μίσος προς οτιδήποτε διαφορετικό, αναπαράγεται και διαιωνίζεται, έως ότου δεν μπορεί πια να εντοπιστεί η αιτία του. Τα παιδιά που είναι μεγαλωμένα έτσι, αν δεν κάνουν το απαραίτητο βήμα του να διαφοροποιηθούν, μαθαίνουν στις διακρίσεις και κοινωνικοποιούνται με βάση αυτές. Δεν ξέρουν τι φοβούνται και τι μισούν, όμως παρόλα αυτά τους είναι δύσκολο να δουν πίσω από τα τείχη που έχουν χτιστεί γύρω τους.
Αποτέλεσμα αυτού είναι ένα κενό στη θέση που θα έπρεπε να είναι η προσωπική-πνευματική ανάπτυξη, διότι ο φόβος δεν αφήνει χώρο γι' αυτήν: είναι σαν λουρί που επιτρέπει πολύ συγκεκριμένες κινήσεις και μάλιστα προς πολύ συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Έτσι, το παιδί μαθαίνει να επενδύει συναισθηματικά σε αυτό που ανατράφηκε: να έχει και να θέλει να αποκτήσει κι άλλα. Να έχει αντί να είναι. Αν κάποιος αναρωτιέται γιατί τα παιδιά δε διαβάζουν πια (κλισέ) και γιατί οι νέοι θέλουν καινούρια, φανταχτερά αμάξια, καινούρια κινητά και ποτέ δε χορταίνουν καινούρια παιχνίδια, η απάντηση είναι εδώ. Έτσι έμαθαν. Ακόμα κι αν οι γονείς δεν το αναγνωρίζουν, έχουν ήδη καθοδηγήσει τα παιδιά τους σε αυτήν την κατεύθυνση, σ' έναν φαύλο κύκλο.
Από την άλλη, τα παιδιά που μεγαλώνουν με στερήσεις έχουν ένα διαφορετικό είδος θάρρους, το οποίο δεν καθοδηγείται απ' τον φόβο. Ονειρεύονται μεν να αποκτήσουν πράγματα, όμως θέλουν να είναι φίλοι με άλλους, όχι να έχουν φίλους. Ονειρεύονται μια καλύτερη ζωή, η οποία όμως δεν είναι εσώκλειστη με τείχη. Ονειρεύονται ένα καλύτερο μέλλον κι είναι έτοιμα να αγωνιστούν γι' αυτό, μιας και η ζωή δεν τους το έχει χαρίσει ήδη. Ένα ρητό (που αποδίδεται στον Μαχάτμα Γκάντι) λέει το εξής: "Γίνε η αλλαγή που εύχεσαι να δεις στον κόσμο".
Αυτός που ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο πασχίζει να αλλάξει τον ήδη υπάρχοντα. Αντιθέτως, αυτός που φοβάται μη χάσει όσα έχει, μένει φυλακισμένος (και ακίνητος σαν βράχος) σ' έναν δικό του κόσμο, αδιαφορώντας για οτιδήποτε γίνεται μακριά του. Προσεύχεται να μην αλλάξει τίποτα, προκειμένου να μην τυχόν χάσει όσα ήδη έχει. Και η κατάρα όλο και σημαδεύει τις γενιές που έρχονται...
Πολυ σωστά! Και αυτό όχι μόνο στα υλικά αγαθά αλλα και στα συναισθήματα και στους δεσμούς(όποιοι κι αν ειναι αυτοί).. Πιστεύετε οτι ο φόβος του να μη κανεις κάτι που να σε απομακρύνει απτην οικογένειά σου ειναι καταστροφικός; Αν ομως δεν εχεις τους δικους σου πως θα τα καταφέρεις βασισμενος στον εαυτο σου και σε ανθρώπους που με την πρώτη ευκαιρία θα σε αφησουν; θα εχεις και ενοχές και μια παραπανω σκοτουρα στο κεφαλι σου. Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων..
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα κι ευχαριστώ για το σχόλιο! Αν μπορείτε, γίνετε πιο συγκεκριμένος/η στην ερώτηση. Φοβάστε μήπως απομακρυνθείτε από την οικογένειά σας αλλά θέλετε να κάνετε αυτό το "κάτι"; Θα διαφωνήσω με το "ανθρώπους που με την πρώτη ευκαιρία θα σε αφήσουν". Είναι στο χέρι μας να επενδύσουμε στους σωστούς ανθρώπους. Οι σωστοί φίλοι είναι η οικογένεια που διαλέξαμς :)
Διαγραφή